Το 1959, με μια λαμπρή τελετή στην Τράπεζα της Ελλάδος στην οποία παρευρέθη ο βασιλεύς Παύλος, η Ελλάδα σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής -της εξάρτησής της από την αμερικανική βοήθεια.
Σε λιγότερο από δύο χρόνια από εκείνη τη λαμπρή τελετή, η χώρα, συνυπογράφοντας τη συμφωνία σύνδεσης, εξέφρασε την επιθυμία της να δέσει τις τύχες της με έναν νεοσύστατο τότε συνασπισμό, την Κοινή Αγορά.
Μια εικοσαετία αργότερα, η επιθυμία της Ελλάδας ευοδώθηκε, ενώ στο μεταξύ η ΕΟΚ είχε πλέον δώσει θετικά δείγματα ως προς τη σταδιακή επίτευξη μιας οικονομικής και πολιτικής ένωσης, με την ανοχή των ΗΠΑ και παρά την παρεμπόδιση των σχεδίων της από την Αγγλία, μέσω της δημιουργίας της EFTA -που ναυάγησε.
Από τη στιγμή που η χώρα μας εκδήλωσε για πρώτη φορά την επιθυμία να συμπορευθεί με την Ευρώπη, και καθ' όλη τη διαδικασία μετάλλαξης αυτού του συνασπισμού ( Κοινή Αγορά, αλλεπάλληλες διευρύνσεις, Συνθήκη Maastricht, ΟΝΕ), η Ελλάδα δίνει την εντύπωση ότι ουδέποτε αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα των αλλαγών που πραγματοποιούνταν αλλά και ότι πιστεύει ακράδαντα ότι η ίδια δεν χρειάζεται να κοπιάσει εφόσον θα συμπαρασυρθεί προς τον κοινό στόχο από την προσπάθεια των υπολοίπων εταίρων.
Μόνο έτσι μπορούμε να δεχθούμε γιατί κατά τον μισό αιώνα που μεσολάβησε μεταξύ της αίτησης για ένταξη στην ΕΟΚ και σήμερα, έστω και καθυστερημένα καμία κυβέρνηση αλλά και καμία πολιτική παράταξη δεν διερωτήθηκε τι χρειαζόταν από άποψη παραγωγικής δομής ώστε η χώρα να είναι σε θέση να επωφεληθεί απ' αυτήν.
Ουδέποτε αναζητήθηκαν τα αίτια της μόνιμης αδυναμίας να αντιμετωπιστούν οι πρόσφατες προκλήσεις: απορρόφηση του πλεονάζοντος αγροτικού -εργατικού δυναμικού, αποβιομηχάνιση και ένταξη στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Ακούμε για προθέσεις για μετάβαση προς ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, αγνοώντας το γεγονός ότι οι πελατειακές σχέσεις όχι μόνο δεν συνάδουν με τη χάραξη στρατηγικής αλλά αναιρούν και το συγκριτικό πλεονέκτημα, την ύπαρξη του οποίου δεν σεβαστήκαμε, ούτε βέβαια αντιληφθήκαμε τη μετάλλαξή του διεθνώς σε απόλυτο. Επιπλέον, οι βαθμοί ελευθερίας που διαθέταμε προ δεκαετιών έχουν εξανεμισθεί.
Ετσι, καταλήξαμε να έχουμε μια οικονομία που αποτελείται από έναν ισχνό, έντονα επιδοτούμενο, με ημερομηνία λήξεως πρωτογενή τομέα, μια επίφαση βιομηχανικής παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων, έναν υπέρμετρα διογκωμένο μεταπρατικό τομέα, έναν ασυνήθιστα μεγάλο τομέα «διαχείρισης ακίνητης περιουσίας» (βλέπε ραντιέρηδες), ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο ανέκαθεν ευνοεί τον μεταπρατισμό εις βάρος της παραγωγής, κι έναν απίστευτα αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα.
Και όλα αυτά λειτουργούν μέσα σ' ένα πλαίσιο πελατειακών σχέσεων και αγορών που απέχουν σημαντικά από τον «ουτοπικό» πλήρη ανταγωνισμό, με λίγους και συχνά με έναν μόνο προμηθευτή, κατακερματισμένες, πολυεπίπεδες... Γενικά, μια οικονομία με ελάχιστη ζήτηση για γνώση και ελάχιστη δυνατότητα για βελτίωση της παραγωγικότητάς της. Κοντολογίς, μια οικονομία που θυμίζει πολύ περισσότερο οικονομίες της Μέσης Ανατολής παρά της Ευρώπης.
Με μια τέτοια οικονομία ενταχθήκαμε στην ΟΝΕ, χωρίς να πτοηθούμε από το γεγονός ότι αυτή δεν αποτελεί «άριστη νομισματική ζώνη», ούτε από το ότι, λόγω της ετερογενούς σύνθεσής της, υπόκειται σε φυγόκεντρες δυνάμεις, κυρίως σε δύσκολες συγκυρίες.
Για την Ελλάδα το δέλεαρ της συμμετοχής στην ΟΝΕ ήταν τεράστιο, εφ' όσον με μιας θα εξαφανιζόταν το αιώνιο πρόβλημα, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, της πενίας συναλλάγματος που συνεπάγεται η ασύμμετρη σχέση της παραγωγικής της δομής ως προς τη ζήτηση, ενώ ταυτόχρονα θα υπήρχε και επαρκής ρευστότητα.
Δυστυχώς, το μέγεθος του οφέλους ή της ζημιάς της κάθε χώρας-μέλους λόγω της συμμετοχής της στη νομισματική ένωση εξαρτάται από το βαθμό ολοκλήρωσης των αγορών των προϊόντων, δηλαδή την έκταση των συναλλαγών της εντασσόμενης χώρας και της νομισματικής περιοχής, καθώς και το βαθμό ολοκλήρωσης των αγορών συντελεστών παραγωγής, δηλαδή του βαθμού κινητικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου. Οσο περισσότερο απέχει μια χώρα-μέλος ως προς αυτούς τους παράγοντες από τον μέσο όρο της Ενωσης, τόσο περισσότερο μειώνονται τα οφέλη και αυξάνουν οι ζημιές, και τόσο περισσότερο η χώρα υποβάλλεται στις επιπτώσεις εξωγενών διαταραχών, όπως π.χ. σε μια εξωγενή ύφεση, και επίσης τόσο περισσότερο δέχεται αυτές τις επιπτώσεις ετεροχρονισμένα.
Το ποσοστό ως προς το ΑΕΠ των ελληνικών εξαγωγών προς την ευρωζώνη είναι το χαμηλότερο όλων των χωρών-μελών της, η αμοιβή της εργασίας θεωρείται από τις πιο δύσκαμπτες, και η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού είναι η προτελευταία στην ευρωζώνη, με τελευταία την Πορτογαλία.
Λογικά, θα έπρεπε μάλλον να μας είχε ανησυχήσει το γεγονός ότι η Ελλάδα ζητούσε να ενταχθεί σε ένα κλαμπ, στο οποίο ο στόχος του πρωταθλητού του, της Γερμανίας, ήταν διαμετρικά αντίθετος με αυτόν της Ελλάδας. Η Γερμανία είχε ως στόχο ένα ισχυρό ευρώ, ενώ η Ελλάδα το αντίθετο.
Επίσης, για να παραμείνουμε στην ΟΝΕ θα πρέπει η ανταγωνιστικότητά μας να είναι στο επίπεδο του μέσου όρου των υπολοίπων μελών της Ενωσης. Ομως η ανταγωνιστικότητά μας μεταξύ 1953 και 2001 ήταν τέτοια που προκάλεσε την υποτίμηση της δραχμής κατά 30 φορές την αρχική της αξία. Ξαφνικά από το 2001 και μετά περιμέναμε θαύματα;
Αν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε την τωρινή κρίση, θα μπορούμε να παραμείνουμε στην ΟΝΕ για τα επόμενα δύο-τρία χρόνια, εφόσον η ανταγωνιστικότητά μας θα μπορεί να αυξάνεται, δυστυχώς κυρίως λόγω μείωσης της απασχόλησης. Μετά, θα αρχίσουμε και πάλι να αποκλίνουμε από το μέσο όρο της ΟΝΕ. Εκτός αν αποκτήσουμε μια δυναμική παραγωγική δομή, άρα ένα κράτος που να διαθέτει βούληση να ξεπεράσει τις όποιες πελατειακές αγκυλώσεις και γνώση ώστε να χαράζει στρατηγική ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, και μια διοίκηση που να είναι σε θέση να την υλοποιεί.
Κάτω από ομαλές συνθήκες όλα αυτά που προαναφέρθηκαν θα απαιτούσαν δεκαετίες για να πραγματοποιηθούν, ίσως κάτι λιγότερο σε συνθήκες κρίσης".