Γράφει, σε άρθρο του στο "Κέρδος" ο κ. Σαράντος Λέκκας:
"Η ποσοτική νομισματική χαλάρωση της Fed
Οπως είναι γνωστό η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ στο πλαίσιο της ποσοτικής νομισματικής χαλάρωσης από την άνοιξη του 2009 και επί έναν χρόνο μέχρι την έναρξη του καλοκαιριού 2010 είχε αγοράσει τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια αξίας 1,25 τρισ. δολ., τίτλους στεγαστικών δανείων αξίας 175 δισ. δολ. από τους κολοσσούς Fannie Mae και Freddie Mac και ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου αξίας 300 δισ. δολ. Συνολικά είχε αγοράσει τίτλους 1,7 τρισ. δολ.
Το δεύτερο πακέτο ποσοτικής χαλάρωσης εντοπίζεται στις αρχές Νοεμβρίου 2010 όταν εγκρίθηκε η αγορά κρατικών ομολόγων αξίας 600 δισ. δολ., η οποία θα γίνεται σταδιακά μέχρι το καλοκαίρι του 2011.
Ταυτόχρονα θα επανατοποθετηθούν τόκοι αξίας 300 δισ. δολ. που έχουν προκύψει από ανάλογες τοποθετήσεις του παρελθόντος. Δηλαδή, συνολικά θα αγοράσει μέσο-μακροπρόθεσμα ομόλογα διάρκειας 5-10 ετών, ύψους 900 δισ. δολ., με συχνότητα περίπου 100 δισ. δολ. τον μήνα.
Σωρευτικά τα δύο πακέτα οδηγούν σε μία ποσοτική χαλάρωση της τάξεως των 2,6 τρισ. δολ.
Τεράστιο ποσό, όμως αναγκαίο κατά την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ για τη στήριξη της ασθενούσας αμερικανικής οικονομίας. Η ασθενική αναπτυξιακή δυναμική καθώς και η αύξηση της ανεργίας κοντά στα επίπεδα του 10% δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Για πολλούς τέτοια ποσοτική χαλάρωση, τέτοιο κόψιμο χρήματος, αποτελεί το απόλυτο πληθωριστικό υπόβαθρο.
Πόσο δίκιο όμως έχουν;
Τα εγχειρίδια οικονομικής θεωρίας είναι ξεκάθαρα.
Τη νομισματική βάση μιας οικονομίας αποτελούν η νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα που διακρατά το μη τραπεζικό κοινό και τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών, δηλαδή αυτά που διατηρούν είτε στην κεντρική τράπεζα είτε στα ταμεία τους. Οταν μία κεντρική τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα από τις ιδιωτικές τράπεζες, εκείνο που στην ουσία συμβαίνει είναι να πιστώνονται οι λογαριασμοί που έχουν οι ιδιωτικές στην κεντρική τράπεζα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα για την πραγματική οικονομία, αφού ήδη όπως είπαμε τα διαθέσιμα των τραπεζών αποτελούν τμήμα της νομισματικής βάσης.
Η πρακτική αυτή στην ουσία οδηγεί στην αύξηση της νομισματικής βάσης, δηλαδή στην αύξηση του πρωτογενούς χρήματος, το οποίο ελέγχει η κεντρική τράπεζα.
Για να υπάρξει αύξηση της προσφοράς χρήματος, δηλαδή για να υπάρξει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία πρέπει να δημιουργηθεί δευτερογενές ή τραπεζικό χρήμα.
Αυτό δημιουργείται όταν οι τράπεζες από τα πλεονάζοντα διαθέσιμά τους χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Εάν αυτό δεν συμβεί τότε όσες ποσότητες χρήματος και εάν κόψει η κεντρική τράπεζα η προσφορά χρήματος δεν θα αυξηθεί.
To πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έχει δημιουργήσει προβλήματα στην πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην ζητούν δάνεια, ενώ από την άλλη η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών συνεχώς να υποβαθμίζεται από τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται κανονικά.
Στην ουσία μικρή ποσότητα κεφαλαίων μετουσιώνεται σε νέο δανεισμό, οπότε η προσφορά χρήματος δεν αυξάνεται με ρυθμούς που σχεδιάζουν οι τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας. Το μεγαλύτερο τμήμα των κεφαλαίων τοποθετείται από τις τράπεζες ξανά σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου.
Ετσι παρατηρείται το οξύμωρο η κεντρική διοίκηση των ΗΠΑ να δημιουργεί ελλείμματα και χρέη τα οποία διά μέσω των εμπορικών τραπεζών αγοράζει η κεντρική τράπεζα. Δηλαδή η κεντρική τράπεζα κόβει χρήμα, το οποίο εκ των πραγμάτων αγοράζει δημόσιο χρέος. Αποτέλεσμα, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να κατέχει σήμερα μετά την Κίνα το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της χώρας.
Στην κυριολεξία οι Αμερικάνοι δημιουργούν χρέη, τα οποία αγοράζουν και οι ίδιοι, οπότε εκ των πραγμάτων είναι αναγκασμένοι να κόβουν χρήμα το οποίο αντί να πηγαίνει στην πραγματική οικονομία αυξάνει το ενεργητικό της κεντρικής τράπεζας.
Πάντως, ακόμη και εάν όλο το χρήμα που κόβει η κεντρική τράπεζα πήγαινε στην πραγματική οικονομία το πληθωριστικό υπόβαθρο για να δημιουργηθεί προϋποθέτει συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
Με ανεργία περί το 10%, η όποια αύξηση της προσφορά χρήματος δεν οδηγεί σε ισόποση αύξηση των τιμών. Σύμφωνα με την ποσοτική θεωρία του χρήματος το γενικό επίπεδο τιμών αυξάνεται αναλογικά με την αύξηση της προσφοράς χρήματος. Δηλαδή εάν η προσφορά χρήματος αυξηθεί κατά 3,5%, τότε οι τιμές θα αυξηθούν σύντομα κατά 3,5% με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει ανεργία.
Εάν όμως υπάρχει μη αξιοποιήσιμο παραγωγικό δυναμικό, τότε ένα μέρος από την αύξηση της προσφοράς χρήματος θα κατευθυνθεί στην τόνωση της παραγωγής και όχι στην κατανάλωση".