Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Ελλειψις χρημάτων, στάσις εμπορίου (για πολλοστή φορά)...

Διαβάζουμε στην "Καθημερινή" (24/1/2010) :

" Η δημοσιονομική κρίση προκαλεί ασφυξία στην αγορά
Αυξάνεται το κόστος χρήματος για τις τράπεζες και τους δανειολήπτες

Σε οριακά επίπεδα κινείται πλέον η ρευστότητα στην αγορά και κατ' επέκτασιν η επιχειρηματική δραστηριότητα σε ολόκληρη τη χώρα. Το πανάκριβο κόστος του χρήματος, με το οποίο δανείζεται το ελληνικό Δημόσιο, συμπαρασύρει και το κόστος δανεισμού των τραπεζών, οι οποίες με τη σειρά τους το μετακυλίουν στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Τα spreads των ελληνικών ομολόγων καταγράφουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, ενώ οι εμπορικές τράπεζες χορηγούν λιγότερα, ακριβότερα, αλλά και μικρότερα δάνεια ενώ εγκρίνουν μόλις δύο για κάθε δέκα αιτήσεις δανειοδότησης που τους υποβάλλονται, και για ποσά πολύ μικρότερα από αυτά που τους ζητούνται.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι το μεγαλύτερο θύμα αυτής της κατάστασης, καθώς το επιτόκιο χορηγήσεων έχει διπλασιαστεί σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Ξεκινά από τα επίπεδα του 7% και του 8%, όταν στο εξωτερικό δεν ξεπερνά το 4%. Ακόμα και μεγάλες εταιρείες οι οποίες κατά το παρελθόν προσέφευγαν στο εξωτερικό για να αντλήσουν κεφάλαια, σήμερα συναντούν πόρτες κλειστές.

Χειρότερη είναι η κατάσταση στους μικρομεσαίους, που λίγο απέχει από το να χαρακτηριστεί τραγική".


Στην ίδια εφημερίδα διαβάζουμε ένα άλλο άρθρο, το οποίο εστιάζει σε αιτίες που οδήγησαν στην έλλειψη ρευστότητας εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών:

" Οι τρεις αιτίες που εξάντλησαν τη ρευστότητα

Για πολλούς και διάφορους λόγους, οι ελληνικές τράπεζες θα εξακολουθήσουν να βλέπουν με το κιάλι την περίπτωση της Northern Rock. Ο βασικότερος; Οταν η εν λόγω βρετανική τράπεζα κατέρρευσε, αποδείχθηκε ότι στήριζε τη ρευστότητά της μόλις κατά 40% στην καταθετική της βάση, ενώ ένα 50% προερχόταν από τις αγορές και άλλο ένα 10% από διάφορες άλλες πηγές. Κατά συνέπεια, μόλις οι αγορές «έκλεισαν», επήλθε το μοιραίο. Στην ελληνική περίπτωση, οι τράπεζες στηρίζουν τη ρευστότητά τους σχεδόν κατά 90% στις καταθέσεις τους, γεγονός που τις διασφαλίζει.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτήν τη ρευστότητα που διαθέτουν τη διαχέουν πλέον στην αγορά με το σταγονόμετρο. Με αποτέλεσμα, να βλέπουμε τα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στο επιχειρείν, όπου το 2009 οι ακάλυπτες επιταγές έφτασαν στα 3 δισ. ευρώ (σ. σ. δηλαδή, ένα τρισ. δραχμές!). Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται ακριβώς ένα χρόνο -ξεκίνησε πέρυσι τον Φεβρουάριο- με τους ίδιους τους τραπεζίτες να το παραδέχονται και να το αποδίδουν σε τρεις κυρίως λόγους. Συγκεκριμένα:

Α) Στο γεγονός ότι η διατραπεζική αγορά και η αγορά των τιτλοποιήσεων, που παραδοσιακά στήριζαν τη ρευστότητα των ελληνικών και όχι μόνο τραπεζών, ουσιαστικά παραμένουν κλειστές. Για την ακρίβεια, σε σχέση με πέρυσι τον Απρίλιο - Μάιο, όταν ήταν θεόκλειστες, τώρα έχει ανοίξει μια χαραμάδα. Αλλά με... χαραμάδες δεν γίνονται δουλειές. Εννοείται πως το κόστος του δανεισμού και εκεί είναι πλέον πολύ υψηλό, ιδιαίτερα όταν έχεις χώρα προέλευσης εκείνη που καθημερινά γίνεται πρωτοσέλιδο στον διεθνή Τύπο για τα δημοσιονομικά της προβλήματα. Λογικό είναι ο «άλλος» να το σκεφτεί δύο φορές, για να σε δανείσει, και όταν το κάνει να το κάνει σχεδόν «τοκογλυφικά».

Β) Οσο υπερβολικό και αν ακούγεται, μερικά επιμέρους «χτυπήματα» ήρθαν να επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ούτως ή άλλως κακή κατάσταση στο κομμάτι της ρευστότητας. Για παράδειγμα, το κύμα των καταθέσεων που έφυγε για Ελβετία, Κύπρο και Βουλγαρία και το οποίο, αργά αλλά σταθερά, ξεπερνά πλέον τα 7 δισ., ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση. Εν προκειμένω, αρκούσαν κάποιοι αδέξιοι κυβερνητικοί χειρισμοί, με διαρροές περί εφαρμογής καθολικού πόθεν έσχες, για να προκαλέσουν το όποιο πρόβλημα. Το ίδιο ισχύει και με τους χειρισμούς στο κομμάτι των νομοσχεδίων για την ενίσχυση της ρευστότητας και της ρύθμισης των οφειλών, τα οποία, αντί να φέρουν πιο κοντά κράτος και τραπεζίτες, προκάλεσαν νέο χάσμα

Γ) Από εδώ και στο εξής, οι τράπεζες έχουν να σκέφτονται και το θέμα της επιστροφής των φθηνών δανεικών που έλαβαν όλο τον προηγούμενο χρόνο από την ΕΚΤ. Το ποσό κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι, καθώς υπολογίζεται σε 25 δισ. ευρώ. και θα πρέπει να αρχίσει να τακτοποιείται από το ερχόμενο καλοκαίρι. Επίσης, κάποια στιγμή θα πρέπει να ξεκινήσει και η επιστροφή των κεφαλαίων από το «ελληνικό πακέτο», αν και εδώ αναμένεται ότι θα υπάρξουν ακόμα περισσότερες... ευκολίες πληρωμής".