"Η ανηφορική πορεία της οικονομικής διακυβέρνησης
Η διαδρομή της «οικονομικής διακυβέρνησης» στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ διδακτική. Παρά το ότι, μέσα και λόγω της κρίσης, η ιδέα είναι πια αποδεκτή από όλους, το αποτέλεσμα είναι κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένο.
Αυτό δείχνει ανάγλυφα πόσο περίπλοκο είναι κάθε πολιτικό βήμα προς τα εμπρός στη σημερινή Ευρώπη των 27, αλλά και πόσο δύσκολα υλοποιήσιμα είναι ακόμα και τα «αποδεκτά από όλους».
Θυμίζω ότι η ανακοίνωση (γιατί η θέση σε λειτουργία άργησε ένα μήνα) για το «ευρωπαϊκό σχέδιο σταθερότητας» (10 Μαΐου 2010), συνοδεύτηκε εξαρχής (στις 12 Μαΐου η Επιτροπή έκανε τις ανακοινώσεις της) αφενός με ρητή αναφορά στην οικονομική διακυβέρνηση (τέτοια αναφορά πρωτοέγινε, πάντως, κατά την ανακοίνωση του «μηχανισμού βοήθειας» προς την Ελλάδα, στις 25 Μαρτίου 2010), αφετέρου με τρία συγκεκριμένα μέτρα-πλαίσια προς αυτή την κατεύθυνση: ενίσχυση, χωρίς μεταρρύθμιση, του Συμφώνου Σταθερότητας - αντιμετώπιση των διαφορών ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στις χώρες του ευρώ μέσω ρύθμισης παραμέτρων της «μακρο-οικονομικής ισορροπίας» - συγκρότηση ενός μόνιμου μηχανισμού για την επίλυση κρίσεων (ως διαδόχου ή σε αντικατάσταση του «Ταμείου των 750 δισ. ευρώ», που δημιουργήθηκε με το «ευρωπαϊκό σχέδιο σταθερότητας» και για το οποίο προβλέπεται τριετής διάρκεια).
Η πιο κρίσιμη από αυτές τις προγραμματικές εξαγγελίες, ειδικά για το ζήτημα της οικονομικής διακυβέρνησης, είναι η δεύτερη: έγινε κατ' επίκληση, για πρώτη φορά, του περίφημου νέου άρθρου 136 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που όχι μόνο επιτρέπει αλλά και προωθεί την από κοινού χάραξη, στα πλαίσια του Συμβουλίου, «προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής» της Ένωσης), αλλά και συνοδεύτηκε από αναφορές για «συντονισμό» στους τομείς της απασχόλησης, του κόστους εργασίας, της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας, του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς και από την κρίσιμη ιδέα διάθεσης των κοινοτικών πόρων «με βάση συγκεκριμένες ανάγκες» (το ερώτημα βέβαια είναι, ανάγκες τίνος: της καθεμιάς από τις οικονομίες των κρατών -μελών ή μιας «οικονομίας της Ένωσης»;).
Διαπίστωση της ανάγκης ουσιαστικότερου συντονισμού μέσα στην κρίση και εξαγγελία θεσμικών μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση είναι ένας συνδυασμός που θα μπορούσε να σημάνει, κανονικά, τη βεβαιότητα ότι η οικονομική διακυβέρνηση βρίσκεται προ των πυλών. Κανονικά -αλλά όλοι έχουμε πια εμπεδώσει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το αντίθετο της κανονικότητας.
Το πρώτο συγκεκριμένο μέτωπο στο οποίο τα πράγματα κινήθηκαν με πρωτοβουλία της Επιτροπής ήταν, όχι τυχαία, το μέτωπο των εθνικών προϋπολογισμών, μέσα από την πρόταση για υποχρεωτική προληπτική εξέταση του προϋπολογισμού κάθε χώρας μέλους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο Επίτροπος Όλι Ρεν έθεσε μάλιστα ως στιγμή έναρξης το 2011 (κάτι που αργότερα επιβεβαιώθηκε στο Εκοφίν της 8ης Ιουνίου), ενώ ο πάντα υποκύπτων στον πειρασμό των μεγάλων (αλλά συνήθως άδειων) φράσεων Πρόεδρος της Επιτροπής Μανουέλ Μπαρόζο ανήγγειλε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει νομισματική ένωση χωρίς οικονομική ένωση». Από πλευράς κρατών, πρώτες αντέδρασαν η Σουηδία (αρνητικά -ο Πρωθυπουργός Ραϊνφελντ, με σκανδιναβική αβρότητα, δήλωσε ότι θα πρέπει να τηρηθεί η αρχή ότι «η συζήτηση αφορά τις χώρες που παραβιάζουν τους κοινούς κανόνες») και η Γερμανία (θετικά -η Καγκελάριος Μέρκελ, με ρηνανική καλλιέπεια, έκανε λόγο για «ένα σημαντικό βήμα»).
Το πραγματικό, κατά τη γνώμη μου, πρόβλημα, τόσο με την πρόταση καθεαυτή όσο και με τον τρόπο που παρουσιάστηκε, ήταν ότι, παρά τον καταρχήν «ενοποιητικό» της χαρακτήρα, έγερνε υπερβολικά προς την πλευρά της πρόληψης ενός κακού (του δημοσιονομικού εκτροχιασμού ορισμένων κρατών μελών στα χνάρια της Ελλάδας) και του ελέγχου (των εθνικών προϋπολογισμών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους συνειρμούς περί εθνικής κυριαρχίας) και υποτιμούσε σημαντικά τον πολιτικό συντονισμό μεταξύ ίσων -ή τουλάχιστον μεταξύ εταίρων. Την εικόνα του «αναγκαστικού ελέγχου» ήρθε να ενισχύσει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο οποίος, με γαλατική ευελιξία, μίλησε στην αρχή για ανάγκη «ενδυνάμωση της επιτήρησης» (συνέντευξη στη Le Monde, 5 Μαΐου), κατόπιν για «αμοιβαία επιτήρηση» (Le Monde, 10 Μαΐου) και μετά για «δημοσιονομικό φεντεραλισμό» (αλλά πάντα όσον αφορά τον «έλεγχο» και την «επιτήρηση» - Le Monde, 31 Μαΐου).
Έτσι ιδωμένη -γιατί έτσι παρουσιασμένη- η πρόταση, εξελήφθη από αρκετούς ως ποινή ή ως εποπτεία και όχι ως βήμα διαμόρφωσης πολιτικής -και αυτός ο χαρακτήρας της εν γένει οικονομικής διακυβέρνησης διατηρήθηκε, παρά τη «διόρθωση» του Όλι Ρεν περί «εκ των προτέρων ενημέρωσης του Eurogroup», ώστε να μπορέσει να «παίξει έναν αποφασιστικό ρόλο στο νέο σύστημα συντονισμού».
Το δεύτερο μέτωπο που άνοιξε η Ευρώπη ήταν εναντίον των οίκων πιστοληπτικής ικανότητας. Η πρόταση εδώ ξεκίνησε από τη Γαλλίδα υπουργό, Κριστίν Λαγκάρντ (συνέντευξη στη Le Monde, 4 Μαΐου) και προήλθε από την εντελώς εύλογη παρατήρηση ότι πρέπει να θεσμοθετηθούν κανόνες, ώστε να μην επαναληφθούν φαινόμενα σαν της (παρολίγον μοιραίας) υποβάθμισης της Ελλάδας από τον οίκο Standard' s & Poors «15 λεπτά πριν κλείσουν οι αγορές». Άμεσα η Καγκελάριος Μέρκελ και ο αντιπρόεδρός της (και, πιο καθοριστικά, Πρόεδρος του κόμματος των Φιλελευθέρων) Γκίντο Βεστερβέλε υπερακόντισαν, θέτοντας στο τραπέζι τη «χρησιμότητα δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης». Η Επιτροπή πήρε αυτή τη φορά το ριμπάουντ, ανακοινώνοντας εποπτικό κανονιστικό πλαίσιο, που θα περιλαμβάνει και τα hedge funds. Στο Εκοφίν της 17ης Μαΐου, λήφθηκε (επί της αρχής) απόφαση για εκπόνηση Οδηγίας για αύξηση της εποπτείας σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης «εναλλακτικών επενδυτικών κεφαλαίων», παρά τις (εντελώς αναμενόμενες) αντιρρήσεις της Μεγάλης Βρετανίας.
Η τελική κατάληξη του θεσμικού εγχειρήματος επιτρέπει, ωστόσο, για μια ακόμα φορά, να χαρακτηρίσουμε μεσοβέζικη τη λύση που προκρίθηκε: στις 2 Ιουνίου, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2011, οι ευρωπαϊκές θυγατρικές των (αγγλοσαξονικών ως επί το πλείστον) οίκων αξιολόγησης θα τεθούν υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, η οποία θα έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να τις επιβλέπει, να τις ελέγχει και να τους επιβάλει ποινές, όποτε παραβαίνουν τους κανόνες. Αντί για μία πραγματική «ευρωπαϊκή αρχή αξιολόγησης» θα αποκτήσουμε έτσι μια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή των σημερινών οίκων αξιολόγησης. Αντί για πέταγμα του σαπισμένου μήλου (τις ίδιες ακριβώς μέρες η Αμερικανική Γερουσία αποκάλυπτε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το πώς οι οίκοι Moody' s και Standard' s & Poors, καθώς και η τράπεζα Goldman Sachs συμμετείχαν στο κερδοσκοπικό παιχνίδι το οποίο υποτίθεται ότι έλεγχαν), η Επιτροπή επέλεξε τη λύση του καθαρισμού και του ξαναφαγώματός του. Ακόμα κι έτσι, πάντως, η ρύθμιση για τους πιστοληπτικούς οίκους αφενός δείχνει αντίληψη της σημασίας αναμόρφωσης του ρυθμιστικού πλαισίου για τον (πολιτικό) αγώνα κατά ακραίων μορφών κερδοσκοπίας και αφετέρου αποτέλεσε προϊόν αρκετά προωθημένου συντονισμού κρατών μελών και κοινοτικών οργάνων.
Το ακριβώς αντίθετο -αλλά σε παράλληλο χρόνο- έγινε με μια άλλη ρυθμιστική πρωτοβουλία, εκείνη που είχε σχέση με τις λεγόμενες «ανοικτές πωλήσεις τίτλων» (naked short selling, δηλαδή πωλήσεις τίτλων κατά τις οποίες ο πωλητής όχι μόνο δεν τους διαθέτει αλλά ούτε καν τους δανείζεται -με υποχρέωση, πάντως, να τους προσκομίσει μέσα σε 10 ημέρες από την «πώληση»). Εδώ είχαμε μια εντελώς μονομερή γερμανική κίνηση άμεσης απαγόρευσης αυτού του είδους των συναλλαγών στη γερμανική αγορά (ισχύει από την 31η Μαΐου). Τολμηρό ασφαλώς βήμα προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης της κερδοσκοπίας και «συμμαζέματος» της αγοράς (το ότι την «χτύπησε» τόσο πολύ ο αγγλοσαξονικός οικονομικός Τύπος είναι καλό σημάδι), δημιούργησε ωστόσο θύελλα αντιδράσεων από τους εταίρους της Γερμανίας για τον αιφνιδιαστικό και απαξιωτικό προς κάθε έννοια συντονισμού και «διακυβέρνησης» τρόπο που προετοιμάστηκε και ανακοινώθηκε. Πρωτοπόρος και σε ιδέες και σε αλαζονεία, η Γερμανία δύσκολα μπορεί έτσι να διεκδικήσει ρόλο ατμομηχανής ενός κοινού ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Κι όμως συνεχίζει -και μπορούμε άνετα να στοιχηματίσουμε ότι θα συνεχίσει- να τον διεκδικεί. Γιατί και η επόμενη μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, η σύσταση και σύγκληση της «Ομάδας Δράσης» (πόσο πιο εντυπωσιακό ακούγεται το Task Force) υπό τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρόμπεϊ, σε γερμανικές βάσεις στηρίζεται. Ακριβέστερα στις 9 γερμανικές προτάσεις που παρουσίασε (την 21η Απριλίου, ελπίζω η ημερομηνία να επιλέχτηκε τυχαία) ο υπουργός Οικονομικών Σόϊμπλε. Περιλαμβάνονται τόσο «ειδικά» (για αντιμετώπιση αυτής της κρίσης και αποφυγή επανάληψής της) όσο και "γενικά" (σε πιο μακρο-οικονομική κατεύθυνση) μέτρα. Ανάμεσα στα πρώτα συγκρατώ τη θεσμοθέτηση (κατά προτίμηση μάλιστα με συνταγματικό τρόπο, κατά το πρότυπο της Γερμανίας) δεσμευτικού πλαφόν για τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της κάθε χώρας, την εισαγωγή μηχανισμού «ελεγχόμενης πτώχευσης» (με πιθανή κατάληξη την έξοδο μιας χώρας από το ευρώ και τη διακοπή των κοινοτικών επιδοτήσεων σε χώρες με υπερβολικό έλλειμμα (ορισμένων ή όλων των κατηγοριών επιδοτήσεων και με παράλληλη ή όχι απώλεια του δικαιώματος ψήφου της αμαρτωλής χώρας). Από τις γενικές προτάσεις ξεχωρίζουν η επιβολή ενός διεθνούς φόρου (τύπου Τόμπιν) επί των τραπεζικών συναλλαγών, η δημιουργία ευρωπαϊκού οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης (είδαμε την τύχη της) και ο «εναρμονισμός της πολιτικής εξόδου της Ευρώπης από την κρίση» -κατεξοχήν δείγμα βούλησης για οικονομική διακυβέρνηση, με ασαφές, ωστόσο, ακόμα, περιεχόμενο.
Εδώ η Γερμανία -πέρα από το γεγονός ότι οι προτάσεις της, όπως θα δούμε αμέσως, αποτέλεσαν αμέσως οδηγό της κοινής προσπάθειας- κινήθηκε, κατά τη γνώμη μου, μέσα στα όρια μιας «ηγέτιδας μεταξύ ίσων» και δεν περιέπεσε στο αμάρτημα της περιφρόνησης των κοινοτικών θεσμών. Αντίθετα, επιχείρησε να γεμίσει τους θεσμούς με ουσία (απορρέουσα φυσικά από τη δική της, πολύ ειδική, θεώρηση των πραγμάτων) και να συζητήσει με τους εταίρους της αυτή την ουσία. Το ότι -ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτού του τρόπου δράσης- κατάφερε να πάρει με το μέρος της (και, πράγμα κρισιμότερο, με το μέρος των προτάσεών της) τον ως τότε δύσπιστο -και πάντα όχι ιδιαίτερα δυναμικό, αλλά γι' αυτό δεν φταίει η Γερμανία- Πρόεδρο Βαν Ρόμπεϊ, είναι, νομίζω, περισσότερο φυσική συνέπεια παρά συνωμοσία σκοτεινών δυνάμεων.
Από τις προτάσεις της Γερμανίας, η «ομάδα Ρομπάι», αλλά και το Εκοφίν, αποδέχθηκαν ασμένως τον έλεγχο των προϋπολογισμών (ο Πρόεδρος της Γαλλίας Σαρκοζί, μάλιστα, είπε ότι σκέφτεται να ακολουθήσει και για τη χώρα του το δρόμο της συνταγματικής απαγόρευσης των ελλειμμάτων) και την αναστολή των χρηματοδοτήσεων (όμως, σε πρώτη φάση, μόνο από το Ταμείο Συνοχής και χωρίς απώλεια του δικαιώματος ψήφου). Οι πολιτικές προτάσεις είχαν λιγότερο καλή τύχη, αφού η πιο βασική και άμεση, η επιβολή του τραπεζικού φόρου απορρίφθηκε μετά πολλών επαίνων -το Εκοφίν της 8ης Ιουνίου, σε μια έξαρση δημιουργικής φαντασίας, παρέπεμψε την ιδέα στο G-2O… Περισσότερη τύχη -γιατί πιο τεχνοκρατικά ενδεδυμένη- φαίνεται ότι μπορεί να έχει η -σχετική αλλά σαφώς πιο αδύναμη- πρόταση που έκανε στις 26 Μαΐου ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Μισέλ Μπαρνιέ για τη δημιουργία ενός «Ταμείου Τραπεζικών Επιλύσεων» (Fonds de Resolution Bancaire), τη δημιουργία δηλαδή σε κάθε ευρωπαϊκή τράπεζα ενός αναγκαστικού αποθεματικού προς αποφυγήν περιπτώσεων πτώχευσης (ένα είδος «φορολογώ για να σώσω», που διαφέρει από συστήματα όπως του ελληνικού «Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας» εξαιτίας του ότι τα χρήματα «διάσωσης» δεν δίδονται από έξω, αλλά συλλέγονται από τις ίδιες τις τράπεζες).
Σε αυτό το σημείο βρίσκεται σήμερα η συζήτηση και οι πρωτοβουλίες. Θα ήταν άδικο να λέγαμε ότι η Ευρώπη έχει μείνει στα λόγια στο θέμα της οικονομικής διακυβέρνησης -έστω και αν ούτε ο βαθμός εξειδίκευσης ούτε η τόλμη των μέχρι στιγμής προτάσεων είναι (ή αναμένεται) ιδιαίτερα υψηλός. Θα ήταν επίσης άδικο αν ισχυριζόμασταν ότι η παραδοσιακά πιο δύσπιστη απέναντι στο όλο σχέδιο χώρα, που συμβαίνει αν είναι και η πιο ισχυρή στην Ένωση, έπαιξε μόνο αρνητικό ρόλο: αντίθετα, νομίζω ότι, αν η παρούσα ανάλυση είναι ορθή, φάνηκε ότι η Γερμανία, από τη στιγμή που κατάλαβε (όχι αμέσως) ότι δεν είναι ούτε δυνατό ούτε επιθυμητό (για την Ευρώπη, αλλά και για την ίδια) να πορευθεί μόνη της, υπέβαλε συγκεκριμένες προτάσεις και διεκδικεί, γερμανικώ τω τρόπω, συγκεκριμένες λύσεις -έστω και σε βάρος του συλλογικού παιχνιδιού.
Το βασικό πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι άλλο. Από τη σύλληψη ήδη του ευρωπαϊκού προβλήματος (που δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στην κρίση), αλλά και μέσα από την ως τώρα διαδρομή επίλυσής του, προκύπτει ότι η οικονομική διακυβέρνηση, για να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων αλλά και της καθυστέρησής της, θα έπρεπε να απαντά, ή έστω να αρχίσει να σκέπτεται πώς να απαντήσει, στα ακόλουθα, τουλάχιστον, ερωτήματα: πώς μια οικονομική ζώνη σαν της Ένωσης θα μπορέσει να συνδυάσει, στον άμεσο αλλά και στον μακρύτερο χρόνο (γιατί η σημερινή κρίση είναι βέβαιο πως θα αφήσει μόνιμο στίγμα), λιτότητα και θεσμικές αλλαγές; Πώς θα μπορέσουν να συνυπάρξουν -γιατί αλλιώς όχι η οικονομική διακυβέρνηση μόνο, αλλά και η Ενωμένη Ευρώπη θα πάψουν να έχουν νόημα- μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων παντού και ανάπτυξη σε όλη την οικονομική -και κοινωνική- ζώνη; Με τι τρόπο η Ένωση θα μπορέσει να πείσει τους οικονομολόγους (η λιγότερο σημαντική κατηγορία), τους πολίτες (η πιο σημαντική αλλά και η πιο απόμακρη) και τον ίδιο τον εαυτό της (ώστε να αποκτήσει αυτοπεποίθηση μέσα από τις δυσκολίες) ότι κατάλαβε πως μέσα από την περιπέτεια της Ελλάδας βγήκε στην επιφάνεια όλη η «ανακολουθία της Ευρωζώνης» (η έκφραση είναι του Michel Aglietta, Le Monde, 17 Μαΐου) και ότι παίρνει μέτρα για να μειώσει και, σταδιακά, να εξαλείψει αυτή τη δηλητηριώδη υστέρηση;
Οι μέχρι στιγμής ενέργειες και οι μέχρι στιγμής κατευθύνσεις δεν δείχνουν, φοβούμαι, ότι αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα λαμβάνονται όσο θα έπρεπε υπόψη. Γιατί, αν γινόταν αυτό, θα έπρεπε να γίνεται περισσότερος και πιο εστιασμένος λόγος για τον πολιτικό χαρακτήρα της οικονομικής διακυβέρνησης. Θα έπρεπε, δίπλα στον «συντονισμό» (που είδαμε ότι στην πραγματικότητα είναι περισσότερο έλεγχος) των προϋπολογισμών και τη «σύγκλιση» (που είδαμε ότι είναι μάλλον ανταλλαγή αοριστολογιών) των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, να τεθούν απαραίτητα στο τραπέζι η ενιαία φορολογική πολιτική, η κοινή διαχείριση αναπτυξιακών δομών και πολιτικών σε ενωσιακό επίπεδο (ιδίως στους τομείς αιχμής, όπως η γνώση, η έρευνα, η τεχνολογία, το περιβάλλον) και ένας πραγματικά ευρωπαϊκός προϋπολογισμός. Χρόνος, για λίγο ακόμα, υπάρχει. Αν δεν ανοίξουν πάντως αυτά τα θέματα -που αποτελούν, το ξέρω καλά, ισάριθμα και μακρόβια ευρωπαϊκά ταμπού- φοβούμαι ότι θα αναγκαστούμε να πούμε ότι και για την οικονομική διακυβέρνηση ισχύει αυτό που είπε για όλη την Ένωση ο καθηγητής Robert Skidelski (στη Ναυτεμπορική, 7 Ιουνίου 2010): δραματικές προκλήσεις, μέτριες λύσεις".