Γράφει, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του ο κ. Kevin Featherstone :
"Η αποτελεσματικότητα στη διακυβέρνηση απαιτεί επίσης επάρκεια πληροφόρησης. Για παράδειγμα, πόσα χρήματα διοχετεύει κάθε χρόνο η Ελλάδα για την παιδεία; Επειδή κανείς δεν ξέρει ακριβώς, όσοι ερωτώνται απαντούν ότι διαθέτει όσα χρήματα πιστώνονται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας. Πρόκειται όμως για δύο διαφορετικά πράγματα, απόδειξη ότι το «σύστημα» δεν γνωρίζει πού πηγαίνουν τα λεφτά και τι αποτελεσματικότητα έχουν οι δαπάνες. Η «αξιολόγηση αποτελεσμάτων» είναι άγνωστος όρος στην Ελλάδα(....)
(...)η Ελλάδα ουδέποτε είχε σύστημα στρατηγικής αξιολόγησης των δαπανών της και, μαζί με τη Μάλτα και την Κύπρο, είναι οι μοναδικές χώρες στην Ευρώπη που δεν θέτουν μακροχρόνιους δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι να δεσμεύουν τις κυβερνήσεις.
Η αποτελεσματική διακυβέρνηση, όμως, δεν επιτυγχάνεται μόνο με την περικοπή δαπανών. Ολοι σχεδόν αποδέχονται ότι υπάρχουν τομείς όπου οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να αυξηθούν, ώστε η ελληνική κοινωνία να γίνει πιο δίκαιη και η χώρα να καταφέρει να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις στο διεθνές περιβάλλον".
Ο κ. Νίκος Κωνσταντάρας:
"Χωρίς αμφιβολία, οι Ελληνες πολίτες φέρουμε μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κρίση που μας απειλεί: συμπράξαμε όλοι με τα πολιτικά κόμματα και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες στην παγίδευσή μας σε έναν ψεύτικο κόσμο όπου πιστεύαμε ότι δεν ισχύει κανένας νόμος - ηθικός, οικονομικός, της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της λογικής κ. ο. κ. Αλλά η τιμωρία που έρχεται είναι διπλά άδικη: αφενός, η πλειονότητα των Ελλήνων δεν χάρηκε τα προνόμια που η άφρονη ανοχή της προσέφερε σε διάφορες μειοψηφίες• αφετέρου, οι βλοσυροί εταίροι μάς λοιδορούν και δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι τα πρώτα θύματα της υπόθεσης παραμένουν οι ίδιοι οι Ελληνες.
Σε δηλώσεις των πολιτικών τους, αλλά κυρίως από σχόλια αναγνωστών σε ιστοσελίδες εφημερίδων, είναι φανερό ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας έχουν τη χειρότερη γνώμη για τους Ελληνες. Ο μέρμηγκας Γερμανός δεν θέλει με καμία δύναμη να δει τα δικά του χρήματα να πηγαίνουν για τη διάσωση του τζίτζικα Ελληνα. Η εικόνα της Ελλάδας έχει υποστεί τεράστιο πλήγμα και είναι άγνωστο πώς και πότε θα αναστραφεί.
Τι βλέπουν, λοιπόν, οι ξένοι; Ενα έλλειμμα ίσο με το 12,7% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος στο 112%. Αλλά δεν είναι μόνο οι αριθμοί που προκαλούν - είναι και οι διαδηλώσεις υπέρ της διατήρησης του δικαιώματος σε υπερβολικά πρόωρες συντάξεις και σε διάφορα «μπόνους», όπως μεταφράζονται τα επιδόματα. Αυτό που δεν βλέπουν οι ξένοι είναι ότι οι προκλητικές περιπτώσεις κρύβουν την πραγματικότητα. Οι ξένοι δεν γνωρίζουν ότι ενώ το 40% έως 50% του μισθού του Ελληνα πάει σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, οι παροχές είναι πενιχρές έως ανύπαρκτες. Οι συντάξεις των πολλών είναι χαμηλότατες σε σχέση με τις κρατήσεις• οι ελλείψεις στη δημόσια παιδεία αναγκάζουν τους γονείς να χρυσοπληρώνουν φροντιστήρια για τα παιδιά τους• όταν αρρωσταίνουν, αναγκάζονται πάλι να πληρώσουν για να εξασφαλίσουν ανθρώπινες συνθήκες περίθαλψης• πληρώνουν ακριβά διόδια σε κάκιστες «εθνικές οδούς» • ζουν μέσα σε σκουπίδια, ρύπανση και γενική ανοργανωσιά• τρομάζουν μπροστά στο όλο και πιο οργανωμένο έγκλημα• ανέχονται την ύπαρξη προνομιούχων μειοψηφιών (μόνο τα «ευγενή» Ταμεία που χρηματοδοτούνται από φόρους υπέρ τρίτων να αντιπαραθέσουμε με το ΙΚΑ βλέπουμε το κοινωνικό απαρτχάιντ σε όλο του το μεγαλείο) • δουλεύουν όλοι για να συντηρούν έναν δημόσιο τομέα που, μαζί με συντάξεις, καταβροχθίζει το 50% της οικονομίας και πνίγει κάθε προσπάθεια ανάπτυξης, την ώρα που οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα είναι έρμαια της ανασφάλειας και της αυθαιρεσίας.
Εν ολίγοις, σε πολλούς κρίσιμους τομείς οι Ελληνες πληρώνουν περισσότερα απ’ ό, τι άλλοι Ευρωπαίοι και απολαμβάνουν λιγότερα. Και όμως, στην προσωπική τους ζωή είναι πολύ πιο «μέρμηγκες» απ’ ό, τι οι επικριτές τους: το χρέος των ελληνικών νοικοκυριών είναι ίσο με το 48,6% του ΑΕΠ, όταν των Αμερικανών είναι 96%, ενώ το χρέος ελληνικών νοικοκυριών και ιδιωτικών επιχειρήσεων μαζί είναι ίσο με το 87% του ΑΕΠ, όταν στη Βρετανία είναι 288% και στην Ευρώπη των 27 είναι 157%. Δηλαδή, με λιγότερα διαθέσιμα χρήματα, οι Ελληνες αναγκάζονται να πληρώνουν γι’ αυτά που άλλοι λαοί έχουν ως δεδομένα, και πάλι είναι λιγότερο χρεωμένοι. Η χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα οφείλεται στο εχθρικό κράτος, στην έλλειψη συντονισμού σε κάθε επίπεδο, στον εγωισμό της κάθε ομάδας που λειτουργεί εναντίον του συνόλου και στη γενικευμένη αδιαφορία και φαυλότητα ενός πολιτικού συστήματος που βασίζεται στην υστερόβουλη αυθαιρεσία και στον εκμαυλισμό ομάδων.
Αν ήξεραν οι ξένοι με τι παλεύει ο μέσος Ελληνας πολίτης, θα τον έβλεπαν με άλλο μάτι - κάτι ανάμεσα σε δέος και συμπόνια. Αλλά αν οι ίδιοι οι Ελληνες νοιάζονταν για το μέλλον τους, δεν θα είχαν φθάσει εδώ - η χώρα τους να τους εξαπατά συνεχώς και να τους εκθέτει αδίκως ως απατεώνες".
Τελευταίο αφήνω το άρθρο του αγαπητού κ. Γιάννη Στουρνάρα:
"Ανάπτυξη μέσω ανταγωνιστικότητας
Η οικονομική πολιτική που ακολουθείται προσφάτως έχει αρχίσει να αποκτά ουσία και επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα. Η Ελλάδα έφτασε στο χείλος του γκρεμού από δικά της λάθη, που είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη απώλεια της αξιοπιστίας της. Για να επανακτηθεί, θα χρειαστεί χρόνος, ρεαλισμός, ευελιξία, συνέπεια στους τεθέντες στόχους, εμπροσθοβαρή μέτρα και, όσο δυσάρεστο και αν ακούγεται αυτό, βοήθεια της Ευρωζώνης.
Τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που εξαγγέλθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του ασφαλιστικού, είναι προς την ορθή κατεύθυνση. Ο δημοσιονομικός στόχος για το 2010 φαίνεται, καλώς εχόντων των πραγμάτων, ότι μπορεί να επιτευχθεί. Απομένει να εξηγηθεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια πώς θα επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του 2011 και του 2012.
Η επόμενη, εξίσου σημαντική, δέσμη μέτρων που πρέπει να εξαγγελθεί για να ολοκληρωθεί η οικονομική πολιτική, αφορά την οικονομική ανάπτυξη. Αυτή πρέπει να επιδιωχθεί μέσω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή να έχει εξωστρεφή χαρακτήρα. Διαφορετικά θα συνεχίσει να διευρύνεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το εξωτερικό χρέος.
Πολλοί έγκυροι διεθνείς αναλυτές ορθώς τονίζουν το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Προερχόμενοι κυρίως από χώρες του ΟΟΣΑ στις οποίες έχει, κατά το μάλλον ή ήττον, προχωρήσει η καπιταλιστική ολοκλήρωση και έχουν εξαντληθεί τα οφέλη από την απελευθέρωση των αγορών και την αύξηση της ολικής παραγωγικότητας, καταλήγουν σε ένα απαισιόδοξο συμπέρασμα: Για να ανακτήσει η Ελλάδα την ανταγωνιστικότητα που έχει απολέσει τα τελευταία χρόνια, πρέπει να μειωθούν κατά 20%, περίπου, οι πραγματικοί μισθοί και τα ημερομίσθια.
Αυτό όμως που αγνοείται στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας είναι ότι υπάρχει πολύ λίπος που «μπορεί να καεί» πριν φτάσουμε στο κόκαλο. Σχεδόν σε κάθε κλάδο υπάρχουν ρυθμίσεις και περιορισμοί που επιβλήθηκαν από το κράτος σε άλλες εποχές, στο όνομα δήθεν της κοινωνικής πολιτικής, στην ουσία όμως στόχος ήταν η προστασία από τον ανταγωνισμό ομάδων επιχειρηματικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων με πρόσβαση στην εκάστοτε πολιτική εξουσία: Κλειστά επαγγέλματα (ιδιαίτερα στις μεταφορές), cabotage, bake off, κατώτατες τιμές σε πλείστα όσα αγαθά και υπηρεσίες, πολύπλοκα και χρονοβόρα συστήματα αδειοδοτήσεων, επικαλύψεις αρμοδιοτήτων, πολυνομία, περιοριστικά ωράρια λειτουργίας καταστημάτων, μουσείων, τραπεζών, πρατηρίων, φαρμακείων, δημόσιων νοσοκομείων (όπου, για παράδειγμα, πανάκριβος εξοπλισμός αξιοποιείται λίγες ώρες την ημέρα), απαγορεύσεις δημιουργίας αποθηκευτικών χώρων και άλλα πολλά.
Αμεση συνέπεια των παραπάνω περιορισμών είναι η διόγκωση του κόστους των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, η δημιουργία υψηλών ποσοστών κέρδους στους κλάδους αυτούς και, τελικά, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα.
Αυτή είναι η δυσάρεστη όψη του νομίσματος. Γιατί όμως να μείνουμε απλώς στις διαπιστώσεις αυτές και να μην προχωρήσουμε στο αμέσως επόμενο ερώτημα: Τι θα κερδίσουμε αν καταργήσουμε τους περιορισμούς αυτούς, όπως άλλωστε έχουν κάνει όλοι σχεδόν οι εταίροι μας στην Ευρωζώνη; Η απάντηση είναι: περίπου 20 δισ. ευρώ το χρόνο σε προϊόν (προστιθέμενη αξία) και περίπου 5 δισ. ευρώ το χρόνο σε πρόσθετα φορολογικά έσοδα. Αν αυτά φαίνονται υπερβολικά, απλά θυμηθείτε πόσο κερδίσαμε μόνο από την απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των τηλεπικοινωνιών.
Αν στα παραπάνω θελήσει κάποιος α) να συνυπολογίσει πόσα μπορούμε να κερδίσουμε από την αξιοποίηση της αργούσας περιουσίας του δημόσιου τομέα και β) να προσθέσει και περί τα 18 δισ. ευρώ αναπορρόφητα ποσά του ΕΣΠΑ και τις δράσεις που συνδέονται με αυτά (μόνο η εισαγωγή σύγχρονων συστημάτων λογιστικής και πληροφορικής στα δημόσια νοσοκομεία μπορεί να περιορίσει τη σπατάλη στο χώρο της υγείας κατά 1 δισ. ευρώ το χρόνο), οι κατευθύνσεις αναπτυξιακής πολιτικής και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας είναι αυτονόητες. Απαιτούν, απλά και μόνο, πολιτική βούληση και αντίληψη του οφέλους".