Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Περί Δολαρίου

Διαβάζουμε στο Reuters (αναδημοσίευση στην "Καθημερινή"):

" Το αδύναμο δολάριο δεν ενοχλεί τις ΗΠΑ
Ενώ το αμερικανικό νόμισμα προσεγγίζει ιστορικό ναδίρ, η κυβέρνηση παραμένει σιωπηλή

Reuters

Επί σειράν ετών οι Αμερικανοί υπουργοί Οικονομικών διεκήρυτταν ότι η Αμερική είναι στρατευμένη στην πολιτική του ισχυρού δολαρίου. Ενόσω, όμως, το δολάριο υποχωρεί, προσεγγίζοντας ιστορικά επίπεδα ναδίρ, η κυβέρνηση Ομπάμα παραμένει αξιοπρόσεκτα σιωπηλή. Ο νυν υπουργός Οικονομικών, Τίμοθι Γκάιτνερ, χρησιμοποίησε τελευταία φορά τον όρο «σκληρό νόμισμα» τον Νοέμβριο. Εκτοτε, εάν ανατρέξει κανείς στα αρχεία των ειδήσεων και στις ομιλίες του, φαίνεται πως δεν είχε κάτι σημαντικό να προσθέσει επί τούτου.

Εν τω μεταξύ, τα χαμηλότατα επιτόκια, το πρόγραμμα αγοράς τίτλων της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), τα ογκώδη ελλείμματα και η πολιτική του Λευκού Οίκου για την απασχόληση -με αιχμή του δόρατος τις εξαγωγές- συνέβαλαν στην κάμψη του δολαρίου. Υπό τις εξελίξεις αυτές, αρκετοί επενδυτές και αναλυτές ειδικευμένοι στη χρηματαγορά σκέπτονται πως η Ουάσιγκτον με παθητικότητα αποδέχεται τη σταδιακή αποδυνάμωση του νομίσματος, ευελπιστώντας ότι αυτή θα κινητοποιήσει ανάκαμψη αρκετά ζωηρή, ώστε να αποκατασταθεί η πληγείσα οικονομία.

Η τάση

«Δεν υπάρχει προφανής απόδειξη αυτής της τάσης σε επίσημες δηλώσεις ή σε σχόλια σημαντικών αξιωματούχων, αλλά οι ΗΠΑ ντε φάκτο επιτρέπουν, εάν δεν επικουρούν, την πτώση του δολαρίου», τονίζει ο Αλεν Σινάι, ανώτατος διεθνής οικονομολόγος της DecisioEconomics στη Βοστώνη. «Το κομβικό σημείο της πτώσης αυτής έχει να κάνει με την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της Fed, η οποία ακολουθείται την τελευταία διετία και πλέον, και αντιπαραβάλλεται στη δημοσιονομική ή τη φορολογική πολιτική». Επιπλέον, όπως προσέθεσε ο κ. Σινάι, «οι αγορές δεν πρόκειται να επενδύσουν σε δολάρια όταν προσφέρεις μηδενικά επιτόκια και έχεις μια οικονομία που αναπτύσσεται με το ένα τρίτο του ρυθμού της Κίνας».

Βέβαια, ο κ. Γκάιτνερ σε δηλώσεις του το 2010 είχε απερίφραστα διαψεύσει ότι εφαρμόζει πολιτική υπέρ της εξασθένησης του δολαρίου. Απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους πέρυσι τον Νοέμβριο, μετά τη συνάντηση με τους ομολόγους του των κρατών μελών της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού, τόνισε τα εξής: «Δεν πρόκειται ποτέ να χρησιμοποιήσουμε το νόμισμά μας ως εργαλείο για να εξασφαλίσουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Θέλω μετά χαράς να σας διαβεβαιώσω ότι ένα ισχυρό δολάριο αποβαίνει προς το συμφέρον της χώρας μας». Ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι χρηματαγορές παρατηρούν πως το αμερικανικό νόμισμα υποχωρεί έναντι άλλων νομισμάτων, κάτι που είναι πιθανόν να συνεχιστεί. Αυτό εν μέρει συμβαίνει γιατί η τρέχουσα εμπορική πολιτική φαίνεται να το απαιτεί.

«Είναι κάτι το οποίο υπονοείται στην έκκληση της αμερικανικής κυβέρνησης για διπλασιασμό των εξαγωγών, ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί χωρίς το δολάριο σε πτώση», τονίζει ο Ντέιβιντ Γκίλμορ της FX Analytics. Σε μεγάλο βαθμό τα επιχειρήματα για την αποδυνάμωση του δολαρίου, το οποίο εφέτος έχει υποχωρήσει 6,2% έναντι ενός καλαθιού έξι μεγάλων νομισμάτων, φέρνουν ξανά τη συζήτηση στην πολιτική της Fed. Η συγκεκριμένη πολιτική προκαλεί επικρίσεις από τις νέες κινητήριες οικονομικές δυνάμεις στη Λατινική Αμερική και την Ασία, οι οποίες διατείνονται ότι η αμερικανική νομισματική πολιτική πυροδοτεί τον διεθνή πληθωρισμό και πλήττει τις προσπάθειες εξισορρόπησης της παγκόσμιας οικονομίας. «Υπάρχει στρατηγική από τις ΗΠΑ και άλλες προηγμένες χώρες να αυξήσουν τις εξαγωγές τους και να μειώσουν τα ελλείμματά τους εις βάρος των αναδυόμενων αγορών», είχε δηλώσει πέρυσι ο υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας Γκουίντο Μαντέγα. Επίσης, τα ζωηρά εταιρικά αποτελέσματα των τελευταίων εβδομάδων δεικνύουν πως το αδύναμο δολάριο βοήθησε τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ να πωλήσουν φάρμακα, χημικά και τρόφιμα στη διεθνή αγορά.

Επιπτώσεις

Πρώην οικονομολόγος του Λευκού Οίκου παρατηρεί πως δεν υπάρχει συγκροτημένη πρόθεση για αδύναμο δολάριο, αλλά το γεγονός πως τα επιτόκια είναι χαμηλά και η Ουάσιγκτον προωθεί επιθετικά μέτρα οικονομικής στήριξης έχει επίπτωση στην υποτίμηση του νομίσματος. Υπάρχουν, βέβαια, μεγάλοι κίνδυνοι σε αυτή την προσέγγιση. Πολλοί θεωρούν πως η αγορά κρατικών ομολόγων από τη Fed είναι ισοδύναμη με το να επιταχυνθούν τα μηχανήματα εκτύπωσης χαρτονομισμάτων, υποτιμώντας εν τοις πράγμασι το νόμισμα. «Οταν τυπώνεις χαρτονομίσματα, αυτόματα υποτιμάται το δολάριο και τροφοδοτείται δυνητικά ο πληθωρισμός», επισημαίνει ο Ρεπουμπλικανός Στιβ Στίβερς, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Είναι φυσικό κανείς από την κυβέρνηση Ομπάμα να μην παραδεχθεί επισήμως ότι ενστερνίζεται την πολιτική του αδύναμου δολαρίου. Πάντως, οι αναλυτές επισημαίνουν πως η πολιτική τού να αφεθεί το νόμισμα να εξασθενήσει δεν πρέπει να προκαλεί ανησυχία, εκτός εάν εξελιχθεί σε άτακτη υποχώρηση. «Συνιστά αναγκαίο μέρος της παγκόσμιας εξισορρόπησης και της εσωτερικής εξισορρόπησης, εάν οι ΗΠΑ έχουν συμφωνήσει ότι χρειάζεται να εξαρτώνται λιγότερο από τις καταναλωτικές δαπάνες, που χρηματοδοτούνται με δάνεια, και περισσότερο από τις εξαγωγές», τονίζει ο διακεκριμένος σχολιαστής της συναλλαγματικής πολιτικής, Φρεντ Μπέργκστεν, διευθυντής της δεξαμενής σκέψης PetersoInstitute. Από την πλευρά τους, οι μεγάλοι παίκτες στις αγορές προσβλέπουν σε συνεχιζόμενη κάμψη του δολαρίου. «Ελλείψει σοβαρών προβλημάτων σε άλλα σημεία της Γης, η οικονομία και η ιστορία υπαγορεύουν ότι η σημερινή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική των ΗΠΑ θα εξακολουθήσει να πιέζει το δολάριο», τονίζει εν κατακλείδι ο Μοχάμεντ ελ Εριάν, ιδρυτής του κορυφαίου οίκου διαχείρισης ομολόγων PIMCO.

Η επιρροή της συνεδρίασης της Fed

Στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 17 μηνών βρίσκεται το δολάριο έναντι του ευρώ, που την Πέμπτη έφτασε το 1,4882 δολάριο και πλέον φλερτάρει με το 1,50 δολάριο. Το αμερικανικό νόμισμα υποχωρεί σε χαμηλά τριών ετών και έναντι ενός καλαθιού έξι σημαντικών νομισμάτων, καθώς χάνει διαρκώς έδαφος στις τελευταίες οκτώ συνεδριάσεις. Από την Τετάρτη, μάλιστα, ο εν λόγω δείκτης έχει κάνει περαιτέρω «βουτιά» 0,7%, καταγράφοντας τα χαμηλότερα επίπεδα από το 2008. Ο λόγος της νέας αποδυνάμωσης του αμερικανικού νομίσματος ήταν η απόφαση της Fed να διατηρήσει τα επιτόκια στα σχεδόν μηδενικά επίπεδα στα οποία τα έχει περιορίσει από τα τέλη του 2008, αλλά και η δέσμευση του προέδρου της, Μπεν Μπερνάνκι, πως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα εξακολουθήσει να στηρίζει την αμερικανική οικονομία ακόμη και μετά τη λήξη του δεύτερου γύρου αγοράς ομολόγων, που εκπνέει τον Ιούνιο. Η Fed παραμένει, έτσι, προσηλωμένη στην αναπτυξιακή νομισματική πολιτική στην οποία κατέφυγε εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη προχωρήσει στην πρώτη αύξηση των επιτοκίων και παρόμοιες κινήσεις πραγματοποιούν ασιατικές κεντρικές τράπεζες ώστε να αναχαιτίσουν τον πληθωρισμό. Δέχεται, ως εκ τούτου, επικρίσεις από τα «γεράκια» της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ, που της προσάπτουν ότι αφήνει ανεξέλεγκτο τον πληθωρισμό, επιβαρύνοντας και τον ρυθμό της ανάπτυξης".


Μια παρατήρηση: Στο εν λόγω άρθρο διαβάζουμε πως «Οταν τυπώνεις χαρτονομίσματα, αυτόματα υποτιμάται το δολάριο και τροφοδοτείται δυνητικά ο πληθωρισμός». Πρόκειται για εμφανέστατο σφάλμα. Οταν η οικονομία βρίσκεται σε παγίδα ρευστότητας, η αύξηση της νομισματικής βάσης ΔΕΝ δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις.


Επί του ζητήματος, σημειώνει σε άρθρο του στο "Κέρδος" ο κ. Σαράντος Λέκκας:

"Η ποσοτική νομισματική χαλάρωση της Fed

Οπως είναι γνωστό η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ στο πλαίσιο της ποσοτικής νομισματικής χαλάρωσης από την άνοιξη του 2009 και επί έναν χρόνο μέχρι την έναρξη του καλοκαιριού 2010 είχε αγοράσει τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια αξίας 1,25 τρισ. δολ., τίτλους στεγαστικών δανείων αξίας 175 δισ. δολ. από τους κολοσσούς Fannie Mae και Freddie Mac και ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου αξίας 300 δισ. δολ. Συνολικά είχε αγοράσει τίτλους 1,7 τρισ. δολ.

Το δεύτερο πακέτο ποσοτικής χαλάρωσης εντοπίζεται στις αρχές Νοεμβρίου 2010 όταν εγκρίθηκε η αγορά κρατικών ομολόγων αξίας 600 δισ. δολ., η οποία θα γίνεται σταδιακά μέχρι το καλοκαίρι του 2011.

Ταυτόχρονα θα επανατοποθετηθούν τόκοι αξίας 300 δισ. δολ. που έχουν προκύψει από ανάλογες τοποθετήσεις του παρελθόντος. Δηλαδή, συνολικά θα αγοράσει μέσο-μακροπρόθεσμα ομόλογα διάρκειας 5-10 ετών, ύψους 900 δισ. δολ., με συχνότητα περίπου 100 δισ. δολ. τον μήνα.Σωρευτικά τα δύο πακέτα οδηγούν σε μία ποσοτική χαλάρωση της τάξεως των 2,6 τρισ. δολ.

Τεράστιο ποσό, όμως αναγκαίο κατά την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ για τη στήριξη της ασθενούσας αμερικανικής οικονομίας. Η ασθενική αναπτυξιακή δυναμική καθώς και η αύξηση της ανεργίας κοντά στα επίπεδα του 10% δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Για πολλούς τέτοια ποσοτική χαλάρωση, τέτοιο κόψιμο χρήματος, αποτελεί το απόλυτο πληθωριστικό υπόβαθρο. Πόσο δίκιο όμως έχουν;

Τα εγχειρίδια οικονομικής θεωρίας είναι ξεκάθαρα.
Τη νομισματική βάση μιας οικονομίας αποτελούν η νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα που διακρατά το μη τραπεζικό κοινό και τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών, δηλαδή αυτά που διατηρούν είτε στην κεντρική τράπεζα είτε στα ταμεία τους. Οταν μία κεντρική τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα από τις ιδιωτικές τράπεζες, εκείνο που στην ουσία συμβαίνει είναι να πιστώνονται οι λογαριασμοί που έχουν οι ιδιωτικές στην κεντρική τράπεζα.

Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα για την πραγματική οικονομία, αφού ήδη όπως είπαμε τα διαθέσιμα των τραπεζών αποτελούν τμήμα της νομισματικής βάσης.
Η πρακτική αυτή στην ουσία οδηγεί στην αύξηση της νομισματικής βάσης, δηλαδή στην αύξηση του πρωτογενούς χρήματος, το οποίο ελέγχει η κεντρική τράπεζα.

Για να υπάρξει αύξηση της προσφοράς χρήματος, δηλαδή για να υπάρξει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία πρέπει να δημιουργηθεί δευτερογενές ή τραπεζικό χρήμα. Αυτό δημιουργείται όταν οι τράπεζες από τα πλεονάζοντα διαθέσιμά τους χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Εάν αυτό δεν συμβεί τότε όσες ποσότητες χρήματος και εάν κόψει η κεντρική τράπεζα η προσφορά χρήματος δεν θα αυξηθεί.

To πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έχει δημιουργήσει προβλήματα στην πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην ζητούν δάνεια, ενώ από την άλλη η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών συνεχώς να υποβαθμίζεται από τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται κανονικά.

Στην ουσία μικρή ποσότητα κεφαλαίων μετουσιώνεται σε νέο δανεισμό, οπότε η προσφορά χρήματος δεν αυξάνεται με ρυθμούς που σχεδιάζουν οι τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας.

Το μεγαλύτερο τμήμα των κεφαλαίων τοποθετείται από τις τράπεζες ξανά σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου.Ετσι παρατηρείται το οξύμωρο η κεντρική διοίκηση των ΗΠΑ να δημιουργεί ελλείμματα και χρέη τα οποία διά μέσω των εμπορικών τραπεζών αγοράζει η κεντρική τράπεζα. Δηλαδή η κεντρική τράπεζα κόβει χρήμα, το οποίο εκ των πραγμάτων αγοράζει δημόσιο χρέος. Αποτέλεσμα, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να κατέχει σήμερα μετά την Κίνα το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της χώρας.

Στην κυριολεξία οι Αμερικάνοι δημιουργούν χρέη, τα οποία αγοράζουν και οι ίδιοι, οπότε εκ των πραγμάτων είναι αναγκασμένοι να κόβουν χρήμα το οποίο αντί να πηγαίνει στην πραγματική οικονομία αυξάνει το ενεργητικό της κεντρικής τράπεζας.
Πάντως, ακόμη και εάν όλο το χρήμα που κόβει η κεντρική τράπεζα πήγαινε στην πραγματική οικονομία το πληθωριστικό υπόβαθρο για να δημιουργηθεί προϋποθέτει συνθήκες πλήρους απασχόλησης.

Με ανεργία περί το 10%, η όποια αύξηση της προσφορά χρήματος δεν οδηγεί σε ισόποση αύξηση των τιμών.

Σύμφωνα με την ποσοτική θεωρία του χρήματος το γενικό επίπεδο τιμών αυξάνεται αναλογικά με την αύξηση της προσφοράς χρήματος. Δηλαδή εάν η προσφορά χρήματος αυξηθεί κατά 3,5%, τότε οι τιμές θα αυξηθούν σύντομα κατά 3,5% με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει ανεργία.

Εάν όμως υπάρχει μη αξιοποιήσιμο παραγωγικό δυναμικό, τότε ένα μέρος από την αύξηση της προσφοράς χρήματος θα κατευθυνθεί στην τόνωση της παραγωγής και όχι στην κατανάλωση".


Και πάλι θα εστιάσουμε στο κυριότερο θέμα: αυτό της κατεύθυνσης της επιπλέον ρευστότητας. Αυτό είναι που δημιουργεί το πρόβλημα και όχι η ίδια η ποσοτική χαλάρωση. Και όσο δεν λαμβάνονται μέτρα, οι συνέπειες του προβλήματος θα είναι σημαντικότατες.