Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Οπερ έδει δείξαι (2)

Διαβάζουμε στην "Καθημερινή" το άρθρο του κ. Ιωσήφ Χασσίδ:

" Τι πρέπει να κάνουμε με την ανταγωνιστικότητα

Τα αίτια της αδύναμης –και, κατά ορισμένους, «στρεβλής» – αναπτυξιακής διαδικασίας της χώρας μας θα πρέπει να αναζητηθούν σε αντιλήψεις, συμπεριφορές και πρακτικές που διαμορφώθηκαν και εκφράστηκαν στη διάρκεια πολλών δεκαετιών. Μιας διαδικασίας που, ενώ εξασφάλισε περιόδους ικανοποιητικής ποσοτικής ευμάρειας, απέτυχε να την κατοχυρώσει σε βάσεις διατηρήσιμης διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Σε απλούς όρους, ο «σιδηρούς κανόνας» που αποδεδειγμένα ισχύει παντού και πάντα, είναι ότι: «αναπτύσσεται ό, τι πουλάει, πουλάει ό, τι ζητιέται και ζητιέται ό, τι είναι ανταγωνιστικό». Με την ευρεία έννοια των όρων, η «προσφορά» αφορά προϊόντα και υπηρεσίες, στους «προσφέροντες» περιλαμβάνονται κάθε τύπου φορείς που διαθέτουν την «παραγωγή» τους για αξιοποίηση σε κάποια άλλη χρήση, καταναλωτική ή παραγωγική, και η «ζήτηση» όλους όσοι χρησιμοποιούν την «προσφορά» άλλων, ως εισροή για διαμόρφωση της δικής τους «παραγωγής – προσφοράς».

Απλώς ενδεικτικά, ένα μη ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν πείθει, όσους ενδιαφέρονται για απορρόφηση εκπαιδευτικών υπηρεσιών, να το προτιμούν! Μη ανταγωνιστικοί πτυχιούχοι δυσκολεύονται στην επαγγελματική τους αποκατάσταση! Μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις αποτυγχάνουν να διαθέσουν τα προϊόντα η τις υπηρεσίες τους, γιατί οι δυνητικοί χρήστες τους προτιμούν πιο ανταγωνιστικές πηγές! Μη ανταγωνιστικές δημόσιες υπηρεσίες (υψηλού κόστους, χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλού επιπέδου εξυπηρέτησης) επιβαρύνουν συστηματικά όσους τις χρησιμοποιούν.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το «κόστος της μη ανταγωνιστικότητας», ενώ αρχικά γίνεται αντιληπτό σε μικροοικονομικό (ακόμα και σε «ατομικό») επίπεδο, αποτελεί «κόστος για όλους»!

Διεθνείς οργανισμοί που δημοσιοποιούν μετρήσεις των επιδόσεων ανταγωνιστικότητας, σημειώνουν ότι η θέση της ελληνικής οικονομίας συνεχώς υποχωρεί! Συσχέτιση των όχι ευκαταφρόνητων θετικών εξελίξεων προηγούμενων περιόδων σε επιμέρους δείκτες επίδοσης, με τη συνεχή υποβάθμιση της «συνολικής ανταγωνιστικότητας», αναδεικνύει το «ελληνικό παράδοξο»! Το «παράδοξο», δηλαδή, φαινόμενο να μεγαλώνουμε χωρίς να αναπτυσσόμαστε! Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να ερμηνευτεί από τη διαπίστωση ότι η άμεση διοχέτευση πόρων στην ελληνική οικονομία, μέσω μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δανεισμού ή και έκτακτων γεγονότων (π.χ. η προετοιμασία της χώρας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004), ενώ εμφανώς τόνωσε την ιδιωτική και κρατική κατανάλωση και άλλες δραστηριότητες αμφίβολης μακροχρόνιας αποδοτικότητας, σε περιορισμένο μόνο βαθμό αξιοποιήθηκε για ενδυνάμωση προϋποθέσεων ανταγωνιστικότητας που θα οδηγούσαν τους παραγωγικούς φορείς κάθε τύπου και την οικονομία γενικότερα σε υψηλότερα και διατηρήσιμα επίπεδα ανταγωνιστικότητας. Συνεπώς και σε ταχύτερη ανάπτυξη, με άμεσες και έμμεσες θετικές επιπτώσεις σε όλα τα μικροοικονομικά και μακροοικονομικά μεγέθη (περιλαμβανομένων βεβαίως και των δημοσιονομικών).

Αν, αντί της προτεραιότητας για τα βραχυχρόνια επιθυμητά και τα άμεσα αποδοτικά και αντί της ανοχής μη ανταγωνιστικών καταστάσεων σε όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, είχε υιοθετηθεί ένα «μείγμα» πολιτικών προσανατολισμένο προς την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη, θα απολαμβάναμε τώρα, σε συνθήκες μειωμένης διαθεσιμότητας ή υψηλού κόστους πόρων, τα αποτελέσματα από την εφαρμογή πολιτικών και μέτρων που είχαν αποφασιστεί και υλοποιηθεί σε προηγούμενες «καλύτερες εποχές» και σχετική «άνεση» για άσκηση κοινωνικής και αναδιανεμητικής πολιτικής! Αυτό, βέβαια, θα προϋπέθετε, για όλους όσοι συμμετέχουν στη διαμόρφωση των πολιτικών αυτών, διαφορετικό μείγμα νοοτροπίας και ιεράρχησης στόχων για επίπεδα, ρυθμούς και χρονοδιαγράμματα. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η απαίτηση για ανταγωνιστικότητα καλύπτει κάθε οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το ποιος την ασκεί! Από τα σχολεία και τους άλλους εκπαιδευτικούς φορείς μέχρι τα νοικοκυριά, από τις επαγγελματικές ενώσεις και τις μικρές η μεγάλες επιχειρήσεις μέχρι τους φορείς του «κοινωνικού τομέα» της οικονομίας και τον κρατικό μηχανισμό, τις δημόσιες επιχειρήσεις και τη διοίκηση. Και για τον λόγο αυτό, θα πρέπει άμεσα να αναληφθούν, σε όλα τα επίπεδα, όσο το δυνατόν περισσότερες πρωτοβουλίες για ευρύ και έντονο προβληματισμό για το «πού βρισκόμαστε; Ποιες είναι οι ευκαιρίες και οι κίνδυνοι; Πού θέλουμε να κατευθυνθούμε; Με ποιους τρόπους θα επιτευχθεί κίνηση και μετακίνηση; Πώς κατανέμονται οι ευθύνες και το κόστος εναλλακτικών επιλογών και πώς θα διανέμονται τα οφέλη;».

Και επειδή η διάσταση «χρόνος» είναι ιδιαίτερα σημαντική για το πότε οι πρωτοβουλίες θα εκφραστούν και για το πότε θα πρέπει να αναμένονται τα οφέλη, η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση θα πρέπει να επιδιώξει ευρύτατη συναντίληψη ότι «η ανταγωνιστικότητα είναι ένα δένδρο που μεγαλώνει αργά»! Αλλά, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, αν επιθυμούμε να απολαύσουμε στο μέλλον τους καρπούς του, «... το δένδρο πρέπει να φυτευθεί τώρα, χωρίς καθυστέρηση» και, στη συνέχεια βέβαια, να το προστατεύουμε και να το συντηρούμε μεθοδικά και συνειδητοποιημένα!".