"Αμερικανικό Κονγκρέσο: Ο Γκρίνσπαν και η απορρύθμιση ευθύνονται για την κρίση
Ο πρώην πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Αλαν Γκρίνσπαν φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την χρηματοοικονομική κρίση του 2008, όχι μόνο επειδή δεν την απέτρεψε αλλά και επειδή εν πολλοίς την προκάλεσε! Αυτό είναι το πόρισμα της διακομματικής Επιτροπής του αμερικανικού Κογκρέσου που διερεύνησε τα αίτια της κρίσης. Η Επιτροπή επέρριψε επίσης ευθύνες στην αμερικανική κυβέρνηση (Μπους) και στις διοικήσεις των αμερικανικών τραπεζών, οι οποίες ενθάρρυναν την ανάληψη υπερβολικών επενδυτικών κινδύνων από τα στελέχη τους, και εν γένει στην «κουλτούρα της απορρύθμισης».
Πρόκειται για ένα πόρισμα τελείως διχαστικό, καθώς υπογράφεται μόνο από τους έξι Δημοκρατικούς βουλευτές της δεκαμελούς επιτροπής. Τα έξι αυτά μέλη θεώρησαν άλλωστε ότι η κρίση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Οι τέσσερις Ρεπουμπλικανοί που συμμετείχαν στην Επιτροπή θεώρησαν ότι η κρίση ήταν αναπόφευκτη. Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι το διχαστικό αυτό πόρισμα θα εγείρει προσκόμματα στην εφαρμογή του νόμου Τοντ-Φρανκ για την αναμόρφωση του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος στο πλαίσιο των προσπαθειών αποτροπής μιας ανάλογης κρίσης στο μέλλον.
Στην ουσία πρόκειται άλλωστε για δύο πορίσματα, αφού τρεις Ρεπουμπλικανοί, μέλη της Επιτροπής, (ο τέταρτος διατήρησε τις εντελώς προσωπικές του απόψεις επί του θέματος...) εξέδωσαν δικό τους πόρισμα το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε γενικές γραμμές... δεν έγινε και τίποτα! Τον Γκρίνσπαν τον «αδειάζουν», πάντως, και οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι στο πόρισμά τους απεφάνθησαν ότι, αν και δεν ευθύνεται για την κρίση, θα μπορούσε με τους κατάλληλους χειρισμούς να την αποτρέψει.
Εν πάση περιπτώσει, η δεκαμελής επιτροπή απεφάνθη κατά πλειοψηφία ότι η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου είχε μεγάλες δυνατότητες και απεριόριστες εξουσίες για να αποτρέψει την χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009 και αποφάσισε να μην κάνει χρήση αυτών των δυνατοτήτων και εξουσιών.
Αγγλόφωνα μέσα ενημέρωσης (οι αμερικανικές εφημερίδες Wall Street Journal και New York Times και επίσης ο βρετανικός όμιλος ΜΜΕ BBC και το επίσης βρετανικό πρακτορείο Reuters) σημειώνουν ότι η διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών της μεταρρύθμισης Δημοκρατικών και των αντιτιθεμένων σε κάθε αλλαγή του σημερινού status operandi του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού και χρηματοοικονομικού συστήματος Ρεπουμπλικανών αναδεικνύει τον βαθύτερο διχασμό της αμερικανικής κοινής γνώμης σε ό,τι αφορά τα αίτια της κρίσης και κυρίως στο τι μέλλει γενέσθαι στο μέλλον.
«Οι εξελίξεις στην Επιτροπή δείχνουν γιατί είναι πολύ δύσκολο να συμφωνήσει η αμερικανική πολιτική ηγεσία όχι μόνο σε μια ρύθμιση και έναν έλεγχο του χρηματοοικονομικού τομέα αλλά και στην ανάγκη να αναμορφωθεί το σύστημα υγείας της χώρας ή στην εξεύρεση μιας κοινώς αποδεκτής μεθόδου αντιμετώπισης του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας», σημειώνει χαρακτηριστικά το Reuters".
Ταυτόχρονα, όπως διαβάζουμε σε επόμενο άρθρο του "Βήματος":
"Moody's: Προειδοποιεί για υποβάθμιση και τις ΗΠΑ
Μετά τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και εν γένει τις πλέον «ευάλωτες» οικονομίες της Ευρώπης, στο στόχαστρο των οίκων αξιολόγησης και των διεθνών οργανισμών βρέθηκαν και οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία.
Η υπηρεσία επενδυτών του οίκου Moody’s εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία εφιστά την προσοχή στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης Ομπάμα «διότι ο χρόνος τελειώνει».
«Παρά το ότι δεν πρόκειται να ληφθεί προς το παρόν κάποια απόφαση σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα (των ΗΠΑ) το χρονικό περιθώριο για ανάλογες πιθανές αποφάσεις στο μέλλον φαίνεται ότι στενεύει ενώ αυξάνεται η πιθανότητα να χαρακτηριστεί αρνητική η προοπτική της οικονομίας μέσα στα δύο επόμενα χρόνια», αναφέρει η ανακοίνωση του Moody’s.
Η πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται «σταθερή», δηλαδή βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ της αξιολόγησής της ως «αρνητικής» ή «θετικής».
Την ίδια στιγμή ένας άλλος οίκος, η Standard & Poors προχώρησε σε πιο δραστικές αποφάσεις υποβαθμίζοντας κατά ένα επίπεδο (από ΑΑ σε ΑΑ-) την αξιολόγηση της Ιαπωνίας.
Κοινός τόπος των πιέσεων που δέχονται οι δύο ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου είναι η υπερδιόγκωση του χρέους τους.
Αυτό επισημαίνει σε έκθεση που δημοσιοποιήθηκε χθες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην οποία επισημαίνεται ότι «η πορεία εξυγίανσης των δημοσιονομικών των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας θα επιβραδυνθεί το 2011».
Αλλωστε σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν τις προηγούμενες ημέρες στη δημοσιότητα, το χρέος των ΗΠΑ έχει αγγίξει τα 9 τρισ. δολάρια.
Ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί στις ομοσπονδιακές αρχές το γεγονός ότι το ήμισυ του διαπραγματεύσιμου στις διεθνείς χρηματαγορές χρέος βρίσκεται σε χέρια και χαρτοφυλάκια ξένων επενδυτών.
Αλλωστε και το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ προβλέπεται να αγγίξει το 9,8% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταπολεμικά".
Επί του θέματος, γράφει ο Paul Krugman στους New York Times:
"Για την κρίση φταίνε οι ανεξέλεγκτες τράπεζες
H ομιλία του προέδρου Ομπάμα για την κατάσταση του έθνους ήταν βαρετή υπόθεση. Ομως η επίσημη αντίδραση των Ρεπουμπλικανών διά στόματος του βουλευτή Πολ Ράιαν ήταν στ΄ αλήθεια ενδιαφέρουσα- αλλά όχι με την καλή έννοια. Ο κ. Ράιαν προχώρησε σε μερικές εξαιρετικά αμφιλεγόμενες παρατηρήσεις για την απασχόληση, την περίθαλψη και άλλα πολλά. Ομως αυτό που τράβηξε την προσοχή μου, διαβάζοντας τις δηλώσεις του, ήταν όσα είπε για άλλες χώρες: «Δείτε τι συμβαίνει στην Ελλάδα, την Ιρλανδία,το Ηνωμενο Βασίλειο και άλλα ευρωπαϊκά έθνη.Δεν ενήργησαν έγκαιρακαι τώρα οι κυβερνήσεις τους είναι υποχρεωμένες να επιβάλουν οδυνηρά μέτρα λιτότητας, όπως μεγάλες περικοπές συντάξεων και αύξηση της φορολογίας για όλους».
Είναι μια καλή ιστορία: οι Ευρωπαίοι το παράκαναν με τα ελλείμματα και αυτό οδήγησε στην κρίση. Δυστυχώς, αν και αυτό ισχύει λίγο-πολύ για την Ελλάδα, δεν ισχύει καθόλου για την Ιρλανδία ή τη Βρετανία. Ο λόγος είναι ότι οι αμερικανοί συντηρητικοί έχουν εδώ και χρόνια διαμορφώσει τη δική τους φανταστική εικόνα για την Ευρώπη- σαν ένα μέρος οικονομικής στασιμότητας και κάκιστων υπηρεσιών υγείας, μια κοινωνία που καταρρέει υπό το βάρος της Μεγάλης Κυβέρνησης. Το γεγονός ότι η Ευρώπη ουδεμία σχέση έχει με όλα αυτά διόλου δεν τους αποθαρρύνει.
Ας δούμε τι πραγματικά συνέβη στην Ιρλανδία και τη Βρετανία. Προτού ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση, οι συντηρητικοί δεν είχαν παρά μόνον διθυράμβους να ξεστομίσουν για την Ιρλανδία- μια χώρα με χαμηλούς φόρους και χαμηλές δημόσιες δαπάνες σε σχέση με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας του συντηρητικού Ηeritage Foundation, η Ιρλανδία ξεπερνούσε κάθε άλλο δυτικό κράτος.
Το 2006 ο Τζορτζ Οσμπορν, ο σημερινός υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, χαρακτήρισε την Ιρλανδία «φωτεινό παράδειγμα της τέχνης του εφικτού, όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη οικονομική πολιτική». Και η αλήθεια είναι ότι το 2006-2007 η Ιρλανδία παρουσίασε δημοσιονομικό πλεόνασμα, αλλά και ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα χρέους στον ανεπτυγμένο κόσμο. Τι πήγε στραβά; Η απάντηση είναι, βέβαια, οι ανεξέλεγκτες τράπεζες: οι ιρλανδέζικες τράπεζες το παράκαναν στα χρόνια της ευημερίας, δημιουργώντας μια τεράστια φούσκα στην αγορά ακινήτων. Οταν η φούσκα έσκασε, τα έσοδα εξανεμίστηκαν, προκαλώντας έκρηξη στο έλλειμμα αλλά και στο δημόσιο χρέος, καθώς η κυβέρνηση κατέληξε να αναλάβει τα χρέη των τραπεζών. Ομως ακόμη και οι πιο σκληρές περικοπές δαπανών, ενώ οδήγησαν σε τρομερές απώλειες θέσεων εργασίας, δεν αποκατέστησαν την εμπιστοσύνη των αγορών.
Το δίδαγμα της ιρλανδικής κατάρρευσης, λοιπόν, είναι το αντίθετο από αυτό που θα ήθελε να πιστέψουμε ο κ. Ράιαν. Δεν είναι «περικόψτε τις δαπάνες άμεσα, αλλιώς άσχημα πράγματα θα σας συμβούν»: το «μάθημα» που πρέπει να πάρουμε είναι πως ακόμη και οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί δεν αρκούν για να σε προστατεύσουν από την κρίση, αν πρώτα δεν ελέγξεις αποτελεσματικά τις τράπεζες. Ακριβώς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε πρόσφατα και η δική μας Ανακριτική Επιτροπή για την Κρίση, που καταλήγει στο πόρισμά της ότι «30 χρόνια απορρύθμισης και αυτορρύθμισης» των τραπεζών συντέλεσαν στη δική μας οικονομική καταστροφή. Και η Βρετανία; Λοιπόν, σε αντίθεση με τους υπαινιγμούς του κ. Ράιαν, η Βρετανία δεν υποφέρει από κρίση χρέους. Είναι αλήθεια βέβαια πως ο Ντέιβιντ Κάμερον, που ανέλαβε την πρωθυπουργία τον περασμένο Μάιο, πραγματοποιεί μια απότομη στροφή προς τη λιτότητα. Αυτό όμως έγινε κατ΄ επιλογήν, όχι κατόπιν πίεσης από την αγορά.
Μια επιλογή που βέβαια σχετίζεται με την προσκόλληση της νέας βρετανικής κυβέρνησης στην ίδια θεωρία που χρησιμοποιούν και οι Ρεπουμπλικανοί για να αξιώσουν νέες περικοπές- την άποψη ότι η μείωση των δαπανών μιας οικονομίας σε ύφεση θα επιταχύνει την ανάπτυξη, αντί να τη βλάψει.
Ομως αυτή η θεωρία δεν τα πηγαίνει καλά. Η βρετανική οικονομία, που έδειχνε νωρίτερα να ανακάμπτει, επέστρεψε σε αρνητικό πρόσημο στο τέταρτο τρίμηνο του 2010. Εντάξει, έφταιξε και η σφοδρή κακοκαιρία, και δεν πρέπει να δίνει κανείς υπερβολικά μεγάλη προσοχή στα νούμερα ενός και μόνο τριμήνου: όμως το σίγουρο είναι πως η περιβόητη αύξηση στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη, που υποτίθεται πως θα εξισορροπούσε τις δραματικές παρενέργειες της περικοπής μισού εκατομμυρίου θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, δεν υλοποιήθηκε ως τώρα.
Ας επιστρέψουμε τώρα στον Πολ Ράιαν. Για άλλη μια φορά οι Ρεπουμπλικανοί χρησιμοποιούν τον μύθο της «αποτυχημένης» Ευρώπης για να πολεμήσουν την εφαρμογή προοδευτικών πολιτικών στην Αμερική. Καθώς όμως ο κ. Ράιαν εμφανίζεται σαν «διανοούμενος» του κόμματος, με ειδικές γνώσεις όσον αφορά τα χρέη και τα ελλείμματα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα- με την κακή έννοια του όρου- η αποκάλυψη ότι δεν ξέρει τι του γίνεται σε θέματα κρίσης χρέους".