Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Συναλλαγματικών διαθεσίμων συνέχεια

Δεδομένης της ιλλιγγιώδους αύξησης των συναλλαγματικών διαθεσίμων, είναι απολύτως κατανοητός ο προβληματισμός για την αστάθεια που προξενεί η κίνησή τους σε πολλές χώρες, ειδικά αναπτυσσόμενες. Εχουμε πολλές φορές αναφερθεί στα μέτρα που λαμβάνουν ορισμένες από αυτές τις χώρες προκειμένου να προστατευθούν από τις κερδοσκοπικές κινήσεις των εταιριών διαχείρησης αυτών των κεφαλαίων.

Σε πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ πρότεινε πρακτικές περιορισμού και ελέγχου των εν λόγω συναλλαγών. Οπως, όμως, διαβάζουμε στην "Καθημερινή":

" Aντιδράσεις στους όρους ΔΝΤ για ελέγχους εισροής κεφαλαίων

H πρόταση οικονομολόγων του ΔΝΤ για την επιβολή προϋποθέσεων στους ελέγχους εισροών κεφαλαίων από χώρες που θέλουν να προστατεύσουν το νόμισμά τους από απότομες διακυμάνσεις, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. «Είμαστε απολύτως αντίθετοι σε τέτοιας φύσεως “κώδικες συμπεριφοράς” που καθιερώνουν ή περιορίζουν μέτρα που είναι στη διάθεση των κυβερνήσεων για να αντιμετωπίσουν μεγάλη άνοδο στις εισροές κεφαλαίων», δήλωσε ο Πάμπλο Νογκουέιρα Μπατίστα, διευθυντής του ΔΝΤ για επτά χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας. Σε χθεσινή ανακοίνωση του ΔΝΤ αναφέρεται ότι η «πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου» υποστήριξε προτάσεις για αναχαίτιση των εισροών κεφαλαίου μόνο στην περίπτωση που το νόμισμα της χώρας δεν είναι υποτιμημένο, υπάρχουν αρκετά αποθέματα συναλλάγματος και όταν έχουν εξαντληθεί οι επιλογές της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Η Βραζιλία και άλλες γοργά αναπτυσσόμενες χώρες, από την Ινδονησία μέχρι τη Νότια Αφρική, έχουν προσπαθήσει να αναχαιτίσουν τις μεγάλες εισροές κεφαλαίων, που μειώνουν την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών τους, δημιουργούν υπεραξίες που κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε φούσκες και οδηγούν σε υπερθέρμανση της οικονομίας".


Πέραν των παραπάνω, τίθεται κι άλλο ένα σημαντικότατο θέμα: ένα μεγάλο μέρος των δολαρίων προέρχεται από την FED, δια μέσου του προγράμματος ενίσχυσης της ρευστότητας των τραπεζών (το περίφημο "quantitative easing", στο οποίο έχουμε εκτενώς αναφερθεί). Αρα, γεννάται αυτόματα ένα ερώτημα: πού κατευθύνονται τα χρήματα του Αμερικανού πολίτη; Στρέφονται όντως στην ενίσχυση της οικονομίας ή όχι; Επί του θέματος, διαβάζουμε στο Reuters:

" Στις ευρωπαϊκές τράπεζες τα υψηλότερα δάνεια της Fed

Reuters, AP

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έλαβαν ορισμένα από τα υψηλότερα δάνεια, τα οποία χορήγησε διεθνώς η Fed με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, σύμφωνα με τα δημοσιευθέντα στοιχεία 25.000 σελίδων. Κατόπιν δικαστικής εντολής η Fed αναγκάστηκε να δώσει στη δημοσιότητα τα στοιχεία αυτά, στα οποία καταγράφονται τράπεζες, όπως οι ευρωπαϊκές Dexia και Depfa μεταξύ πάμπολλων άλλων, που έλαβαν δισ. δολάρια στο πλαίσιο του μηχανισμού «discount window». Τα δύο συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μάλιστα, στις 29 Οκτωβρίου 2008, όταν εκτινάχθηκαν οι χορηγήσεις της Fed στα 111 δισ. δολάρια, έλαβαν σχεδόν το ήμισυ αυτών. Η βελγογαλλική Depfa δανείστηκε 26,5 δισ. δολ., ενώ η ιρλανδική Depfa και θυγατρική της Hypo Real Estate Holding δανείστηκε 24,6 δισ. δολ.

Αλλες τράπεζες, οι οποίες ωφελήθηκαν από τη Fed, ήταν μεταξύ άλλων και η αυστριακή Erste Group, η βρετανική Royal Βank of Scotland, η γερμανική Commerzbank και η γαλλική Societe Generale. Ωστόσο, πολλές από τις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες είναι απούσες από τις 25.000 σελίδες της Fed, αντιθέτως με άλλες μικρότερες. Ο λόγος είναι ότι προτίμησαν άλλα δανειοδοτικά προγράμματα επείγοντος χαρακτήρα της Fed. Μεταξύ αυτών των τραπεζών συγκαταλέγονται κολοσσοί, όπως η Citigroup και η Bank of America. Οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ, όπως και άλλες διεθνείς αντίστοιχου μεγέθους, προσέφυγαν σε τέτοιου είδους στήριξη μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers".


Στο ζήτημα αναφέρεται και ο κ. Νηλ Μπαρόφσκι (Neil M. Barofsky - γενικός επιθεωρητής του TARP από το 2008 έως και τον Μάρτιο του 2011) στην International Herald Tribune:

" Οι αμερικανικές τράπεζες σώθηκαν, αλλά μια νέα κρίση ελλοχεύει

Δυόμισι χρόνια πριν, το Κογκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε τη διάσωση των τραπεζών της χώρας. Η κυβέρνηση θεώρησε ότι η αποστολή εξετελέσθη. Την τελευταία μου ημέρα ως γενικός διευθυντής του προγράμματος στήριξης, μετά λύπης μου παραδέχομαι ότι διαφωνώ βαθιά. Το πρόγραμμα απέτυχε σε κάποιους από τους σημαντικότερους στόχους.

Παρ’ ότι αναμφισβήτητα η χώρα ωφελήθηκε αποφεύγοντας μια τήξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυτό δεν μπορεί να είναι το μοναδικό μέτρο επιτυχίας του πακέτου στήριξης των τραπεζών, TARP. Η νομοθεσία που δημιούργησε το TARP είχε πολύ ευρύτερους στόχους, μεταξύ των οποίων η προστασία της αξίας των κατοικιών και της ιδιοκτησίας. Οι στόχοι αυτοί δεν ήταν μόνο «γαρνιτούρα», όπως αφήνει τώρα να εννοηθεί το υπουργείο Οικονομικών. Αντιθέτως, ήταν κεντρικό σημείο του συμβιβασμού με τα απρόθυμα μέλη του Κογκρέσου. Τα οποία διαβεβαιώθηκαν ότι το TARP θα χρησιμοποιόταν για την αγορά στεγαστικών δανείων ύψους έως και 700 δισ. δολαρίων. Το υπουργείο Οικονομικών δεσμεύθηκε, μάλιστα, να τροποποιήσει αυτά τα δάνεια για να βοηθήσει τους ιδιοκτήτες. Ο σχετικός νόμος είναι σαφής ως προς αυτό.

Ωστόσο, ελάχιστα έπραξε για να τηρήσει τη δέσμευση. Το υπουργείο Οικονομικών πρόσφερε χρήματα στις τράπεζες χωρίς καμιά σθεναρή πολιτική ή προσπάθεια να προωθήσει την παράταση των δανείων. Δεν υπήρξαν όροι ούτε απαιτήσεις ούτε καν κίνητρα αύξησης του δανεισμού στους ιδιοκτήτες. Και παρά τις ισχυρές συστάσεις μας, ούτε καν αίτημα να λογοδοτούν οι τράπεζες για τους τρόπους χρήσης των κεφαλαίων του TARP. Μόλις πέρυσι τον Απρίλιο, ως απάντηση στις συστάσεις μας, το υπουργείο ζήτησε από τις τράπεζες να παράσχουν τέτοιες πληροφορίες, πολύ καιρό αφότου οι μεγαλύτερες εξ αυτών είχαν ήδη εξοφλήσει τα χρέη τους. Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που ο δανεισμός όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά συνέχισε να μειώνεται παρά την ανάκαμψη.

Στο μεταξύ, ο στόχος της παροχής βοήθειας στους ιδιοκτήτες κατοικιών μπήκε στο ψυγείο ώς τον Φεβρουάριο του 2009, όταν εξαγγέλθηκε το πρόγραμμα HAMP με την υπόσχεση της αρωγής προς 4 εκατομμύρια οικογένειες. Το πρόγραμμα εκείνο υπήρξε μια τεράστια αποτυχία, λόγω της βιασύνης να τεθεί σε ισχύ. Και σήμερα, οι κατασχέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται, με 8-13 εκατομμύρια αιτήσεις να προβλέπονται για όσο καιρό διαρκέσει.

Τέλος, παρασχέθηκαν διαβεβαιώσεις ότι η ρυθμιστική μεταρρύθμιση θα αντιμετώπιζε την απειλή προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την οποία αποτελούσαν οι μεγάλες τράπεζες που ουσιαστικά τελούσαν υπό την προστασία της κυβέρνησης, ανεξαρτήτως του πόση αμέλεια είχαν επιδείξει. Και αυτή η υπόσχεση φαίνεται πως δεν θα τηρηθεί. Οι μεγαλύτερες τράπεζες είναι 20% πιο μεγάλες απ’ όσο πριν και ελέγχουν μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας από ποτέ.

Το υπουργείο Οικονομικών προφανώς επέλεξε να αγνοήσει τις πραγματικές προσπάθειες μεταρρύθμισης. Σε τελική ανάλυση, οι μη τηρηθείσες δεσμεύσεις του ήταν εκείνες που μετέτρεψαν το TARP από σωτήρα του τραπεζικού συστήματος με σχετικώς μέτριο κόστος για τους φορολογουμένους σε κάτι ελάχιστα περισσότερο από «δώρο» για τα στελέχη της Γουόλ Στριτ. Η κακοδιαχείριση εκ μέρους του υπουργείου Οικονομικών και η περιφρόνηση των στόχων ίσως έβλαψαν τόσο την αξιοπιστία της κυβέρνησης, ώστε οι πολιτικοί του μέλλοντος να μη μπορέσουν να κάνουν τα απαραίτητα βήματα για τη σωτηρία του συστήματος σε μία επόμενη κρίση".

Επί του ιδίου θέματος, το άρθρο του κ. Ζαν Πιζανί-Φερί (Jean Pisani-Ferry):

"Η παγκόσμια μεταρρύθμιση του νομισματικού συστήματος

Η πορεία προς τη σύνοδο της G20 στη Σεούλ σημαδεύθηκε από αλυσιδωτές διαμάχες στο νομισματικό πεδίο, που έφεραν στο προσκήνιο την παγκόσμια νομισματική μεταρρύθμιση.

Αν και οι προθέσεις της Γαλλίας για τη μεταρρύθμιση του διεθνούς νομισματικού συστήματος αντιμετωπίστηκαν αρχικά με σκεπτικισμό, αίφνης η μεταρρύθμιση μοιάζει να είναι η σωστή προτεραιότητα στη σωστή χρονική στιγμή.

Η πρόκληση μόνο απλή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Το θέμα είναι δυσνόητο. Κανένας εκτός του ακαδημαϊκού χώρου δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για αυτό τα τελευταία 20 χρόνια. Λογικό είναι λοιπόν να μην υπάρχουν συνολικές προτάσεις στο τραπέζι.

Οι ΗΠΑ, για τις οποίες η παγκόσμια νομισματική μεταρρύθμιση είναι συνώνυμη με τον περιορισμό του ρόλου του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, εμφανίζονται απρόθυμες. Η Κίνα, που ξεκίνησε την ιδέα, είναι ικανοποιημένη από τη δυναμική που προσλαμβάνει η συζήτηση αυτή, στερείται όμως συγκεκριμένων ιδεών. Με δεδομένο ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της, δεν βλέπει τον λόγο να βιαστεί.

Ανάλογη άποψη έχουν και οι αναδυόμενες χώρες: Θέλουν την επίλυση των σημερινών τους προβλημάτων, αλλά δεν είναι έτοιμες να ξαναγράψουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Η Ιαπωνία είναι πρόθυμη, όμως οι απόψεις της περί της περιφερειακής νομισματικής συνεργασίας δεν συμβαδίζουν με της Κίνας. Οσο για την Ευρώπη, είναι περισσότερο από ποτέ απορροφημένη στη δική της εσωτερική κρίση.

Εντούτοις, η παγκόσμια νομισματική μεταρρύθμιση παραμένει ένας θεμιτός στόχος. Οπως το έθεσε κάποτε ο Βλαντιμίρ Λένιν, «ο πιο σίγουρος τρόπος να καταστραφεί το καπιταλιστικό σύστημα είναι να υποτιμηθεί το νόμισμά του». Αυτό ισχύει σήμερα για την παγκόσμια οικονομία.

Οταν οι κανόνες του παγκόσμιου νομισματικού παιχνιδιού είναι ασαφείς, ανεπαρκείς ή ξεπερασμένοι, οι χώρες δεν μπορούν να συμμορφωθούν με αυτούς και ορισμένες ίσως μάλιστα επιχειρήσουν να τους εκμεταλλευθούν προς όφελός τους. Αυτό υποσκάπτει τον ιστό των διεθνών οικονομικών σχέσεων.

Η ατζέντα της μεταρρύθμισης περιλαμβάνει τέσσερα κύρια προβλήματα. Το πρώτο είναι οι ισοτιμίες των νομισμάτων. Τα νομίσματα των αναπτυγμένων χωρών διαμόρφωναν τις μεταξύ τους ισοτιμίες εδώ και δεκαετίες, αυτό όμως ισχύει μόνο μερικώς για τις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες χώρες. Πολλές, ιδίως στην Ασία και τον Περσικό Κόλπο, συνδέονται ντε φάκτο με το δολάριο, άλλες με το ευρώ.

Συχνά όμως οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες οδηγούν σε υποτίμηση (όπως στην περίπτωση της Κίνας) ή υπερτίμηση (όπως συνέβη στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σε διαφορετικό πλαίσιο, σε αρκετές χώρες της ευρωζώνης σήμερα). Η συνύπαρξη των καθεστώτων σταθερών και ελεύθερα διαμορφωνόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι δύσκολη και αμήχανη, διότι η αστάθεια τείνει να επηρεάζει εκείνα τα νομίσματα της δεύτερης κατηγορίας (συχνά το ευρώ και πρόσφατα τα νομίσματα της Λατινικής Αμερικής).

Αρα το σύστημα έχει ανάγκη από μία ανακατάταξη. Επί του παρόντος το ρενμίμπι είναι η λυδία λίθος - όχι τόσο λόγω της διμερούς σχέσης της Κίνας με τις ΗΠΑ, αλλά επειδή άλλες αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες παρακολουθούν την ισοτιμία ρενμίμπι-δολαρίου για να διαμορφώσουν τη δική τους πολιτική. Η Κίνα γνωρίζει ότι η σημερινή κατάσταση δεν είναι βιώσιμη, παραμένει όμως απρόθυμη να κινηθεί επιθετικά και να επιτρέψει την ενίσχυση του ρενμίμπι.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι η επιβολή πειθαρχίας σε επίπεδο εθνικής πολιτικής, ώστε να προληφθεί ο πειρασμός για εξαγωγή του εγχώριου πληθωρισμού ή της ανεργίας. Στο πλαίσιο που έθετε ο χρυσός κανόνας, η πειθαρχία ήταν μία αυτόματη διαδικασία. Στο πλαίσιο των ελεύθερα διαμορφωνόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, δεν είναι.

Σύμφωνα με έναν άγραφο νόμο που έχει προκύψει με την πάροδο των ετών, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να ενεργούν κατά βούληση, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρούν τον πληθωρισμό σταθερό μεσοπρόθεσμα. Αυτός ο κανόνας διασφαλίζει έναν ελάχιστο βαθμό συνοχής και αποτρέπει τις υπερβολικές αντιδράσεις στις ισοτιμίες, είναι όμως ανεπαρκής σε αποπληθωριστικούς καιρούς.

Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ υποστηρίζει, εν μέρει δικαιολογημένα, ότι η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης που ακολουθεί είναι συμβατή με τη σταθερότητα των τιμών, ενώ η Ευρώπη και αρκετές αναδυόμενες χώρες την κατατάσσουν στην κατηγορία του «beggar-thy-neighbor», μίας πολιτικής δηλαδή που επιδιώκει οφέλη για μία χώρα σε βάρος άλλων. Το πρόβλημα όμως είναι ότι το σημερινό πλαίσιο δεν αποτελεί μέτρο για να κρίνει κανείς πότε μία εθνική πολιτική παύει να διέπεται από πνεύμα συνεργασίας.

Αρα έχουμε ανάγκη αυτό που κοινώς αποκαλείται «εποπτεία». Αυτός είναι ο ρόλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όμως η εντολή που έχει το ΔΝΤ είναι αυτή ακριβώς - η εποπτεία κι όχι η επιβολή. Αυτός είναι και ο ρόλος της ομάδας G20, όμως ούτε οι ΗΠΑ ούτε οι αναδυόμενες χώρες προτιμούν τα συστήματα επιβολής συλλογικών περιορισμών.

Το τρίτο πρόβλημα άπτεται της παγκόσμιας ρευστότητας. Οι ροές των κεφαλαίων είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες. Οι αναδυόμενες χώρες πλημμυρίζουν με εισρέοντα κεφάλαια την μία ημέρα και την επόμενη βρίσκονται αντιμέτωπες με απότομες και εξίσου αποσταθεροποιητικές εκροές κεφαλαίων.
Προκειμένου να αποτραπεί η ακραία ανατίμηση των νομισμάτων τους στην πρώτη περίπτωση και η υπερβολική τους υποχώρηση στη δεύτερη, οι αναδυόμενες χώρες έχουν συσσωρεύσει συναλλαγματικά αποθέματα, τα δύο τρίτα των οποίων είναι σε συνάλλαγμα.

Τα αποθέματα αυτά αντιστοιχούν σήμερα στο 15% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σε σύγκριση με 6% δέκα χρόνια πριν. Σε τελευταία ανάλυση, το αν αυτό οφείλεται σε αυτασφάλιση ή σε στόχευση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία: Χθες αυτή η μη παραγωγική αύξηση των αποθεμάτων αποτέλεσε έμμεση αιτία της κρίσης. Σήμερα υποσκάπτει τη ζήτηση.

Ο στόχος θα έπρεπε να είναι να καταστεί μη αναγκαία η αυτασφάλιση μέσα από την εγγύηση της πρόσβασης σε διεθνείς γραμμές πιστώσεων σε περίπτωση απότομων εκροών ιδιωτικών κεφαλαίων. Το ΔΝΤ άρχισε να εφαρμόζει αυτή τη γραμμή όταν δημιούργησε γραμμές πιστώσεων χωρίς τη συνήθη και ταπεινωτική πρακτική του Ταμείου να θέτει όρους. Ομως η καχυποψία γύρω από το ΔΝΤ παραμένει και οι περισσότερες χώρες, ιδίως στην Ασία, εξακολουθούν να προτιμούν τη δαπανηρή αυτασφάλιση έναντι μίας μορφής αμοιβαιοποίησης που θεωρείται ως αβέβαιη.

Το τέταρτο πρόβλημα είναι η συλλογική αποτίμηση των δεδομένων. Οπως είναι φυσικό, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες ανησυχούν για τον πληθωρισμό που δεν είναι σε θέση να ελέγξουν - τον εγχώριο πληθωρισμό. Αυτό όμως αγνοεί τον παγκόσμιο πληθωρισμό που τροφοδοτείται από την ανοδική τάση των εμπορευμάτων, ένα φαινόμενο που γίνεται όλο και πιο εμφανές.

Αυτό δεν αποτελούσε ζήτημα στο αποπληθωριστικό περιβάλλον της τελευταίας δεκαετίας, αποτελεί όμως σήμερα κι ίσως αυτό είναι που προκάλεσε την πρόταση του προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας κ. Ρόμπερτ Ζέλικ να ανακτήσει ο χρυσός τον ρόλο του. Η ιδέα είναι παράλογη - ο Τζον Μέιναρντ Κέινς πολλά χρόνια πριν αναφέρθηκε στον χρυσό σαν ένα «βάρβαρο λείψανο» - όμως το πρόβλημα της αποτίμησης της παγκόσμιας νομισματικής πολιτικής και της διασφάλισης της εναρμόνισής της με τις εξελίξεις στην παγκόσμια προσφορά είναι σίγουρα πραγματικό.

Ο Νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Μάντελ συνέκρινε κάποτε ένα νομισματικό καθεστώς με ένα πολιτικό Σύνταγμα, επειδή θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού. Η αναλογία είναι αρμόζουσα. Δυστυχώς όμως υπογραμμίζει πόσο φιλόδοξο και δύσκολο έργο είναι η μεταρρύθμιση της παγκόσμιας νομισματικής τάξης".