Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Πρόσφατη υποβάθμιση από Standard & Poor's και Moody's




Προσφάτως, υποβαθμίστηκε η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.

Αύξηση επιτοκίων ΕΚΤ


Η ΕΚΤ αύξησε το επιτόκιό της κατά 25 μονάδες βάσης, στο 1,25%.

Αναθεώρηση Ελλείμματος

Οπως διαβάζουμε:

"Eurostat: Στο 10,5% του ΑΕΠ το έλλειμμα του 2010 - Στο 142,8% το χρέος

Στο 10,5% αναθεώρησε η Eurostat το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας για το 2010 έναντι αρχικής εκτίμησης για 9,6%. Το 2009 το έλλειμμα είχε διαμορφωθεί στο 15,4% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της κοινοτικής στατιστικής υπηρεσίας που δόθηκαν στη δημοσιότητα, το δημόσιο χρέος της χώρας αυξήθηκε πέρυσι στο 142,8% του ΑΕΠ από 127,1% το 2009.

Το ύψος του περυσινού ελλείμματος αποκλίνει σχεδόν μία εκατοστιαία μονάδα από το 9,4% που ήταν ο στόχος του προϋπολογισμού και επιφέρει πρόσθετα βάρη για τον προϋπολογισμό του 2011, ο οποίος επίσης από το πρώτο τρίμηνο έχει εμφανίσει υστέρηση εσόδων ύψους 1,4 δισ. ευρώ.

Οι δύο αυτοί παράγοντες υποχρεώνουν το υπουργείο Οικονομικών να αναθεωρήσει το ύψος των έκτακτων μέτρων για φέτος από το επίπεδο του 1,74 δισ. ευρώ που είχε προσδιορίσει η τρόικα τον περασμένο Φεβρουάριο, σε 3 δισ. ευρώ.

Ειδικότερα, σε απόλυτους αριθμούς το δημοσιονομικό έλλειμμα έφτασε τα 24,1 δισ. ευρώ το 2010 από 36,3 δισ. ευρώ το 2009, ενώ το ΑΕΠ της Ελλάδας υποχώρησε από 235 δισ. ευρώ το 2009 σε 230,1 δισ. ευρώ το 2010. Τα έσοδα αυξήθηκαν από 37,3 δισ. ευρώ το 2009 σε 39,1 δισ. ευρώ το 2010, ενώ οι δαπάνες μειώθηκαν από 52,9 δισ. ευρώ σε 49,5 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο.

Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 298,7 δισ. ευρώ το 2009 σε 328, 5 δισ. ευρώ το 2010.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα εμφανίζει το δεύτερο υψηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην ΕΕ μετά την Ιρλανδία (32,4% του ΑΕΠ) και το υψηλότερο δημόσιο χρέος στους «27».

Στην ανακοίνωσή της η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία δεν θέτει κανένα θέμα αξιοπιστίας των ελληνικών στατιστικών στοιχείων. Ορισμένες επιφυλάξεις διατυπώνονται μόνο για τα στοιχεία της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρουμανίας.

Σε γενικές γραμμές, το 2010 σε σχέση με το 2009 διαπιστώθηκε κατά μέσο όρο μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος τόσο στην ευρωζώνη (από 6,3% σε 6% του ΑΕΠ) όσο και στην ΕΕ (από 6,8% σε 6,4% του ΑΕΠ), ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά μέσο όρο στη ευρωζώνη (από 79,3% σε 85,1% του ΑΕΠ) και στην ΕΕ (από 74,4% σε 80% του ΑΕΠ).

Η ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών

«Η Eurostat ανακοίνωσε τα δημοσιονομικά στοιχεία για το 2010.

Τα δημοσιονομικά στοιχεία του συνόλου της Γενικής Κυβέρνησης παρακολουθούνται στο πλαίσιο της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ) από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), τη Γενική Διεύθυνση Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισμού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και την Τράπεζα της Ελλάδος.

Στη συνέχεια η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, υπολογίζει το έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης ακολουθώντας τη διαδικασία ΕΣΛ 95 (ESA 95) και διαβιβάζει στη Eurostat τη σχετική κοινοποίηση για τελικό έλεγχο και ανακοίνωση. Σε ετήσια βάση διαβιβάζονται δύο κοινοποιήσεις στη Eurostat (προσωρινά και οριστικά στοιχεία).

Τονίζεται ότι μέσα από μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων που υλοποίησε η Κυβέρνηση, με προεξέχουσα εκείνη της ανεξαρτητοποίησης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η Εurostat δεν αμφισβητεί πλέον τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία για το ύψος του ελλείμματος. Τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία χαρακτηρίζονται πλέον από απόλυτη διαφάνεια και αξιοπιστία.

Σύμφωνα με τη σημερινή ανακοίνωση για το 2010, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) έχει διαβιβάσει στη Eurostat την 1η ετήσια κοινοποίηση (προσωρινά στοιχεία), όπου αναφέρει ότι το έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης για το 2010 διαμορφώνεται στο 10,5% του ΑΕΠ.

Με βάση τα στοιχεία αυτά η Ελλάδα το 2010 είχε το δεύτερο μεγαλύτερο έλλειμμα στην Ε.Ε. μετά την Ιρλανδία (-32,4%) και κοντά στην Μεγάλη Βρετανία (-10,4%), ακολουθούμενη από την Ισπανία (-9,2%) και την Πορτογαλία (-9,1%). Είχε δε την μεγαλύτερη μείωση του ελλείμματος οποιασδήποτε χώρας της Ε.Ε. το 2010 - κατά 5 μονάδες. Η μείωση αυτή είναι η μεγαλύτερη που έχει επιτευχθεί ποτέ στην Ελλάδα ή σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της ευρωζώνης σε ένα έτος.

Ως προς το δημόσιο χρέος, με βάση τα στοιχεία της Eurostat για το 2010, η Ελλάδα είχε το υψηλότερο χρέος στην Ε.Ε. (142,8% του ΑΕΠ) με δεύτερη την Ιταλία (119% του ΑΕΠ) ακολουθούμενη από το Βέλγιο (96,8% του ΑΕΠ) και την Ιρλανδία (96,2%).

Η παρατηρούμενη απόκλιση σε σχέση με τις προβλέψεις του κειμένου της Εισηγητικής του Προϋπολογισμού 2011 (9,4% ΑΕΠ) για το έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης για το 2010 οφείλεται κύρια στους παρακάτω λόγους:

α) Στην μεγαλύτερη της αναμενόμενης επίπτωσης της ύφεσης, στο ΑΕΠ του 2010. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2011, το ΑΕΠ του 2010 εκτιμάτο σε 231.888 εκ. ευρώ ενώ σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η σχετική εκτίμηση είναι 230.173 εκ. ευρώ. Η αρνητική αυτή εξέλιξη οδηγεί σε επιβάρυνση του ελλείμματος του 2010 κατά 0,1%.

β) Στην επιδείνωση στα φορολογικά έσοδα (0,6% του ΑΕΠ), απόρροια της μεγαλύτερης από την προβλεπόμενη κατά την περίοδο σύνταξης του Προϋπολογισμού 2011 ύφεσης το τελευταίο τρίμηνο του έτους 2010. Υπενθυμίζεται ότι το συνολικό αποτέλεσμα επί των εσόδων του 2010 σε εθνικολογιστική βάση καθορίζεται και από την πορεία συγκεκριμένων κατηγοριών εσόδων κατά το πρώτο δίμηνο του 2011, τα οποία σε μεγάλο βαθμό αντανακλούν την οικονομική δραστηριότητα του τελευταίου τριμήνου του προηγούμενου έτους.

γ) Στην επιδείνωση στο ισοζύγιο των ΟΤΑ (0,25% του ΑΕΠ), που σχετίζεται με αποπληρωμή παρελθουσών υποχρεώσεων στο τέλος του έτους.

δ) Στην επιδείνωση στο οικονομικό αποτέλεσμα των ΟΚΑ (0,5% του ΑΕΠ), καθώς η μεγαλύτερη από το αναμενόμενο αύξηση της ανεργίας οδήγησε σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Υπενθυμίζεται ότι, όπως στην περίπτωση των φορολογικών εσόδων, το αποτέλεσμα των ΟΚΑ του 2010 σε εθνικολογιστική βάση καθορίζεται και από την πορεία συγκεκριμένων κατηγοριών εισφορών κατά το πρώτο δίμηνο του 2011.

ε) Στην επιδείνωση στο οικονομικό αποτέλεσμα των νοσοκομείων (0,3% του ΑΕΠ).

Από την άλλη πλευρά, βελτίωση παρατηρείται στο ισοζύγιο των επαναταξινομημένων ΔΕΚΟ (0,35% του ΑΕΠ), καθώς και στην προσαρμογή σε εθνικολογιστική βάση των δεδουλευμένων τόκων (0,3% του ΑΕΠ).

Συνεπώς, είναι προφανές ότι η παραπάνω απόκλιση έρχεται κυρίως ως αποτέλεσμα της βαθύτερης, από το αναμενόμενο, ύφεσης της ελληνικής οικονομίας που επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζει τις πραγματικές δυσκολίες για τη μείωση του ελλείμματος σε περιοχές του Προϋπολογισμού ή της Δημόσιας Διοίκησης όπου χρειάζονται μεγαλύτερες προσπάθειες, όπως π.χ. αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, δαπάνες σε νοσοκομεία, ΟΚΑ, αυτοδιοίκηση, ΔΕΚΟ".

Ναρκοθετώντας την ανάπτυξη (2)

Σημειώνει, σε άρθρο του στην "Ελευθεροτυπία" ο κ. Νίκος Βερναρδάκης (Χάνουμε την ευκαιρία της ΟΝΕ;

Το 1959, με μια λαμπρή τελετή στην Τράπεζα της Ελλάδος στην οποία παρευρέθη ο βασιλεύς Παύλος, η Ελλάδα σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής -της εξάρτησής της από την αμερικανική βοήθεια.

Σε λιγότερο από δύο χρόνια από εκείνη τη λαμπρή τελετή, η χώρα, συνυπογράφοντας τη συμφωνία σύνδεσης, εξέφρασε την επιθυμία της να δέσει τις τύχες της με έναν νεοσύστατο τότε συνασπισμό, την Κοινή Αγορά.

Μια εικοσαετία αργότερα, η επιθυμία της Ελλάδας ευοδώθηκε, ενώ στο μεταξύ η ΕΟΚ είχε πλέον δώσει θετικά δείγματα ως προς τη σταδιακή επίτευξη μιας οικονομικής και πολιτικής ένωσης, με την ανοχή των ΗΠΑ και παρά την παρεμπόδιση των σχεδίων της από την Αγγλία, μέσω της δημιουργίας της EFTA -που ναυάγησε.

Από τη στιγμή που η χώρα μας εκδήλωσε για πρώτη φορά την επιθυμία να συμπορευθεί με την Ευρώπη, και καθ' όλη τη διαδικασία μετάλλαξης αυτού του συνασπισμού ( Κοινή Αγορά, αλλεπάλληλες διευρύνσεις, Συνθήκη Maastricht, ΟΝΕ), η Ελλάδα δίνει την εντύπωση ότι ουδέποτε αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα των αλλαγών που πραγματοποιούνταν αλλά και ότι πιστεύει ακράδαντα ότι η ίδια δεν χρειάζεται να κοπιάσει εφόσον θα συμπαρασυρθεί προς τον κοινό στόχο από την προσπάθεια των υπολοίπων εταίρων.

Μόνο έτσι μπορούμε να δεχθούμε γιατί κατά τον μισό αιώνα που μεσολάβησε μεταξύ της αίτησης για ένταξη στην ΕΟΚ και σήμερα, έστω και καθυστερημένα καμία κυβέρνηση αλλά και καμία πολιτική παράταξη δεν διερωτήθηκε τι χρειαζόταν από άποψη παραγωγικής δομής ώστε η χώρα να είναι σε θέση να επωφεληθεί απ' αυτήν.

Ουδέποτε αναζητήθηκαν τα αίτια της μόνιμης αδυναμίας να αντιμετωπιστούν οι πρόσφατες προκλήσεις: απορρόφηση του πλεονάζοντος αγροτικού -εργατικού δυναμικού, αποβιομηχάνιση και ένταξη στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Ακούμε για προθέσεις για μετάβαση προς ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, αγνοώντας το γεγονός ότι οι πελατειακές σχέσεις όχι μόνο δεν συνάδουν με τη χάραξη στρατηγικής αλλά αναιρούν και το συγκριτικό πλεονέκτημα, την ύπαρξη του οποίου δεν σεβαστήκαμε, ούτε βέβαια αντιληφθήκαμε τη μετάλλαξή του διεθνώς σε απόλυτο. Επιπλέον, οι βαθμοί ελευθερίας που διαθέταμε προ δεκαετιών έχουν εξανεμισθεί.

Ετσι, καταλήξαμε να έχουμε μια οικονομία που αποτελείται από έναν ισχνό, έντονα επιδοτούμενο, με ημερομηνία λήξεως πρωτογενή τομέα, μια επίφαση βιομηχανικής παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων, έναν υπέρμετρα διογκωμένο μεταπρατικό τομέα, έναν ασυνήθιστα μεγάλο τομέα «διαχείρισης ακίνητης περιουσίας» (βλέπε ραντιέρηδες), ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο ανέκαθεν ευνοεί τον μεταπρατισμό εις βάρος της παραγωγής, κι έναν απίστευτα αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα.

Και όλα αυτά λειτουργούν μέσα σ' ένα πλαίσιο πελατειακών σχέσεων και αγορών που απέχουν σημαντικά από τον «ουτοπικό» πλήρη ανταγωνισμό, με λίγους και συχνά με έναν μόνο προμηθευτή, κατακερματισμένες, πολυεπίπεδες... Γενικά, μια οικονομία με ελάχιστη ζήτηση για γνώση και ελάχιστη δυνατότητα για βελτίωση της παραγωγικότητάς της. Κοντολογίς, μια οικονομία που θυμίζει πολύ περισσότερο οικονομίες της Μέσης Ανατολής παρά της Ευρώπης.

Με μια τέτοια οικονομία ενταχθήκαμε στην ΟΝΕ, χωρίς να πτοηθούμε από το γεγονός ότι αυτή δεν αποτελεί «άριστη νομισματική ζώνη», ούτε από το ότι, λόγω της ετερογενούς σύνθεσής της, υπόκειται σε φυγόκεντρες δυνάμεις, κυρίως σε δύσκολες συγκυρίες.

Για την Ελλάδα το δέλεαρ της συμμετοχής στην ΟΝΕ ήταν τεράστιο, εφ' όσον με μιας θα εξαφανιζόταν το αιώνιο πρόβλημα, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, της πενίας συναλλάγματος που συνεπάγεται η ασύμμετρη σχέση της παραγωγικής της δομής ως προς τη ζήτηση, ενώ ταυτόχρονα θα υπήρχε και επαρκής ρευστότητα.

Δυστυχώς, το μέγεθος του οφέλους ή της ζημιάς της κάθε χώρας-μέλους λόγω της συμμετοχής της στη νομισματική ένωση εξαρτάται από το βαθμό ολοκλήρωσης των αγορών των προϊόντων, δηλαδή την έκταση των συναλλαγών της εντασσόμενης χώρας και της νομισματικής περιοχής, καθώς και το βαθμό ολοκλήρωσης των αγορών συντελεστών παραγωγής, δηλαδή του βαθμού κινητικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου. Οσο περισσότερο απέχει μια χώρα-μέλος ως προς αυτούς τους παράγοντες από τον μέσο όρο της Ενωσης, τόσο περισσότερο μειώνονται τα οφέλη και αυξάνουν οι ζημιές, και τόσο περισσότερο η χώρα υποβάλλεται στις επιπτώσεις εξωγενών διαταραχών, όπως π.χ. σε μια εξωγενή ύφεση, και επίσης τόσο περισσότερο δέχεται αυτές τις επιπτώσεις ετεροχρονισμένα.

Το ποσοστό ως προς το ΑΕΠ των ελληνικών εξαγωγών προς την ευρωζώνη είναι το χαμηλότερο όλων των χωρών-μελών της, η αμοιβή της εργασίας θεωρείται από τις πιο δύσκαμπτες, και η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού είναι η προτελευταία στην ευρωζώνη, με τελευταία την Πορτογαλία.

Λογικά, θα έπρεπε μάλλον να μας είχε ανησυχήσει το γεγονός ότι η Ελλάδα ζητούσε να ενταχθεί σε ένα κλαμπ, στο οποίο ο στόχος του πρωταθλητού του, της Γερμανίας, ήταν διαμετρικά αντίθετος με αυτόν της Ελλάδας. Η Γερμανία είχε ως στόχο ένα ισχυρό ευρώ, ενώ η Ελλάδα το αντίθετο.

Επίσης, για να παραμείνουμε στην ΟΝΕ θα πρέπει η ανταγωνιστικότητά μας να είναι στο επίπεδο του μέσου όρου των υπολοίπων μελών της Ενωσης. Ομως η ανταγωνιστικότητά μας μεταξύ 1953 και 2001 ήταν τέτοια που προκάλεσε την υποτίμηση της δραχμής κατά 30 φορές την αρχική της αξία. Ξαφνικά από το 2001 και μετά περιμέναμε θαύματα;

Αν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε την τωρινή κρίση, θα μπορούμε να παραμείνουμε στην ΟΝΕ για τα επόμενα δύο-τρία χρόνια, εφόσον η ανταγωνιστικότητά μας θα μπορεί να αυξάνεται, δυστυχώς κυρίως λόγω μείωσης της απασχόλησης. Μετά, θα αρχίσουμε και πάλι να αποκλίνουμε από το μέσο όρο της ΟΝΕ. Εκτός αν αποκτήσουμε μια δυναμική παραγωγική δομή, άρα ένα κράτος που να διαθέτει βούληση να ξεπεράσει τις όποιες πελατειακές αγκυλώσεις και γνώση ώστε να χαράζει στρατηγική ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, και μια διοίκηση που να είναι σε θέση να την υλοποιεί.

Κάτω από ομαλές συνθήκες όλα αυτά που προαναφέρθηκαν θα απαιτούσαν δεκαετίες για να πραγματοποιηθούν, ίσως κάτι λιγότερο σε συνθήκες κρίσης".

Ναρκοθετώντας την ανάπτυξη

Σημειώνει, σε άρθρο της στην "Καθημερινή" η κ. Χριστίνα Κοψίνη:

" Ο John Phill και τα άλλα... κουφάρια
Ιστορίες αποβιομηχάνισης στην πάλαι ποτέ ραγδαίως αναπτυσσόμενη Θράκη, η οποία μετατράπηκε σε μια μεγάλη ΒΙΠΕ - φάντασμα

«Εξαρτάται από τη διαδρομή που θα επιλέξετε. Αν ακολουθήσετε την ένδειξη για Κεχρόκαμπο, μέσα από τα βουνά θα το βρείτε στα δεξιά, στην είσοδο του χωριού. Αν πάλι πάρετε τον δρόμο μέσα από την Ξάνθη, θα το συναντήσετε κοντά στον σταθμό στο τέλος του «χωριού». Χωριό;

H Σταυρούπολη είναι το μεγαλύτερο Νεστοχώρι και στο εργοστάσιο John Phill Hellas A. E., που μοιάζει σαν προστατευτικό τείχος στην είσοδό του, δούλεψε το μισό χωριό κάποτε. Στο καφενείο θυμούνται ότι «υπήρξε χρονιά που παρήγαγε έως και 500.000 μοκέτες. Τώρα το «Τζων Φιλ», εντυπωσιακό μέσα στην ερήμωσή του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα από τα πολλά βιομηχανικά κουφάρια της Θράκης. Σύμβολο μιας εποχής που πρόβαλλε τη Θράκη σαν Ελντοράντο κερδών από γενναιόδωρες επιδοτήσεις του Δημοσίου.

Σήμερα, το μόνο που θυμίζει κάτι από τα περασμένα μεγαλεία είναι η πράσινη δερματόδετη διευθυντική πολυθρόνα μπροστά από τη μεγάλη φωτογραφία του ιδιοκτήτη με υπουργούς της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή. Το ταπητουργείο της Σταυρούπουλης ήταν από τα πρώτα που εγκατέλειψαν την περιοχή και την παραγωγική διαδικασία, όταν τα ακριτικά κίνητρα που αφειδώς παρείχαν οι κυβερνήσεις δεν κρίθηκαν επαρκή για να το διασώσουν από τον διεθνή ανταγωνισμό. Αλλωστε, τα περισσότερα από τα βιομηχανικά κουφάρια της Ξανθης οικοδομήθηκαν μέχρι το 1980.

Τώρα η βιομηχανική Ζώνη της Ξάνθης θυμίζει έντονα περιοχές του Θριάσιου στην Αττική, καθώς βρίθει από φαντάσματα του παρελθόντος. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και στην Κομοτηνή και στην Αλεξανδρούπολη. Μόνο που στην Ξάνθη το τέλος της μεταποίησης είναι ορατό περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, γιατί συμπίπτει με την κρίση μεγάλων συνεταιριστικών μονάδων. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να χαθούν 2.000 θέσεις εργασίας τα τελευταία χρόνια, όπως εκτιμά ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών και Βιοτεχνιών Ξάνθης, κ. Β. Σκαρλάτος.

Η ξενάγηση στα κουφάρια της πόλης δύσκολη και κανείς -πλην του προέδρου του Εργατικού Κέντρου της πόλης κ. Αγ. Μπεμπεκίδη- δεν προσφέρεται. Το φασονάδικο ιματισμού του «Πασχαλίδη», στα δεξιά της Βιομηχανικής Περιοχής (ΒΙΠΕ) το καπνεργοστάσιο του «Μιχαηλίδη», που έκλεισε... μεταφερόμενο σε γειτονική χώρα, οι εγκαταστάσεις της «Κομοτέξ» που στεγάζει σήμερα την Αστυνομική Σχολή, η «Groupal» που σήμερα φυλάσσεται από ιδιωτική εταιρεία. Ερειπωμένα κτίρια παραγωγής ξηρών καρπών και συνεταιρισμοί μαμούθ που στήριζαν την εποχική απασχόληση και την εκλογική πελατεία των πολιτικών της περιοχής (όπως η ΣΕΒΑΘ). Βιοτεχνίες με κατεστραμμένες ακόμη και τις ταμπέλες της επωνυμίας και εργοστασιακοί χώροι με κουβέρτες και χράμια στο εσωτερικό τους να υποδηλώνουν την αλλαγή της χρήσης τους σε προσωρινό κατάλυμα μεταναστών.

Εικόνες της βιομηχανικής παρακμής στην Ξάνθη. Ο αντίκτυπος μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2005, πολύ πριν από την εκδήλωση της κρίσης, ο δευτερογενής τομέας απασχολούσε το 26,7% του ενεργού πληθυσμού και η μεταποίηση συμμετείχε στο συνολικό προϊόν του νομού κατά 44,7%. Και όσο προχωρούμε προς τα πάνω η εικόνα γίνεται ακόμη πιο σκοτεινή.

Οι χρηματικές επιχορηγήσεις που αναλώθηκαν σε τυχοδιωκτικά σχέδια άφησαν ανεξίτηλα τα αποτυπώματά τους στα εγκαταλελειμμένα κτίρια, που ιδιαίτερα στην περιοχή της Ροδόπης, όπου το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 27%, θυμίζουν πόλεις σε ερήμωση.

Kάποτε η ΒΙΠΕ Κομοτηνής ήταν η δεύτερη καλύτερα οργανωμένη βιομηχανική ζώνη μετά τη ΒΙΠΕ Σίνδου - Θεσσαλονίκης. Σήμερα, αν εξαιρέσεις ελάχιστες πρωτοπόρες επιχειρήσεις, μόνο το φουγάρο της ΔΕΗ υποδηλώνει από μακριά την ύπαρξη της Βιομηχανικής Ζώνης. Ενα στα τρία εργοστάσια έκλεισε...

Δημόσιο χρήμα στα χέρια καιροσκόπων

Από το 1982 μέχρι και το 1994 η Θράκη ενισχύθηκε με 7 αναπτυξιακούς νόμους, που προέβλεπαν ειδικές επιδοτήσεις και προνόμια για τις επιχειρήσεις. Η υψηλή ζώνη κινήτρων στην οποία εντάχθηκε η περιοχή, με δημόσιους πόρους που έφτασαν έως και το 65% - 80% της επένδυσης, άλλαξε την εικόνα της Θράκης, δημιούργησε χρήμα και εισόδημα στην περιοχή. Ομως, αυτή η μεταφορά πόρων από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έτσι ασυλλόγιστα όπως έγινε, επί δεκαετίες, σε επενδύσεις χαμηλής παραγωγικότητας και σε κλάδους παρωχημένης τεχνολογίας, δεν δημιούργησε τα ανταγωνιστικά αναχώματα για την οχύρωση των προϊόντων που με το 1/3 του κόστους, παράγονται πλέον στις βαλκανικές και στις ασιατικές αγορές. Και στη Ροδόπη, οι καιροσκόποι ήταν σε αφθονία, ο δε μηχανισμός των επιδοτήσεων προκλητικά γενναιόδωρος. Τα κίνητρα για τις ακριτικές περιοχές ήταν γενναιόδωρα. Δεν ετίθετο θέμα εντοπιότητας. Ο έλεγχος, ελλειμματικός. Το μειονοτικό έδιδε τη δυνατότητα σε τοπικούς παράγοντες να πιέζουν την κεντρική εξουσία για ελαστικά κριτήρια. Το «παραθυράκι», δηλαδή μια πρόσθετη επιδότηση για ένα επιπλέον 20% (πέραν της επιδότησης του 65%), από την περιφέρεια προβλεπόταν. Τι έμενε; Να αναλάβει κάποιος τον μηχανισμό των υπερτιμολογήσεων, που προσέθετε ακόμη ένα 7% - 10%, χωρίς τον συνυπολογισμό της τραπεζικής συμμετοχής. Στη συνέχεια έπρεπε να αναζητηθούν κεφάλαια για την ίδια συμμετοχή, να διασφαλιστούν οι δίαυλοι προς τους τραπεζικούς μηχανισμούς και τους αξιολογητές. Εκεί θα καθάριζαν οι πολιτικές διασυνδέσεις. Ομως, κομβικό σημείο παρέμενε ο έλεγχος της ίδιας συμμετοχής. Και γι’ αυτό υπήρχε λύση: η έγκριση ήταν εξασφαλισμένη εάν ο επενδυτής απεδείκνυε ότι είχε καταθέσει το ποσό τουλάχιστον για έξι μήνες σε τραπεζικό λογαριασμό. Σε πολλές περιπτώσεις αρκούσε η κατάθεση να έχει γίνει ένα μήνα πριν από την τελική έγκριση. Αλλοτε έπαιρναν την πρώτη δόση της επιδότησης, έκαναν τις παραγγελίες υλικών και εξαφανίζονταν... αφήνοντας ερείπια.

Επενδύσεις και ανεργία στην Ανατ. Μακεδονία

Από το 1983 και μετά, η περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας υπήρξε η πιο ευνοημένη περιφέρεια αναπτυξιακών κινήτρων. Σύμφωνα με μελέτη αξιολόγησης, που έγινε πρόσφατα από το υπουργείο Ανάπτυξης, από τη συνολική επιχορήγηση του προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ύψους άνω των 4,39 δισ. ευρώ, η επιχορήγηση προς την Ανατολική Μακεδονία - Θράκη προσέγγισε το 1 δισ. ευρώ.

Επομένως, στην περιοχή διοχετεύθηκε το 20% των δημοσίων πόρων που κατευθύνονταν για την ανάπτυξη όλων των περιφερειών της χώρας. Αλλά με δεδομένο ότι «στην τριακονταετή περίοδο 1982 - 2010, το ΑΕΠ της χώρας υπερδιπλασιάστηκε και το βιοτικό επίπεδο αυξήθηκε σημαντικά, το ερώτημα για το πόσο συνέβαλαν σ’ αυτό τα κίνητρα των αναπτυξιακών νόμων παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα», υπογραμμίζει ο γενικός γραμματέας Eπενδύσεων και Aνάπτυξης κ. Γ. Πετράκος στη μελέτη για την αξιολόγηση των αναπτυξιακών νόμων.

Ωστόσο, από τα στοιχεία που παραθέτει είναι σαφές ότι παρά τον πακτωλό των κονδυλίων την περίοδο 1981 - 2007, το ΑΕΠ στην Αν. Μακεδονία και Θράκη μειώθηκε από 6,78% το 1981 στο 4,55%, το 2007, ενώ και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε από το 88,66 στο 66,47.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στο παρελθόν οι πόροι κατανεμήθηκαν «με άλλα κριτήρια και όχι με το κριτήριο της περιφερειακής σύγκλισης, το οποίο υπήρξε και το βασικότερο κριτήριο των αναπτυξιακών νόμων και των κοινοτικών κανονισμών», καταλήγει η μελέτη.

Δεν είναι τυχαίο και ούτε εξηγείται μόνο με πληθυσμιακά κριτήρια ότι ένας στους τρεις ανέργους στο σύνολο της χώρας κατοικεί στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης.

Η συμπληρωματικότητα του αγροτικού εισοδήματος, καθώς και τα αποθέματα της όποιας αποταμίευσης, αποτρέπουν επί του παρόντος τις κοινωνικές εντάσεις.

Απέμειναν οι καλές

«Η ερώτηση εάν το αποτέλεσμα των αναπτυξιακών κινήτρων στην Ξάνθη είναι αντάξιο του κόστους «δηλητηριάζεται» από την αίσθηση που υπάρχει ότι εδώ σπαταλήθηκαν περισσότερα χρήματα από την απόδοση που είχαν οι επενδύσεις ή από όσα επέστρεψαν ως αποτέλεσμα για την ανάπτυξη της περιοχής», επισημαίνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών και Βιοτεχνιών της Ξάνθης, κ. Β. Σκαρλάτος".

Συναλλαγματικών διαθεσίμων συνέχεια

Δεδομένης της ιλλιγγιώδους αύξησης των συναλλαγματικών διαθεσίμων, είναι απολύτως κατανοητός ο προβληματισμός για την αστάθεια που προξενεί η κίνησή τους σε πολλές χώρες, ειδικά αναπτυσσόμενες. Εχουμε πολλές φορές αναφερθεί στα μέτρα που λαμβάνουν ορισμένες από αυτές τις χώρες προκειμένου να προστατευθούν από τις κερδοσκοπικές κινήσεις των εταιριών διαχείρησης αυτών των κεφαλαίων.

Σε πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ πρότεινε πρακτικές περιορισμού και ελέγχου των εν λόγω συναλλαγών. Οπως, όμως, διαβάζουμε στην "Καθημερινή":

" Aντιδράσεις στους όρους ΔΝΤ για ελέγχους εισροής κεφαλαίων

H πρόταση οικονομολόγων του ΔΝΤ για την επιβολή προϋποθέσεων στους ελέγχους εισροών κεφαλαίων από χώρες που θέλουν να προστατεύσουν το νόμισμά τους από απότομες διακυμάνσεις, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. «Είμαστε απολύτως αντίθετοι σε τέτοιας φύσεως “κώδικες συμπεριφοράς” που καθιερώνουν ή περιορίζουν μέτρα που είναι στη διάθεση των κυβερνήσεων για να αντιμετωπίσουν μεγάλη άνοδο στις εισροές κεφαλαίων», δήλωσε ο Πάμπλο Νογκουέιρα Μπατίστα, διευθυντής του ΔΝΤ για επτά χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας. Σε χθεσινή ανακοίνωση του ΔΝΤ αναφέρεται ότι η «πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου» υποστήριξε προτάσεις για αναχαίτιση των εισροών κεφαλαίου μόνο στην περίπτωση που το νόμισμα της χώρας δεν είναι υποτιμημένο, υπάρχουν αρκετά αποθέματα συναλλάγματος και όταν έχουν εξαντληθεί οι επιλογές της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Η Βραζιλία και άλλες γοργά αναπτυσσόμενες χώρες, από την Ινδονησία μέχρι τη Νότια Αφρική, έχουν προσπαθήσει να αναχαιτίσουν τις μεγάλες εισροές κεφαλαίων, που μειώνουν την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών τους, δημιουργούν υπεραξίες που κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε φούσκες και οδηγούν σε υπερθέρμανση της οικονομίας".


Πέραν των παραπάνω, τίθεται κι άλλο ένα σημαντικότατο θέμα: ένα μεγάλο μέρος των δολαρίων προέρχεται από την FED, δια μέσου του προγράμματος ενίσχυσης της ρευστότητας των τραπεζών (το περίφημο "quantitative easing", στο οποίο έχουμε εκτενώς αναφερθεί). Αρα, γεννάται αυτόματα ένα ερώτημα: πού κατευθύνονται τα χρήματα του Αμερικανού πολίτη; Στρέφονται όντως στην ενίσχυση της οικονομίας ή όχι; Επί του θέματος, διαβάζουμε στο Reuters:

" Στις ευρωπαϊκές τράπεζες τα υψηλότερα δάνεια της Fed

Reuters, AP

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έλαβαν ορισμένα από τα υψηλότερα δάνεια, τα οποία χορήγησε διεθνώς η Fed με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, σύμφωνα με τα δημοσιευθέντα στοιχεία 25.000 σελίδων. Κατόπιν δικαστικής εντολής η Fed αναγκάστηκε να δώσει στη δημοσιότητα τα στοιχεία αυτά, στα οποία καταγράφονται τράπεζες, όπως οι ευρωπαϊκές Dexia και Depfa μεταξύ πάμπολλων άλλων, που έλαβαν δισ. δολάρια στο πλαίσιο του μηχανισμού «discount window». Τα δύο συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μάλιστα, στις 29 Οκτωβρίου 2008, όταν εκτινάχθηκαν οι χορηγήσεις της Fed στα 111 δισ. δολάρια, έλαβαν σχεδόν το ήμισυ αυτών. Η βελγογαλλική Depfa δανείστηκε 26,5 δισ. δολ., ενώ η ιρλανδική Depfa και θυγατρική της Hypo Real Estate Holding δανείστηκε 24,6 δισ. δολ.

Αλλες τράπεζες, οι οποίες ωφελήθηκαν από τη Fed, ήταν μεταξύ άλλων και η αυστριακή Erste Group, η βρετανική Royal Βank of Scotland, η γερμανική Commerzbank και η γαλλική Societe Generale. Ωστόσο, πολλές από τις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες είναι απούσες από τις 25.000 σελίδες της Fed, αντιθέτως με άλλες μικρότερες. Ο λόγος είναι ότι προτίμησαν άλλα δανειοδοτικά προγράμματα επείγοντος χαρακτήρα της Fed. Μεταξύ αυτών των τραπεζών συγκαταλέγονται κολοσσοί, όπως η Citigroup και η Bank of America. Οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ, όπως και άλλες διεθνείς αντίστοιχου μεγέθους, προσέφυγαν σε τέτοιου είδους στήριξη μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers".


Στο ζήτημα αναφέρεται και ο κ. Νηλ Μπαρόφσκι (Neil M. Barofsky - γενικός επιθεωρητής του TARP από το 2008 έως και τον Μάρτιο του 2011) στην International Herald Tribune:

" Οι αμερικανικές τράπεζες σώθηκαν, αλλά μια νέα κρίση ελλοχεύει

Δυόμισι χρόνια πριν, το Κογκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε τη διάσωση των τραπεζών της χώρας. Η κυβέρνηση θεώρησε ότι η αποστολή εξετελέσθη. Την τελευταία μου ημέρα ως γενικός διευθυντής του προγράμματος στήριξης, μετά λύπης μου παραδέχομαι ότι διαφωνώ βαθιά. Το πρόγραμμα απέτυχε σε κάποιους από τους σημαντικότερους στόχους.

Παρ’ ότι αναμφισβήτητα η χώρα ωφελήθηκε αποφεύγοντας μια τήξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυτό δεν μπορεί να είναι το μοναδικό μέτρο επιτυχίας του πακέτου στήριξης των τραπεζών, TARP. Η νομοθεσία που δημιούργησε το TARP είχε πολύ ευρύτερους στόχους, μεταξύ των οποίων η προστασία της αξίας των κατοικιών και της ιδιοκτησίας. Οι στόχοι αυτοί δεν ήταν μόνο «γαρνιτούρα», όπως αφήνει τώρα να εννοηθεί το υπουργείο Οικονομικών. Αντιθέτως, ήταν κεντρικό σημείο του συμβιβασμού με τα απρόθυμα μέλη του Κογκρέσου. Τα οποία διαβεβαιώθηκαν ότι το TARP θα χρησιμοποιόταν για την αγορά στεγαστικών δανείων ύψους έως και 700 δισ. δολαρίων. Το υπουργείο Οικονομικών δεσμεύθηκε, μάλιστα, να τροποποιήσει αυτά τα δάνεια για να βοηθήσει τους ιδιοκτήτες. Ο σχετικός νόμος είναι σαφής ως προς αυτό.

Ωστόσο, ελάχιστα έπραξε για να τηρήσει τη δέσμευση. Το υπουργείο Οικονομικών πρόσφερε χρήματα στις τράπεζες χωρίς καμιά σθεναρή πολιτική ή προσπάθεια να προωθήσει την παράταση των δανείων. Δεν υπήρξαν όροι ούτε απαιτήσεις ούτε καν κίνητρα αύξησης του δανεισμού στους ιδιοκτήτες. Και παρά τις ισχυρές συστάσεις μας, ούτε καν αίτημα να λογοδοτούν οι τράπεζες για τους τρόπους χρήσης των κεφαλαίων του TARP. Μόλις πέρυσι τον Απρίλιο, ως απάντηση στις συστάσεις μας, το υπουργείο ζήτησε από τις τράπεζες να παράσχουν τέτοιες πληροφορίες, πολύ καιρό αφότου οι μεγαλύτερες εξ αυτών είχαν ήδη εξοφλήσει τα χρέη τους. Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που ο δανεισμός όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά συνέχισε να μειώνεται παρά την ανάκαμψη.

Στο μεταξύ, ο στόχος της παροχής βοήθειας στους ιδιοκτήτες κατοικιών μπήκε στο ψυγείο ώς τον Φεβρουάριο του 2009, όταν εξαγγέλθηκε το πρόγραμμα HAMP με την υπόσχεση της αρωγής προς 4 εκατομμύρια οικογένειες. Το πρόγραμμα εκείνο υπήρξε μια τεράστια αποτυχία, λόγω της βιασύνης να τεθεί σε ισχύ. Και σήμερα, οι κατασχέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται, με 8-13 εκατομμύρια αιτήσεις να προβλέπονται για όσο καιρό διαρκέσει.

Τέλος, παρασχέθηκαν διαβεβαιώσεις ότι η ρυθμιστική μεταρρύθμιση θα αντιμετώπιζε την απειλή προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την οποία αποτελούσαν οι μεγάλες τράπεζες που ουσιαστικά τελούσαν υπό την προστασία της κυβέρνησης, ανεξαρτήτως του πόση αμέλεια είχαν επιδείξει. Και αυτή η υπόσχεση φαίνεται πως δεν θα τηρηθεί. Οι μεγαλύτερες τράπεζες είναι 20% πιο μεγάλες απ’ όσο πριν και ελέγχουν μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας από ποτέ.

Το υπουργείο Οικονομικών προφανώς επέλεξε να αγνοήσει τις πραγματικές προσπάθειες μεταρρύθμισης. Σε τελική ανάλυση, οι μη τηρηθείσες δεσμεύσεις του ήταν εκείνες που μετέτρεψαν το TARP από σωτήρα του τραπεζικού συστήματος με σχετικώς μέτριο κόστος για τους φορολογουμένους σε κάτι ελάχιστα περισσότερο από «δώρο» για τα στελέχη της Γουόλ Στριτ. Η κακοδιαχείριση εκ μέρους του υπουργείου Οικονομικών και η περιφρόνηση των στόχων ίσως έβλαψαν τόσο την αξιοπιστία της κυβέρνησης, ώστε οι πολιτικοί του μέλλοντος να μη μπορέσουν να κάνουν τα απαραίτητα βήματα για τη σωτηρία του συστήματος σε μία επόμενη κρίση".

Επί του ιδίου θέματος, το άρθρο του κ. Ζαν Πιζανί-Φερί (Jean Pisani-Ferry):

"Η παγκόσμια μεταρρύθμιση του νομισματικού συστήματος

Η πορεία προς τη σύνοδο της G20 στη Σεούλ σημαδεύθηκε από αλυσιδωτές διαμάχες στο νομισματικό πεδίο, που έφεραν στο προσκήνιο την παγκόσμια νομισματική μεταρρύθμιση.

Αν και οι προθέσεις της Γαλλίας για τη μεταρρύθμιση του διεθνούς νομισματικού συστήματος αντιμετωπίστηκαν αρχικά με σκεπτικισμό, αίφνης η μεταρρύθμιση μοιάζει να είναι η σωστή προτεραιότητα στη σωστή χρονική στιγμή.

Η πρόκληση μόνο απλή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Το θέμα είναι δυσνόητο. Κανένας εκτός του ακαδημαϊκού χώρου δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για αυτό τα τελευταία 20 χρόνια. Λογικό είναι λοιπόν να μην υπάρχουν συνολικές προτάσεις στο τραπέζι.

Οι ΗΠΑ, για τις οποίες η παγκόσμια νομισματική μεταρρύθμιση είναι συνώνυμη με τον περιορισμό του ρόλου του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, εμφανίζονται απρόθυμες. Η Κίνα, που ξεκίνησε την ιδέα, είναι ικανοποιημένη από τη δυναμική που προσλαμβάνει η συζήτηση αυτή, στερείται όμως συγκεκριμένων ιδεών. Με δεδομένο ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της, δεν βλέπει τον λόγο να βιαστεί.

Ανάλογη άποψη έχουν και οι αναδυόμενες χώρες: Θέλουν την επίλυση των σημερινών τους προβλημάτων, αλλά δεν είναι έτοιμες να ξαναγράψουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Η Ιαπωνία είναι πρόθυμη, όμως οι απόψεις της περί της περιφερειακής νομισματικής συνεργασίας δεν συμβαδίζουν με της Κίνας. Οσο για την Ευρώπη, είναι περισσότερο από ποτέ απορροφημένη στη δική της εσωτερική κρίση.

Εντούτοις, η παγκόσμια νομισματική μεταρρύθμιση παραμένει ένας θεμιτός στόχος. Οπως το έθεσε κάποτε ο Βλαντιμίρ Λένιν, «ο πιο σίγουρος τρόπος να καταστραφεί το καπιταλιστικό σύστημα είναι να υποτιμηθεί το νόμισμά του». Αυτό ισχύει σήμερα για την παγκόσμια οικονομία.

Οταν οι κανόνες του παγκόσμιου νομισματικού παιχνιδιού είναι ασαφείς, ανεπαρκείς ή ξεπερασμένοι, οι χώρες δεν μπορούν να συμμορφωθούν με αυτούς και ορισμένες ίσως μάλιστα επιχειρήσουν να τους εκμεταλλευθούν προς όφελός τους. Αυτό υποσκάπτει τον ιστό των διεθνών οικονομικών σχέσεων.

Η ατζέντα της μεταρρύθμισης περιλαμβάνει τέσσερα κύρια προβλήματα. Το πρώτο είναι οι ισοτιμίες των νομισμάτων. Τα νομίσματα των αναπτυγμένων χωρών διαμόρφωναν τις μεταξύ τους ισοτιμίες εδώ και δεκαετίες, αυτό όμως ισχύει μόνο μερικώς για τις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες χώρες. Πολλές, ιδίως στην Ασία και τον Περσικό Κόλπο, συνδέονται ντε φάκτο με το δολάριο, άλλες με το ευρώ.

Συχνά όμως οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες οδηγούν σε υποτίμηση (όπως στην περίπτωση της Κίνας) ή υπερτίμηση (όπως συνέβη στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σε διαφορετικό πλαίσιο, σε αρκετές χώρες της ευρωζώνης σήμερα). Η συνύπαρξη των καθεστώτων σταθερών και ελεύθερα διαμορφωνόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι δύσκολη και αμήχανη, διότι η αστάθεια τείνει να επηρεάζει εκείνα τα νομίσματα της δεύτερης κατηγορίας (συχνά το ευρώ και πρόσφατα τα νομίσματα της Λατινικής Αμερικής).

Αρα το σύστημα έχει ανάγκη από μία ανακατάταξη. Επί του παρόντος το ρενμίμπι είναι η λυδία λίθος - όχι τόσο λόγω της διμερούς σχέσης της Κίνας με τις ΗΠΑ, αλλά επειδή άλλες αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες παρακολουθούν την ισοτιμία ρενμίμπι-δολαρίου για να διαμορφώσουν τη δική τους πολιτική. Η Κίνα γνωρίζει ότι η σημερινή κατάσταση δεν είναι βιώσιμη, παραμένει όμως απρόθυμη να κινηθεί επιθετικά και να επιτρέψει την ενίσχυση του ρενμίμπι.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι η επιβολή πειθαρχίας σε επίπεδο εθνικής πολιτικής, ώστε να προληφθεί ο πειρασμός για εξαγωγή του εγχώριου πληθωρισμού ή της ανεργίας. Στο πλαίσιο που έθετε ο χρυσός κανόνας, η πειθαρχία ήταν μία αυτόματη διαδικασία. Στο πλαίσιο των ελεύθερα διαμορφωνόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, δεν είναι.

Σύμφωνα με έναν άγραφο νόμο που έχει προκύψει με την πάροδο των ετών, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να ενεργούν κατά βούληση, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρούν τον πληθωρισμό σταθερό μεσοπρόθεσμα. Αυτός ο κανόνας διασφαλίζει έναν ελάχιστο βαθμό συνοχής και αποτρέπει τις υπερβολικές αντιδράσεις στις ισοτιμίες, είναι όμως ανεπαρκής σε αποπληθωριστικούς καιρούς.

Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ υποστηρίζει, εν μέρει δικαιολογημένα, ότι η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης που ακολουθεί είναι συμβατή με τη σταθερότητα των τιμών, ενώ η Ευρώπη και αρκετές αναδυόμενες χώρες την κατατάσσουν στην κατηγορία του «beggar-thy-neighbor», μίας πολιτικής δηλαδή που επιδιώκει οφέλη για μία χώρα σε βάρος άλλων. Το πρόβλημα όμως είναι ότι το σημερινό πλαίσιο δεν αποτελεί μέτρο για να κρίνει κανείς πότε μία εθνική πολιτική παύει να διέπεται από πνεύμα συνεργασίας.

Αρα έχουμε ανάγκη αυτό που κοινώς αποκαλείται «εποπτεία». Αυτός είναι ο ρόλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όμως η εντολή που έχει το ΔΝΤ είναι αυτή ακριβώς - η εποπτεία κι όχι η επιβολή. Αυτός είναι και ο ρόλος της ομάδας G20, όμως ούτε οι ΗΠΑ ούτε οι αναδυόμενες χώρες προτιμούν τα συστήματα επιβολής συλλογικών περιορισμών.

Το τρίτο πρόβλημα άπτεται της παγκόσμιας ρευστότητας. Οι ροές των κεφαλαίων είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες. Οι αναδυόμενες χώρες πλημμυρίζουν με εισρέοντα κεφάλαια την μία ημέρα και την επόμενη βρίσκονται αντιμέτωπες με απότομες και εξίσου αποσταθεροποιητικές εκροές κεφαλαίων.
Προκειμένου να αποτραπεί η ακραία ανατίμηση των νομισμάτων τους στην πρώτη περίπτωση και η υπερβολική τους υποχώρηση στη δεύτερη, οι αναδυόμενες χώρες έχουν συσσωρεύσει συναλλαγματικά αποθέματα, τα δύο τρίτα των οποίων είναι σε συνάλλαγμα.

Τα αποθέματα αυτά αντιστοιχούν σήμερα στο 15% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σε σύγκριση με 6% δέκα χρόνια πριν. Σε τελευταία ανάλυση, το αν αυτό οφείλεται σε αυτασφάλιση ή σε στόχευση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία: Χθες αυτή η μη παραγωγική αύξηση των αποθεμάτων αποτέλεσε έμμεση αιτία της κρίσης. Σήμερα υποσκάπτει τη ζήτηση.

Ο στόχος θα έπρεπε να είναι να καταστεί μη αναγκαία η αυτασφάλιση μέσα από την εγγύηση της πρόσβασης σε διεθνείς γραμμές πιστώσεων σε περίπτωση απότομων εκροών ιδιωτικών κεφαλαίων. Το ΔΝΤ άρχισε να εφαρμόζει αυτή τη γραμμή όταν δημιούργησε γραμμές πιστώσεων χωρίς τη συνήθη και ταπεινωτική πρακτική του Ταμείου να θέτει όρους. Ομως η καχυποψία γύρω από το ΔΝΤ παραμένει και οι περισσότερες χώρες, ιδίως στην Ασία, εξακολουθούν να προτιμούν τη δαπανηρή αυτασφάλιση έναντι μίας μορφής αμοιβαιοποίησης που θεωρείται ως αβέβαιη.

Το τέταρτο πρόβλημα είναι η συλλογική αποτίμηση των δεδομένων. Οπως είναι φυσικό, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες ανησυχούν για τον πληθωρισμό που δεν είναι σε θέση να ελέγξουν - τον εγχώριο πληθωρισμό. Αυτό όμως αγνοεί τον παγκόσμιο πληθωρισμό που τροφοδοτείται από την ανοδική τάση των εμπορευμάτων, ένα φαινόμενο που γίνεται όλο και πιο εμφανές.

Αυτό δεν αποτελούσε ζήτημα στο αποπληθωριστικό περιβάλλον της τελευταίας δεκαετίας, αποτελεί όμως σήμερα κι ίσως αυτό είναι που προκάλεσε την πρόταση του προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας κ. Ρόμπερτ Ζέλικ να ανακτήσει ο χρυσός τον ρόλο του. Η ιδέα είναι παράλογη - ο Τζον Μέιναρντ Κέινς πολλά χρόνια πριν αναφέρθηκε στον χρυσό σαν ένα «βάρβαρο λείψανο» - όμως το πρόβλημα της αποτίμησης της παγκόσμιας νομισματικής πολιτικής και της διασφάλισης της εναρμόνισής της με τις εξελίξεις στην παγκόσμια προσφορά είναι σίγουρα πραγματικό.

Ο Νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Μάντελ συνέκρινε κάποτε ένα νομισματικό καθεστώς με ένα πολιτικό Σύνταγμα, επειδή θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού. Η αναλογία είναι αρμόζουσα. Δυστυχώς όμως υπογραμμίζει πόσο φιλόδοξο και δύσκολο έργο είναι η μεταρρύθμιση της παγκόσμιας νομισματικής τάξης".

Συναλλαγματικά αποθέματα

Οπως διαβάζουμε στην "Ελευθεροτυπία":

"Στο ιλιγγιώδες 9,3 τρισ. δολ. τα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα

Ρεκόρ σημείωσαν τα αποθέματα κεντρικών τραπεζών του πλανήτη σε συνάλλαγμα στα τέλη του 2010.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα σημείωσαν άνοδο για έβδομο συνεχόμενο τρίμηνο στο διάστημα του Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2010, φτάνοντας τα 9,3 τρισ. δολάρια.

Εξ αυτών, τη μερίδα του λέοντος, δηλαδή ποσοστό 61,4% ή 5,12 τρισ. δολάρια, είχε το αμερικανικό νόμισμα. Το αντίστοιχο μερίδιο του ευρώ προσέγγισε το 26,3% και ήταν κατά 0,6% χαμηλότερο σε σχέση με το γ' τρίμηνο του 2010, ενώ το μερίδιο του γεν έφτασε το 3,8% και ήταν αντίστοιχα 0,2% υψηλότερο".


Βεβαίως, ένα σημαντικό μέρος των συναλλαγματικών διαθεσίμων κατέχει η Κίνα. Οπως διαβάζουμε στην "Καθημερινή":

" Άλμα των κινεζικών ξένων αποθεμάτων πάνω από τα 3 τρισ. δολ.

Πάνω από τα 3 τρισ. δολάρια διογκώθηκαν τα ξένα αποθεματικά της Κίνας, ωθούμενα από τους συναλλαγματικούς ελέγχους του Πεκίνου, για τους οποίους εκφράζουν παράπονα τόσο οι ΗΠΑ όσο και άλλα κράτη, υποστηρίζοντας ότι διαστρεβλώνουν το παγκόσμιο εμπόριο και εμποδίζουν την παγκόσμια ανάκαμψη.

Όντας τα μεγαλύτερα του κόσμου, και μάλιστα με διαφορά, τα ξένα αποθέματα της Κίνας αυξήθηκαν κατά 24,4% από πέρσι, αγγίζοντας τα 3.04 τρισ. δολάρια στο τέλος Μαρτίου 2011, όπως ανακοίνωσε σήμερα η κεντρική τράπεζα.

Η αύξηση αυτή οφείλεται στις μαζικές αγορές δολαρίων και άλλων ξένων νομισμάτων από το Πεκίνο, για να περιορίζει έτσι την άνοδο του γουάν καθώς εισρέουν στη χώρα μεγάλα εξαγωγικά έσοδα και επενδύσεις από το εξωτερικό.

Στην περίπτωση που το εμπόριο θα ήταν περισσότερο απελευθερωμένο, η εισροή αυτών των κεφαλαίων θα ωθούσε ανοδικά το γουάν και θα έκανε κινεζικά προϊόντα ακριβότερα στις παγκόσμιες αγορές".


Επί του θέματος, σημειώνει ο Economist:

" Tι μπορούν να αγοράσουν τα 3 τρισ. δολ. των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Kίνας

The Economist

Στα τέλη του 2010 τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Κίνας ανέρχονταν σε 2,85 τρισ. δολάρια, ενώ στα τέλη Μαρτίου τα νέα δεδομένα έφεραν τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα άνω των 3 τρισ. δολ. Κι αυτό συμβαίνει παρά το ότι το πρώτο τρίμηνο παρουσίασε ένα σπάνιο έλλειμμα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών της. Πάντως, θα πρέπει να αναφερθεί πως η κεντρική τράπεζα της Κίνας μπορεί να διαθέτει τεράστια κεφάλαια, αλλά όχι και αρκετή φαντασία. Εχει τοποθετήσει μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών της διαθέσιμων σε ανιαρά ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου και βασίζεται στο ότι θα λάβει τα δολάριά της πίσω. Ωστόσο, ανησυχεί πόσο θα αξίζουν αυτά τα δολάρια εάν οι ΗΠA περιπέσουν σε πληθωρισμό ή υποτίμηση.

Αρα τι άλλο θα μπορούσε να αγοράσει; Αντί του δολαρίου, θα μπορούσε να προτιμήσει το ευρώ και να αγοράσει συνολικά το δημόσιο χρέος της Ισπανίας, τη Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, λύνοντας άμεσα την κρίση στην Ευρωζώνη. Ακόμα και μετά από κάτι τέτοιο, τα μισά της συναλλαγματικά διαθέσιμα θα είναι άθικτα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να στραφεί σε μετοχές και να καταβροχθίσει μεμιάς την Apple, τη Microsoft, την ΙΒΜ και την Google με λιγότερα από 1 τρισ. δολάρια. Mία ακόμα επιλογή θα ήταν τα ακίνητα. Λόγου χάριν, η Κίνα θα μπορούσε να αποκτήσει ορισμένα εξαιρετικά οικοδομήματα στο Μανχάταν. Ή, μήπως, θα μπορούσε να αγοράσει ολόκληρο το Μανχάταν; Η φορολογητέα ακίνητη περιουσία του νησιού αξίζει μόλις 287 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την κυβέρνηση της Νέας Υόρκης.

Τέλος, θα μπορούσε να κατευθύνει τους φόρους της για την ενέργεια, αγοράζοντας το 88% των παγκοσμίων προμηθειών σε πετρέλαιο. Ολοι αυτοί οι επιπόλαιοι υπολογισμοί φανερώνουν την τεράστια κλίμακα των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Κίνας, αλλά παράλληλα και το πόσο δύσκολο είναι να τα τοποθετήσει σε διαφοροποιημένες επενδύσεις".

Και πάλι για την Εργασία

Σημειώνει, σε άρθρο του στους New York Times ο Paul Krugman:

"Ρευστοποιήστε τα πάντα για ακόμη πιο βαθιά ύφεση

«Ρευστοποιήστε την εργασία, ρευστοποιήστε τις μετοχές, ρευστοποιήστε τους αγρότες, ρευστοποιήστε την ακίνητη περιουσία». Αυτή ήταν, σύμφωνα με τον πρόεδρο Χέρμπερτ Χούβερ, η συμβουλή που του έδωσε ο υπουργός Οικονομικών Άντριου Μελόν, καθώς η Αμερική βούλιαζε στην Μεγάλη Ύφεση.

Για να είμαστε δίκαιοι, βέβαια, παραμένει αμφίβολο αν ο Μελόν είπε ακριβώς αυτά τα λόγια: διαθέτουμε μόνο την εκδοχή Χούβερ, που γράφτηκε πολλά χρόνια αργότερα. Ένα όμως είναι βέβαιο: ο «ρευστοποιητισμός» τύπου Μελόν αποτελεί πλέον το επίσημο δόγμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Προ δυο εβδομάδων, οι Ρεπουμπλικάνοι που εργάζονται στην Οικονομική Επιτροπή του Κογκρέσου δημοσίευσαν μια αναφορά με τίτλο «Λιγότερα Έξοδα, Λιγότερο Χρέος, Οικονομική Ανάπτυξη», όπου επιχειρηματολογούν υπέρ της περαιτέρω «σφαγής» στις κυβερνητικές δαπάνες και των απολύσεων, παρά την βαθιά ύφεση, υποστηρίζοντας ότι έτσι θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Εν μέρει, επικαλέστηκαν την…καλή νεράιδα της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης- την άποψη ότι η μείωση στις κρατικές δαπάνες θα οδηγήσει σε αύξηση της επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης, και άρα σε οικονομική επέκταση. Όμως ο βασικός πυλώνας του επιχειρήματος ήταν γνήσιος Μελόν.

Ιδού πώς εξηγεί η έκθεση το πώς οι απολύσεις θα δημιουργήσουν δουλειές: «Ένα μικρότερο κυβερνητικό εργατικό δυναμικό θα αυξήσει την διαθέσιμη προσφορά μορφωμένων και επιδέξιων εργαζομένων για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, μειώνοντας έτσι το εργατικό κόστος». Αφήνοντας κατά μέρος τους ευφημισμούς, αυτό που λένε είναι πως αυξάνοντας την ανεργία, ιδιαίτερα μεταξύ των «μορφωμένων, επιδέξιων εργαζομένων»- αν αναρωτιέστε, αναφέρεται κυρίως στους δασκάλους – μπορούμε να οδηγήσουμε σε περαιτέρω μείωση των μισθών, ενθαρρύνοντας έτσι τις προσλήψεις.

Προκύπτει αμέσως λογικό πρόβλημα: οι Ρεπουμπλικάνοι λένε ότι καταστρέφοντας θέσεις εργασίας μειώνεις τους μισθούς και αυτό δημιουργεί νέες θέσεις. Όμως αυτές οι νέες δουλειές που θα δημιουργηθούν δεν θα οδηγήσουν σε υψηλότερους μισθούς, που θα οδηγήσουν σε νέες απολύσεις, που θα οδηγήσουν… Τις ασπιρίνες μου!

Πέραν τούτου, γιατί οι χαμηλότεροι μισθοί θα οδηγήσουν σε αύξηση της απασχόλησης; Και εδώ υπάρχει πρόβλημα: επειδή οι εργαζόμενοι σε κάθε επιχείρηση ίσως μπορέσουν να σώσουν τις δουλειές τους αποδεχόμενοι περικοπή μισθών, πολλοί πιστεύουν πως είναι δυνατόν να αυξηθεί η συνολική απασχόληση, εάν κόψουμε όλους τους μισθούς. Όμως οι περικοπές μισθών στην General Motors, ας πούμε, συνέβαλαν στην διάσωση κάποιων θέσεων εργασίας επειδή έκαναν την GM πιο ανταγωνιστική σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις, το μισθολογικό κόστος των οποίων δεν μειώθηκε. Αν κοπούν όλοι οι μισθοί ταυτόχρονα, δεν προκύπτει συγκριτικό πλεονέκτημα για κανέναν.

Στην πράξη, οι «οριζόντιες» περικοπές δαπανών σχεδόν πάντα μειώνουν, αντί να αυξάνουν την απασχόληση. Γιατί; Διότι ενώ τα έσοδα θα μειωθούν, δεν θα συμβεί το ίδιο με τα χρέη όχι – οπότε μια γενική μείωση στους μισθούς θα επιβαρύνει το φορτίο του χρέους, που είναι το κύριο εμπόδιο για την ανάκαμψη. Κοντολογίς, ο «Μελονισμός» είναι εξίσου λανθασμένος σήμερα, όσο ήταν και πριν ογδόντα χρόνια.

Ο «ρευστοποιητισμός», βέβαια, δεν είναι το μόνο επιχείρημα που προωθούν οι Ρεπουμπλικάνοι. Επικαλούνται όπως είδαμε και την «νεράιδα της εμπιστοσύνης» - το δόγμα που αποκαλείται «επεκτατική λιτότητα» (“expansionary austerity”). Τελευταία ωστόσο, το δόγμα αυτό παραπατάει: ενώ πριν ένα χρόνο οι συντηρητικοί πανηγύριζαν για στατιστικές μελέτες που υποτίθεται πως απεδείκνυαν του λόγου το αληθές με συγκεκριμένα παραδείγματα, έκτοτε το δόγμα αυτό έχει απομυθοποιηθεί από προσεκτικούς ερευνητές, ιδίως στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Μην ξεχνάμε άλλωστε πως και στην Βρετανία, όπου η νέα κυβέρνηση εφήρμοσε τυφλά το δόγμα της «επεκτατικής λιτότητας», η οικονομία έχει «παγώσει» και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα της διετίας.

Ποιος ασχολείται όμως με τα διδάγματα της ιστορίας, αλλά και με τα γεγονότα πέραν του Ατλαντικού; Οι Ρεπουμπλικάνοι είναι οριστικά αφοσιωμένοι στο δόγμα που λέει πως πρέπει να καταστρέψουμε την απασχόληση για να την σώσουμε. Και οι Δημοκρατικοί αντιστέκονται ελάχιστα: ειδικά ο Λευκός Οίκος έχει πρακτικά παραδοθεί στον πόλεμο των ιδεών, αφού ούτε καν προσπαθεί να αντιταχθεί στις περικοπές δαπανών εν μέσω υψηλής ανεργίας.

Αυτή είναι η κατάσταση του πολιτικού διάλογου στην μεγαλύτερη χώρα του κόσμου: το ένα κόμμα έχει υιοθετήσει πλήρως οικονομικά λάθη ογδόντα χρόνων, ενώ το άλλο έχει χάσει κάθε διάθεση για μάχη. Και οι αμερικανικές οικογένειες θα πληρώσουν την «λυπητερή»

Εργασιακές συνθήκες

Οπως διαβάζουμε:

"Το τέλος της πλήρους απασχόλησης
Δραματικές αλλαγές στην αγορά εργασίας δείχνουν τα στοιχεία του ΣΕΠΕ

Η πλήρης ανατροπή των εργασιακών σχέσεων συντελείται στην ελληνική αγορά εργασίας. Μία στις δύο νέες προσλήψεις, εντός του 2011, αφορά ελαστικές μορφές απασχόλησης και κυρίως την εκ περιτροπής εργασία, ενώ πάνω από 10.000 συμβάσεις πλήρους απασχόλησης, μετατράπηκαν σε μερικής ή εκ περιτροπής εργασία, εντός του πρώτου διμήνου του έτους.

Οι δραματικές αλλαγές στην αγορά εργασίας απεικονίζονται στα στατιστικά στοιχεία του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ) για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2011.

Το διάστημα αυτό μειώθηκαν οι νέες προσλήψεις καθώς 10.32% λιγότερες επιχειρήσεις προχώρησαν στη σύναψη νέων συμβάσεων εργασίας.

Από τις νέες συμβάσεις εργασίας που πραγματοποιήθηκαν, οι πλήρους απασχόλησης είναι μειωμένες κατά 45,08% σε σχέση με αυτές του πρώτου διμήνου του 2010. Συγκεκριμένα 79.932 συμβάσεις πλήρους απασχόλησης το 2010 σε 43.900 το 2011.

Μειωμένες κατά 11,65% είναι και οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης από 27.857 το 2010 σε 24.611 το 2011.
Αντιθέτως κατακόρυφη αύξηση 21,82% παρουσιάζουν οι συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης με 6.783 το 2010 σε 8.263 το 2011.

Το ΣΕΠΕ σχολιάζοντας τα στοιχεία υπογραμμίζει ότι «οι ελαστικές μορφές εργασίας κυριαρχούν το 2011των νέων προσλήψεων πλήρους απασχόλησης σε αντίθεση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2010 που εκπροσωπούσαν το 46,2%».

Το άλλο στοιχείο που καταδεικνύει τις αλλαγές που συντελούνται στην αγορά εργασίας αφορά τις μετατροπές των υφιστάμενων συμβάσεων πλήρους απασχόλησης, σε μερική ή εκ περιτροπή εργασίας.

Οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης που μετατράπηκαν το πρώτο δίμηνο του έτους σε μερικής απασχόλησης είναι αυξημένες κατά 199,15%, σε σχέση με το 2010.

Ωστόσο και εδώ κυριαρχεί η εκ περιτροπή εργασία, καθώς οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης που μετατράπηκαν σε εκ περιτροπής αυξήθηκαν κατά 1.121,45%, όταν πρόκειται για μετατροπές συμβάσεων που είχαν τη σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου. Και κατά 2.725% όταν πρόκειται για μετατροπές που έγινα με μονομερή απόφαση του εργοδότη".

Γιατί αυξάνουν οι τιμές;

Οπως διαβάζουμε στο "Βήμα":

"Οι εννέα λόγοι της ακρίβειας και η ελληνική «Ομερτά»

Σε εννέα λόγους απέδωσε ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού κ. Δ. Κυριτσάκης, την επικρατούσα ακρίβεια στην αγορά, μιλώντας σε ειδική εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ σχετικά με τον ανταγωνισμό.

Κι όπως είπε χαρακτηριστικά «ακρίβεια, που όσο βαθαίνει η κρίση, τόσο περισσότερο θα δοκιμάζει τις αντοχές στα νοικοκυριά αυτού του τόπου».

Ειδικότερα ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού θεωρεί ότι η ακρίβεια οφείλεται στην:

- Έλλειψη ανταγωνιστικότητας της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων, όπως για παράδειγμα ο κατακερματισμός του γεωργικού τομέα και η έλλειψη ισχυρών και υγιών συνεταιριστικών οργανώσεων,

- Αδιαφάνεια τιμολόγησης των καταναλωτικών αγαθών (κυρίως τροφίμων), καθώς η τελική τιμή δεν είναι πάντα σαφής ή ευδιάκριτη λόγω των ποικίλων εκπτώσεων που χορηγούνται.

- Απουσία εύκολα προσβάσιμων διαδικτυακών υπηρεσιών σύγκρισης των λιανικών τιμών, λόγω χαμηλής απήχησης του ηλεκτρονικού εμπορίου.

- Εισαγωγή από το εξωτερικό της πλειονότητας των προϊόντων, επιβαρυμένα με υψηλά μεταφορικά κόστη, λόγω της σχεδόν ανυπαρξίας του τομέα παραγωγής στη χώρα μας,

- Υψηλοί συντελεστές της φορολογίας, σε συνδυασμό με ενδοομιλικές συναλλαγές (transfer pricing) από μέρους πολυεθνικών εταιριών, οι οποίες μεταφέρουν, με τεχνητό τρόπο, τα φορολογούμενα κέρδη τους σε άλλες χώρες,

- Κερδοσκοπία που ευνοήθηκε, και ευνοείται, από την εμπλοκή πληθώρας μεσαζόντων στην αλυσίδα διανομής και συνακόλουθων περιορισμών πρόσβασης σε πηγές εφοδιασμού, γεγονός που δυσχεραίνει τον ακριβή εντοπισμό και επιμερισμό ευθυνών στους παράγοντες που την προκαλούν,

- Έλλειψη, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνολικής προσέγγισης και εποπτείας αναφορικά με τα παράγωγα γεωργικών προϊόντων, γεγονός που συχνά επιτρέπει δυσανάλογες διακυμάνσεις στις τιμές και υπερβολική συγκέντρωση κερδοσκοπικών θέσεων,

- Συγκυριακές διεθνείς ανατιμήσεις πρώτων υλών, καθώς και

- Κατάλοιπα των προς τα πάνω στρογγυλοποιήσεων που προκάλεσε η είσοδος της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.).

Και γι αυτό τον λόγο η Επιτροπή, από το Δεκέμβριο του 2010, με δημόσια ανακοίνωση της, ζήτησε από τους φορείς της αγοράς στο πλαίσιο δημόσιας διαβούλευσης με θέμα «Η λιανική πώληση προϊόντων βασικής διατροφής και καθημερινής κατανάλωσης», να αποστείλουν τις απόψεις τους.

Επίσης στις προαναφερόμενες αιτίες των υψηλών τιμών, είπε ο κ.Κυριτσάκης προστίθενται και «οι κάθε είδους αντιανταγωνιστικές πρακτικές, κυρίως οι εναρμονισμένες πρακτικές ή ακόμα και οι, όπως προαναφέρθηκε, καρτελικού τύπου συμπράξεις.

Παραδοσιακοί επιχειρηματικοί «παράγοντες» της χώρας μας πολλές φορές διατηρούν, εκτός από επαγγελματικούς, και οικογενειακούς ή φιλικούς δεσμούς, γεγονός που δυσχεραίνει την προσπάθεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού και άλλων ελεγκτικών μηχανισμών, να αποκαλύψουν αντι-ανταγωνιστικές ή/και αθέμιτες πρακτικές
».

Κι έκανε λόγο για τον επικρατούντα «λόγο της σιωπής», τονίζοντας πως «στο βαθμό που κανείς δεν είναι πρόθυμος να μιλήσει, φοβούμενος τις «κοινωνικές» επιπτώσεις, καθώς και την απώλεια του οφέλους από την παρανομία, επικρατεί τελικά ο νόμος της σιωπής.

Ακυρώνεται, έτσι, στην πράξη, το πλέον αποτελεσματικό εργαλείο εξάρθρωσης των παράνομων συμπράξεων (καρτέλ) σύμφωνα με τα απτά δείγματα της ευρωπαϊκής και διεθνούς εμπειρίας, εκείνο, δηλαδή, του "Προγράμματος Επιείκειας".

Δυστυχώς, ο "Νόμος της Σιωπής", επικρατεί στη χώρα μας. Συναντάμε, παντού κλειστά στόματα. Όλοι φαίνεται να γνωρίζουν, κανείς όμως-τουλάχιστον μέχρι τώρα- δεν είναι πρόθυμος να συνεργαστεί. Αυτό θέλουμε και επιχειρούμε να αλλάξουμε. Θέλουμε τον πολίτη, τον επιχειρηματία, να μας εμπιστευτεί και αν το κάνει είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι και ο ίδιος θα διαπιστώσει το μέγεθος της ωφέλειας».

Για τον λόγο αυτό, επιχειρείται η στρατηγική αναμόρφωση του προγράμματος επιείκειας και ενίσχυση της αξιοπιστίας της Επιτροπής στη συνείδηση ιδίως των επιχειρήσεων".

Κόστος εργασίας

Οπως διαβάζουμε στο "Βήμα":

"Eurostat: 6,5% μειώθηκε το κόστος εργασίας στην Ελλάδα

Πρωταθλήτρια αναδείχτηκε η Ελλάδα στην περιστολή του κόστους εργασίας και πρώτη στην Ευρώπη στη μείωση των δαπανών που αφορούν τις αποδοχές των εργαζoμένων σε δημόσιο αλλά και ιδιωτικό τομέα υπολοποιώντας το πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας.

Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων της Eurostat, για το τέταρτο τρίμηνο του 2010 οι ειδικοί ευρωδείκτες δείχνουν ότι η μονάδα υπολογισμού του κόστους ανά ώρα εργασίας στην Ελλάδα υποχώρησε κατά -6,5% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 1,6% και στο σύνολο της ΕΕ των 27 κατά 2%.
Είναι προφανές ότι η χώρα καλύπτει με ταχείς ρυθμούς το έλλειμα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαικές χώρες.

Η επίδοση της χώρας μας είναι η πιο ανταγωνιστική, με την Ουγγαρία και την Ιρλανδία να ακολουθούν με -2,3% και -1,2% αντίστοιχα. Όλες οι άλλες χώρες μέλη της ΕΕ το ίδιο διάστημα είδαν το κόστος εργασίας τους να αυξάνεται.
Το κόστος που αφορά τις αποδοχές των εργαζομένων μειώθηκε στη χώρα μας κατά -5,5%, έναντι αύξησης 1,4% στην Ευρωζώνη και 2,1% στην ΕΕ των 27. Και πάλι, μόνο η Ουγγαρία και η Ιρλανδία μάς ακολούθησαν, με μικρότερες, όμως, μειώσεις.

Η μεγάλη βελτίωση σημειώθηκε στα μη μισθολογικά κόστη, όπου το τέταρτο τρίμηνο πέρυσι, επιτεύχθηκε μείωση κατά -10,2%, όταν σε Ευρωζώνη και ΕΕ των 27 σημειώθηκαν αυξήσεις 1,5% και 1,9%.

Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, πρωταθλήτρια αναδείχθηκε η Πολωνία, που περιέκοψε τα μη μισθολογικά κόστη κατά -11%, την ώρα που αύξησε τις αποδοχές κατά 4%.

Αντίστοιχα, η Δανία πέτυχε μειώσεις στο -8,2% με αυξήσεις αποδοχών 5,4%, σε μία βελτίωση του ανταγωνισμού πιο «φιλική» προς τον εργαζόμενο και τις καταναλωτικές δαπάνες που αυτός στηρίζει.

Σε επίπεδο κλάδων η Ελλάδα παρουσιάζει μειώσεις αποδοχών -5% στη βιομηχανία, -9,4% στις κατασκευές και -5,1% στο εμπόριο και τις υπηρεσίες, ενώ η μείωση του μη μισθολογικού κόστους είναι αντίστοιχα -8,9%, -13,6% και -10%. Ενδεικτικά, επισημαίνεται ότι η μηνιαία δαπάνη μισθοδοσίας των 15 μεγάλων ΔΕΚΟ μειώθηκε κατά -31%".

Σύνοψη δύο μηνών απουσίας αναρτήσεων

Απουσία αναρτήσεων επί περίπου δύο μήνες στο blog. Ζητώντας συγγνώμη, θα εστιάσω συνοπτικά στις κυριότερες οικονομικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο εν λόγω διάστημα.

- Αύξηση επιτοκίου (πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά 25 μονάδες βάσης, στο 1,25%.

- Αποτέλεσμα Συνόδου Κορυφής Ευρωπαϊκής Ενωσης: αναμείνατε εις το ακουστικό σας, μέχρι τον Ιούνιο.

- Αναθεώρηση ελλείμματος: στο 10,5% του ΑΕΠ.

- Αύξηση της απόδοσης των Ελληνικών ομολόγων.

- Σενάρια "αναδιάρθρωσης", για πολλοστή φορά.

- Υστέρηση εσόδων.

- Προσδοκίες για εκταμίευση 50 δις ευρώ.


Με όλα τα παραπάνω θα ασχοληθούμε εκτενέστατα σε επόμενες αναρτήσεις.