«Μαύρη Τρίτη» για την Ελλάδα...
ZEZA ZHKOY
Το σοκαριστικό διάγγελμα του Ελληνα πρωθυπουργού και η ομολογία της αποτυχίας του για την αναχαίτιση της κερδοσκοπίας των Βρυξελλών και των αγορών είναι εξέλιξη πρωτίστως οδυνηρή και παράλληλα ταπεινωτική για τη χώρα μας. Υστερα από 4 μήνες λεκτικών λεονταρισμών και παλινωδιών εξαναγκάστηκε να συρθεί στις προσταγές των κερδοσκόπων, αδυνατώντας να προστατεύσει την οικονομία και τη δική του πολιτική. Πρόκειται για τη «Μαύρη Τρίτη» του Ελληνα πρωθυπουργού.
Απλώς να θυμίσω ότι τη «Mαύρη Tετάρτη» 16 Σεπτεμβρίου 1992, η κυβέρνηση Mέιτζορ, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις της, ταπεινωμένη απέσυρε το εθνικό της νόμισμα από το Eυρωπαϊκό Nομισματικό Σύστημα (δηλαδή το ισχύον τότε σύστημα πριν από τη δημιουργία της Oικονομικής και Νομισματικής Ενωσης και του ευρώ), επειδή απέτυχε να προστατεύσει τη στερλίνα από τις επιθέσεις της διεθνούς κερδοσκοπίας. Η κυβέρνηση Mέιτζορ του Συντηρητικού κόμματος, αφού ξόδεψε 7 δισ. στερλίνες από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τράπεζας της Αγγλίας, εξαναγκάστηκε στο τέλος να υποκύψει στον Σόρος.
Τότε ο Τζορτζ Σόρος στοιχημάτισε περισσότερα από 10 δισ. στερλίνες στην πτώση της στερλίνας, αναγκάζοντας την Τράπεζα της Αγγλίας να υποτιμήσει το βρετανικό νόμισμα. Από τη συναλλαγή κέρδισε 1,1 δισ. δολάρια. Από τότε ο υιός των Ούγγρων Εβραίων, που το 1936 η οικογένειά του άλλαξε το επώνυμό της σε Σόρος, έγινε διάσημος και φιλόσοφος!
Ο οδυνηρός συμβιβασμός του Ελληνα πρωθυπουργού με τις Βρυξέλλες και τους «σύγχρονους αιμοδιψείς Σόρους» δεν επαρκεί... Οι Βρυξέλλες ήταν που άνοιξαν το δρόμο στους κερδοσκόπους, αφού ενώ συμφώνησαν να σταματήσουν να κάνουν δηλώσεις ή να κινούνται με τρόπο που αποσταθεροποιούσε τα ελληνικά ομόλογα και γενικότερα τη θέση της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές, δεν το έκαναν και έριχναν λάδι στη φωτιά. Η Ελλάδα παραμένει στη ζώνη κινδύνου. Ο πρωθυπουργός φαίνεται ότι ακόμη δεν έχει πλήρη συνείδηση των κινδύνων, ώστε με την ορθή στρατηγική να εκτονώσει τη δημοσιονομική βόμβα που κληρονόμησε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη να μειωθούν τα ελλείμματα και να μπουν οι βάσεις για να αρχίσει να μειώνεται το χρέος είναι επιτακτική αλλά σε λάθος βάση, αν θέλουμε να περισσέψουν πόροι για δημόσιες πολιτικές, κοινωνικές, αναπτυξιακές, περιβαλλοντικές. Αν δανεισμός σήμαινε να ξοδεύουμε σήμερα αυριανό εισόδημα, μείωση του χρέους σημαίνει, αντίστροφα, ότι για να το αποπληρώνουμε αφαιρούμε ένα μέρος από το σημερινό μας εισόδημα. Ο δανεισμός, σωστή πρακτική όταν διοχετεύεται σε επενδύσεις που βελτιώνουν την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, αυξάνουν την απασχόληση και το παραγόμενο εισόδημα από το οποίο αποπληρώνεται, δεκαετίες τώρα σε εμάς μάλλον καταναλωτικές ανάγκες κάλυπτε και σωρευόταν.
Το καίριο ερώτημα είναι πού θα αναζητηθεί το προς αφαίρεση εισόδημα, μέσα από ποιες ανακατανομές στην κοινωνία. Ελάχιστοι θα διαφωνούσαν στα προφανή κριτήρια: κοινωνική δικαιοσύνη με προστασία των ασθενέστερων και επιβάρυνση, αντίστοιχα, των πιο εύπορων, ταυτόχρονα προώθηση της ανάπτυξης, ενθάρρυνση της παραγωγικής δραστηριότητας ώστε να δημιουργεί περισσότερο εισόδημα. Μολονότι βρισκόμαστε σε άλλη φάση από την πλειονότητα των χωρών του ευρώ –και τότε και τώρα– αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερα, δικά μας προβλήματα.
Οταν η ΕΚΤ άνοιξε την κάνουλα των ευρώ την περασμένη άνοιξη, ούτε η εσωτερική μας ζήτηση έπεφτε όσο αλλού ούτε οι ελληνικές τράπεζες είχαν κλονιστεί όπως άλλες. Καθώς επεδίωκε όμως την ανάσχεση της διεθνούς κρίσης στην Ευρωζώνη, διευκόλυνε την τότε κυβέρνηση να συνεχίσει να δανείζεται υπέρογκα. Διότι συγκράτησε το κόστος του δανεισμού που άγγιζε απαγορευτικά επίπεδα: το spread, η απόσταση από τα γερμανικά ομόλογα είχε φτάσει τον Μάρτιο μέχρι και τις τρεις ποσοστιαίες μονάδες, για να υποχωρήσει κατόπιν μέσα στην αφθονία του χρήματος. Χωρίς αυτήν την «παρενέργεια» των έκτακτων μέτρων της ΕΚΤ, η χώρα μας θα είχε εξαναγκαστεί πολλούς μήνες νωρίτερα να περιορίσει τον δημόσιο δανεισμό και το κόστος του".