"Τράπεζες σπόρων με το DNA της ελληνικής φύσης
Οσο κι αν φαντάζει κλισέ, το θέμα της παραγωγής κι εμπορίας ελληνικών σπόρων στη γεωργία παραμένει «πονεμένη ιστορία» για τους αγρότες, τους καταναλωτές και την ελληνική οικονομία. Οι αγρότες πληρώνουν κάθε χρόνο για σπόρους, αλλά παρά την ωραιότατη εμφάνιση του προϊόντος, όπως διαπιστώνουν μαζί με τους καταναλωτές, είτε σπέρνουν τομάτα είτε πεπόνι, τους βγαίνει... κολοκύθι.
Λαβωμένη βγαίνει κι η οικονομία μας, που ενδεχομένως θα μπορούσε ν' ακολουθήσει άλλη πορεία και εξαγωγική δραστηριότητα μειώνοντας το κόστος παραγωγής, βασιζόμενη στο επιστημονικό της δυναμικό που γνωρίζει τη βιοτεχνολογία, με γνώμονα τις ντόπιες ποικιλίες.
Γάγγραινα παραμένουν οι ανεξέλεγκτες εισαγωγές σπόρων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία και την οικονομία μας.
Με την κυριαρχία ιδιωτικών εταιρειών στον τομέα των σπόρων ο αγρότης καλείται κάθε χρόνο να ξαναπληρώσει για την αγορά υβριδίων. Δεν μπορεί να φτιάξει ο ίδιος σπόρο από τον καρπό της χρονιάς κι αυτή είναι μια πραγματικότητα διότι η ιλιγγιώδης απόδοση των υβριδίων σε καρπό, μετά την πρώτη χρονιά, σημειώνει κατακόρυφη πτώση ώς και 50%.
Απαξιωμένα ινστιτούτα
Τα αγροτικά ινστιτούτα, που υπάγονται στο Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής Ερευνας (ΕΘΙΑΓΕ), απαξιώθηκαν δραματικά στο πέρασμα του χρόνου, ιδίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90. Κι ενώ η Ελλάδα βρίσκεται υπό τη δαμόκλειο σπάθη της τρόικας, ουδείς ασχολήθηκε επί δεκαετίες σοβαρά με το κομμάτι της εμπορίας ντόπιων ποικιλιών, που θα μπορούσαν υπό τις κατάλληλες συνθήκες να συνεισφέρουν σημαντικά οφέλη στον αγροτικό πληθυσμό, τους καταναλωτές αλλά και σταθερό εισόδημα για ερευνητικούς σκοπούς στα ινστιτούτα.
Ελληνικοί σπόροι χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου ή δεν καταγράφτηκαν, ωστόσο ένας σημαντικός αριθμός διατηρήθηκε σε ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια. Μόνο που αυτός ο φυτικός πλούτος, από κάθε άποψη, ελέω και της κοινοτικής νομοθεσίας, παραμένει στην πράξη ανεκμετάλλευτος. Σήμερα, αμυδρό φως διαφαίνεται στον ορίζοντα, από πλευράς του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, αφού σχεδιάζεται μέσω των Κέντρων Ελέγχου Πιστοποίησης Πολλαπλασιαστικού Υλικού και Ελέγχου Λιπασμάτων (ΚΕΠΠΥΕΛ) οι φυτωριούχοι να μπορούν να ενημερώνονται για τις τοπικές ποικιλίες.
Οι νέες βελτιωμένες ποικιλίες αρχικά δημιουργήθηκαν από επιστημονικά κρατικά ιδρύματα, πρώτα απ' όλα για λόγους αποδοτικότητας της γεωργίας. Μεγάλες ξένες ιδιωτικές εταιρείες κι επιχειρηματικά συμφέροντα εκμεταλλεύτηκαν το ευνοϊκό νομικό πλαίσιο που επικράτησε διεθνώς μετά το 1960 και με το πολύ καλά οργανωμένο μάρκετινγκ κατόρθωσαν να εκτοπίσουν ακόμη και εγχώριες ποικιλίες, που θα μπορούσαν να σταθούν στην αγορά. Σήμερα, πάνω από 5.000 εταιρείες δραστηριοποιούνται στον τομέα των σπόρων, εκ των οποίων περίπου 800 στα κηπευτικά. Σε χώρες που η βιοτεχνολογία είναι πολύ αναπτυγμένη, η γεωργία είναι τεσσάρων εποχών, δηλαδή οι αγρότες σπέρνουν-θερίζουν τέσσερις φορές τον χρόνο.
Οι ντόπιες ποικιλίες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σημαντικούς οικονομικούς πόρους στους ερευνητικούς φορείς, να ξαναδώσουν αρώματα και γεύσεις, που χάσαμε από τα ελληνικά φρούτα και λαχανικά καθώς και άλλη ώθηση στην ελληνική γεωργία και μέσω των υβριδίων. Σε πείσμα των καιρών, βέβαια, υπάρχουν ντόπιες ποικιλίες, που είναι εμπορεύσιμες και σήμερα, όπως λ.χ. το φασολάκι μπαρμπούνι, η τσακώνικη μελιτζάνα κ.ά. ενώ περιορισμένος αριθμός τους πωλείται και μέσα από ιδιωτικά φυτώρια.
Η Τράπεζα Γενετικού Υλικού στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, που υπάγεται στο Κέντρο Γεωργικής Ερευνας Βόρειας Ελλάδας του ΕΘΙΑΓΕ, εδώ και χρόνια δέχεται καθημερινά τηλεφωνήματα από ανθρώπους που ζητούν σπόρους ντόπιων ποικιλιών. Αδυνατεί να τους εξυπηρετήσει, γιατί δεν επαρκούν οι σπόροι! Αφενός διότι οι σπόροι είναι λιγοστοί, αφετέρου διότι το κόστος πολλαπλασιασμού τους αδυνατεί να το καλύψει το ΕΘΙΑΓΕ, το οποίο μάλιστα στην παρούσα φάση επίκειται να συγχωνευτεί με άλλους οργανισμούς του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και δεν πουλά σπόρους.
Το 2006 ξεκίνησε ουσιαστική προσπάθεια καταγραφής και διατήρησης των ντόπιων ποικιλιών από την Τράπεζα Γενετικού Υλικού, η οποία διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Η πρωτοβουλία αποδείχτηκε εκ των υστέρων αποσπασματική, διότι δεν υπήρχε πρόβλεψη για το καθεστώς εμπορίας σπόρων. Ετσι, αντί οι ντόπιες ποικιλίες να είναι και αντικείμενο εμπορίας των ερευνητικών κέντρων, ώστε να πωλούνται σε επαγγελματίες αγρότες, φυτωριούχους, βιοκαλλιεργητές, καταναλωτές, κηπουρούς, μειώνοντας αυτομάτως και το κόστος λειτουργίας τους, χρησιμοποιούνται μόνο για λόγους πειραματικούς για εκπαιδευτικούς κι ερευνητικούς σκοπούς!
Ας μην αναρωτιόμαστε λοιπόν γιατί η ελληνική τομάτα έπαψε να θυμίζει τομάτα, ακόμη κι αν προέρχεται από χωριάτικο κήπο. Η ποσότητα εκτόπισε την ποιότητα: ένας αγρότης που με μια ντόπια, μη εμπορεύσιμη ποικιλία, μπορούσε να παράξει 100 κιλά καλαμπόκι, με μια άλλη με γενετικά βελτιωμένους σπόρους, δηλαδή μέσω βιοτεχνολογίας και των υβριδίων, μπορούσε να παράξει 400 κιλά!
Μόνο που το υβρίδιο, όταν χρησιμοποιείται σε εντατικοποιημένη καλλιέργεια, έχει τεράστιες ανάγκες σε λίπασμα και νερό. Καθεαυτό το φυτό, ώσπου να μεγαλώσει είναι πολύ πιο ευάλωτο σε ασθένειες. Με την εντατική καλλιέργεια το ίδιο κηπευτικό, συχνά, είναι εξωτερικά όμορφο και οι καρποί του παρουσιάζουν ομοιογένεια σε χρώμα και σχήμα αλλά υστερεί σε γεύση. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν ελληνικές παραδοσιακές ποικιλίες, που με μεταξύ τους διασταυρώσεις έχουν βελτιωθεί στα αγροτικά ινστιτούτα του ΕΘΙΑΓΕ, δίνοντας ένα εναλλακτικό μοντέλο διατροφής.
Τα τελευταία 30 χρόνια, επισημαίνει η πρόεδρος της Εταιρείας Γενετικής Βελτίωσης Φυτών, τακτική ερευνήτρια του ΕΘΙΑΓΕ, Καίτη Τράκα-Μαυρωνά, έχουν εκτοπιστεί από την καλλιέργεια και κινδυνεύουν με εξαφάνιση λόγω γενετικής διάβρωσης πολύ αξιόλογες εγχώριες ποικιλίες: τομάτας, αγγουριού, καρπουζιού, πεπονιού, μαρουλιού, σπανακιού, φασολιού, πράσου και άλλων λαχανοκομικών φυτών.
Στο πλαίσιο αυτό υπάγεται και η πρόσφατη απόφαση του υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, Γιάννη Κουτσούκου, με την οποία εναρμονίζεται η ελληνική με την κοινοτική νομοθεσία (2009/145). Η τωρινή απόφαση περιλαμβάνει ποικιλίες κηπευτικών, οσπρίων και φρούτων: κόκκινα κρεμμύδια, μπρόκολα, ραδίκια, αγγούρια, κολοκυθάκια, αγριοαγκινάρες, καρότα, ντομάτες, φασόλια, κουκιά, αρακά, τεύτλα, σπαράγγια, αγριοραδίκια, βολβούς, φραγκομαϊντανό, ραβέντι, καλαμπόκια σαλάτας και μη, σπανάκι, μελιτζάνες, μάραθο, μαύρο λαγόχορτο.
Ο κατάλογος αφορά εγχώριες ποικιλίες, που δεν έχουν δεχτεί οποιαδήποτε επιστημονική βελτίωση για την αποδοτικότητά τους ή την ανθεκτικότητά τους σε ζιζανιοκτόνα κι επανέρχονται στον τόπο καταγωγής τους ή σε περιοχές με παρόμοια γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά. Είχε προηγηθεί πριν από λίγα χρόνια κατάλογος για την προστασία ποικιλιών δημητριακών. Ουσιαστικά, ξεκινά η νομιμοποίηση μιας διαδικασίας, η οποία πιο πριν ήταν στον αέρα, αφού ο καθένας μπορούσε να διαθέτει σε οποιονδήποτε φίλο, συγγενή, γνωστό σπόρους, χωρίς όμως να υπάρχει έλεγχος.
«Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε ως χώρα να οργανώσουμε τη σποροπαραγωγή μας ώστε να προωθήσει ελληνικές ποικιλίες και να τους δώσει άλλη εικόνα πιο ελκυστική. Ακόμη και στη συσκευασία στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε τσουβάλια, αντί για φακελάκια σπόρων, όπως κάνουν οι Ιταλοί. Ενώ διαθέτουμε γενετικό υλικό, αξιόλογες εμπορικές ποικιλίες, που ανταποκρίνονται στις ανάγκες καταναλωτών που τις ζητούν, δεν έχουμε οργανώσει την εμπορία και τη διακίνηση των σπόρων μας, που χρειάζεται να είναι συσκευασμένοι, για να είμαστε και κατοχυρωμένοι, από άποψη ποιότητας. Δεν έχει το ΕΘΙΑΓΕ έσοδα από τις ποικιλίες, ενώ θα έπρεπε και θα μπορούσε να έχει. Ο,τι πιο πολύτιμο υπάρχει είναι το γενετικό μας υλικό αλλά δεν προχωρήσαμε στην αρμόζουσα γενετική αξιοποίηση», αναφέρει η Καίτη Τράκα-Μαυρωνά.
Για την ιστορία, μόνο για τα αμπέλια υπάρχουν περίπου 670 ποικιλίες που ευδοκιμούν στην Ελλάδα και διατηρούνται στο Ινστιτούτο Αμπέλου του ΕΘΙΑΓΕ στη Λυκόβρυση, ενώ άλλες 170 ποικιλίες αμπελιού φιλοξενούνται στο κτήμα Συγγρού στο Μαρούσι, όπως μας εξήγησε ο διευθυντής της Διεύθυνσης Εισροών Φυτικής Παραγωγής του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, Κωνσταντίνος Αγγελάκης. «Το Ινστιτούτο Ελέγχου Ποικιλιών Καλλιεργούμενων Φυτών στη Σίνδο Θεσσαλονίκης διαθέτει επίσημες συλλογές σπόρων από τις εμπορικές εγχώριες και ξένες ποικιλίες. Αλλες συλλογές σπόρων, κυρίως δενδρωδών, διατηρεί το ΕΘΙΑΓΕ στα Χανιά στο Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών και Ελαίας Χανίων. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση υλοποιείται προσπάθεια για καταγραφή όλων των ονομασιών των φυτών, όχι μόνο με λατινικούς όρους αλλά και με τα τοπικά τους ονόματα, κι ο κατάλογος συμπληρώνεται συνεχώς».
Σημαντικός αριθμός ποικιλιών έχει διασωθεί και λόγω του Ινστιτούτου Αμπέλου και Οπωροκηπευτικών Πύργου αλλά και του Ινστιτούτου Αμπέλου, Λαχανοκομίας και Ανθοκομίας Ηρακλείου. Αξιοπρόσεκτη προσπάθεια έχει καταβάλει και το Εργαστήριο Βελτίωσης Φυτών και Γεωργικού Πειραματισμού του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο θέμα της καταγραφής των ελληνικών ποικιλιών.
Οι συγκεκριμένες ποικιλίες που, προς το παρόν, προτείνονται για διάσωση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, δεν έχουν εμπορική αξία, αλλά διατροφική, πολιτισμική και βιοτεχνολογική. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι διασώζονται ποικιλίες περιοχών, που απειλούνται με γενετική διάβρωση, οι οποίες με το γενετικό φυτικό τους κεφάλαιο μπορούν να δώσουν περαιτέρω δυνατότητες στη γεωργία.
Σύμφωνα με πληροφορίες, σχεδιάζεται από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αγρότες που διαθέτουν ντόπιους σπόρους να παραδώσουν μια ικανή ποσότητα στα Κέντρα Ελέγχου Πιστοποίησης Πολλαπλασιαστικού Υλικού και Ελέγχου Λιπασμάτων (ΚΕΠΠΥΕΛ), που εδρεύουν κατά κανόνα σε πρωτεύουσες νομών και εποπτεύονται από τη Διεύθυνση Εισροών. Μέσω των ΚΕΠΠΥΕΛ οι αγρότες θα μπορούν να πηγαίνουν σπόρους τους και να διαπιστώνεται, αν πρόκειται για εγχώρια ποικιλία, η οποία δεν έχει δεχτεί περαιτέρω προσμίξεις, ώστε να καταγράφεται και να καταχωρίζεται. Σκοπός είναι να εξεταστούν τα χαρακτηριστικά της, να προστατευθούν από γενετική διάβρωση και να οργανωθεί σταδιακά η αναπαραγωγή των τοπικών ποικιλιών.
Οπως και να 'χει, με τη συγχώνευση οργανισμών του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, που είναι στα σκαριά, επείγει να υπάρξει πρόβλεψη και για το ζήτημα της διάθεσης ντόπιων σπόρων μέσω των κρατικών ινστιτούτων.
Γιατί εγκαταλείφθηκαν οι σπόροι
Παλαιότερα υπήρχε μια τεράστια γκάμα ντόπιων ποικιλιών που εγκαταλείφθηκαν για διάφορους λόγους, διότι:
* Ιδιωτικές εταιρείες έκαναν συστηματική προβολή των δικών τους σπόρων.
* Δεν υπήρξε ενδιαφέρον από την αγορά, αλλά μεσολάβησε κι ένα διάστημα που οι αγρότες προτιμούσαν ξένες ποικιλίες.
* Το προϊόν ήταν καθαρά τοπικό και όχι ανθεκτικό σε άλλες συνθήκες.
* Συνταξιοδοτήθηκαν αγρότες που κατείχαν γνώσεις και τοπικούς σπόρους.
* Η παραγωγή ντόπιων ποικιλιών κρίθηκε ασύμφορη από άποψη παραγωγής.
*Χάθηκε πολύτιμος χρόνος από τα ερευνητικά αγροτικά ινστιτούτα.
* Νέοι αγρότες εγκατέλειψαν το επάγγελμα ή προχώρησαν σε αναδιάρθρωση καλλιεργειών".