Μερικές φορές είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς να επαναλαμβάνεται... ιδίως όταν κι οι υπόλοιποι επαναλαμβάνονται.
Ο ΟΟΣΑ, ο οποίος μόλις γιόρτασε τα πεντηκοστά του γενέθλια, στις συστάσεις που απευθύνει στα κράτη-μέλη του επιμένει να συνηγορεί υπέρ των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αντλούν την έμπνευσή τους από ιδιαίτερα νεοφιλελεύθερες απόψεις. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται το γεγονός, ότι η βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση, που εξακολουθούμε να βιώνουμε, δεν συνέβαλε στη ριζική αναθεώρηση των κυριότερων αντιλήψεων στις οποίες στηρίζεται, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το δόγμα της λέσχης των πλούσιων χωρών.
Ηδη από την ίδρυση του οργανισμού, τον Δεκέμβριο του 1960, οι χώρες-μέλη του δήλωναν ότι συνεργάζονται για να «συνεχίσουν τις προσπάθειές τους που αποσκοπούν, αφενός στην κατάργηση των φραγμών, όχι μόνο στην ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών αλλά και στις τρέχουσες συναλλαγές, και αφετέρου, στη διατήρηση και στην επέκταση της απελευθέρωσης των κινήσεων των κεφαλαίων».
Στο «Σύνταγμα» της ελευθερίας των ανταλλαγών προστέθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1980 ένα πλήθος έργων (μελέτες, διαγνώσεις, συστάσεις) που ενορχήστρωσαν την εγκατάλειψη των κεϊνσιανών μακροοικονομικών πολιτικών προς όφελος των πολιτικών που ήταν προσανατολισμένες προς τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Σύμφωνα με τη νέα οπτική, τα σημαντικότερα στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η ευημερία (η οποία γίνεται πάντα αντιληπτή ως μεγέθυνση του ΑΕΠ) είναι η αύξηση του μεγέθους του εργατικού δυναμικού (το οποίο πρέπει να «ενθαρρύνεται» να εργαστεί), η βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου (εξ ου και η έμφαση που δίνεται στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση), η βελτίωση των τεχνολογιών (εξ ου και ο κομβικός ρόλος που αναγνωρίζεται στην καινοτομία) και η βελτίωση της οργάνωσης της εργασίας και του παραγωγικού συστήματος.
Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει ότι τα παραγγέλματα αυτά αποτελούν απλούστατα τη συμπύκνωση της κοινής λογικής: όσο βελτιώνονται τα συστατικά, τόσο θα βελτιώνεται και η ποιότητά τους... και αντίστοιχα καλύτερη (και μεγαλύτερη) θα είναι η «πίτα». Πράγματι, πρόκειται για την πεμπτουσία της κοινής λογικής. Ομως, από ένα σημείο και πέρα, η επανάσταση του οικονομικού δόγματος ξεπέρασε καταφανώς τα όρια της κοινής λογικής για να μετατραπεί, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Πολ Κρούγκμαν, «σε ένα σύνολο κούφιων ιδεών, οι οποίες έχουν την αξίωση να αποκαλούνται με την ονομασία "οικονομία της προσφοράς"»: αυτό συνέβη όταν επέβαλε την ιδέα ότι ο ανταγωνισμός σε όλους τους τομείς -στην αγορά εργασίας, στις χρηματαγορές (με ορισμένες καθυστερημένες εξαιρέσεις), στην αγορά των αγαθών και των υπηρεσιών- και ο ταυτόχρονος περιορισμός του ρόλου του κράτους στην παραγωγή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας θα είχαν ως αποτέλεσμα την καλύτερη κινητοποίηση όλων των παραγόντων στους οποίους στηρίζεται η προσφορά αγαθών.
Χωρίς αμφιβολία, αυτός ο προσανατολισμός έγινε περισσότερο εμφανής στον τομέα των πολιτικών για την απασχόληση. Από την πρώτη έκδοση της «Στρατηγικής του ΟΟΣΑ για την απασχόληση» το 1994, οι συστάσεις δεν έχουν διόλου αλλάξει. Υποστηρίζει ότι οτιδήποτε ενδέχεται να στρέψει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας προς τον τέλειο ανταγωνισμό θα μας φέρει και κοντύτερα προς την πλήρη απασχόληση. Ετσι, οι πολιτικές που αποσκοπούν στο ξήλωμα των θεσμών που προστατεύουν τους μισθωτούς αποκλήθηκαν «διαρθρωτικές πολιτικές της αγοράς εργασίας».
Στο «Economic Survey» για τη ζώνη του ευρώ που έδωσε στη δημοσιότητα τον Δεκέμβριο του 2010, ο ΟΟΣΑ δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι έχουμε υποστεί μια βαθύτατη ύφεση και ότι ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην εξάπλωσή της υπήρξε η «μείωση της ιδιωτικής ζήτησης». Ομως, απ' ό,τι φαίνεται, αυτό το επεισόδιο στο οποίο τα κράτη απάντησαν με την τόνωση της συνολικής ζήτησης, έχει τελειώσει οριστικά. Επικρατεί η αντίληψη ότι πρέπει να επιστρέψουμε στους πυλώνες της οικονομικής ορθοδοξίας του παρελθόντος, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της επίλυσης των ανισορροπιών του εξωτερικού εμπορίου ανάμεσα στις χώρες του ευρώ.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, «η αναδιάρθρωση θα είναι μια μακρά και δύσκολη διαδικασία για ορισμένες ελλειμματικές χώρες και ιδιαίτερα για εκείνες που οι τιμές και οι μισθοί πρέπει να αναπροσαρμοστούν έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι οικονομικοί πόροι να εγκαταλείψουν εκείνους τους τομείς της οικονομίας που είναι επικεντρωμένοι στην εσωτερική οικονομία και γνώρισαν υπερβολικά μεγάλη άνθηση κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής έκρηξης. (...) Η σταθεροποίηση θα μπορούσε να διευκολυνθεί από διαρθρωτικές πολιτικές οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν την προσαρμογή της οικονομίας, εξασφαλίζοντας μεταξύ άλλων ότι θα λειτουργήσουν οι μηχανισμοί για τον καθορισμό των μισθών (...)».
Με λίγα λόγια, ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι η αποκατάσταση των μακροοικονομικών ισορροπιών στην Ευρώπη θα επιτευχθεί με τη μείωση των τιμών και των μισθών στις χώρες όπου παρατηρούνται εμπορικά ελλείμματα. Θα έπρεπε κανείς να είναι πραγματικά κολλημένος στις δογματικές απόψεις του για να μην παραδεχτεί ότι πρέπει να επιχειρηθεί ακριβώς το αντίθετο: να αυξηθούν με ακόμα ταχύτερο ρυθμό οι μισθοί στις χώρες στις οποίες έχουν συσσωρευθεί εμπορικά πλεονάσματα.
Πράγματι, εάν υπάρχει ένας τρόπος για να μειωθεί το βάρος του χρέους και για να μπορέσουν οι χώρες με ελλειμματικό ισοζύγιο να πραγματοποιήσουν εξαγωγές, είναι η καταπολέμηση του μισθολογικού αποπληθωρισμού. Εξάλλου, ο ΟΟΣΑ θα έπρεπε να συμβουλευθεί τις ίδιες του τις στατιστικές. Οι εμπορικές ανισορροπίες στην Ευρώπη δεν οφείλονται σε απώλεια της ανταγωνιστικότητας που προκαλείται από την ανεπαρκή παραγωγικότητα των χωρών όπου παρατηρούνται τα ελλείμματα. Ας εξετάσουμε για παράδειγμα την περίπτωση της Ελλάδας: την τελευταία δεκαετία, η ωριαία παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε δύο φορές ταχύτερα (με ρυθμό 2,3% ετησίως) απ' ό,τι στη Γαλλία ή στη Γερμανία (όπου αυτός ο ρυθμός ήταν αντίστοιχα 1,2% και 1,1%).
Συνεπώς, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας δεν εξηγείται με την τεμπελιά των ελλήνων εργαζομένων, την ανεπάρκεια του τεχνολογικού επιπέδου της χώρας ή την αποδιοργάνωση του παραγωγικού της μηχανισμού (δηλαδή των παραγόντων στους οποίους στηρίζεται η προσφορά), αλλά με τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης των μισθών και των τιμών σε σχέση με τους εταίρους της. Ομως, όσο κι αν αυτός ο ρυθμός ήταν συγκριτικά υψηλότερος, παρέμενε σε εξαιρετικά λογικά επίπεδα (κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ο ετήσιος μέσος όρος του πληθωρισμού ανερχόταν στο 3,1%). Αντίθετα, η Ευρώπη οδηγήθηκε στον υφέρποντα αποπληθωρισμό εξαιτίας της πολιτικής της ακραίας μισθολογικής αυτοσυγκράτησης που υιοθέτησαν οι εταίροι της Ελλάδας. Η συγκεκριμένη πολιτική οδήγησε σε εξαιρετικά χαμηλούς ρυθμούς πληθωρισμού στη Γαλλία και στη Γερμανία (1,6% και 1,5% αντίστοιχα).
Παρ' όλο που ο ΟΟΣΑ έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι οφείλουμε να επιχειρήσουμε μια «αναπροσαρμογή», μειώνοντας τις αποκλίσεις που παρατηρούνται στα επίπεδα των τιμών και των μισθών, οι ιδεολογικές παρωπίδες του τον εμποδίζουν να δει ότι η αναπροσαρμογή πρέπει να γίνει προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω: με αυτόν τον τρόπο θα γίνει δυνατόν να αποφευχθεί ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού στον οποίο μπορεί να οδηγήσει το χρέος, αλλά και να επιτευχθεί η ανάκαμψη της κατανάλωσης των μισθωτών σε ολόκληρη την Ευρώπη".