Το ζήτημα, όπως έχουμε πολλές φορές αναφέρει εντός του Τμήματος, δεν έγκειται στο εάν χρωστάμε. Δεν έγκειται, καν, στο πόσα χρωστάμε. Ακόμη-ακόμη, δεν έγκειται στο πόσα είναι τα χρέη μας σε σχέση με το ενεργητικό μας. Το κύριο ζητούμενο είναι τί σκοπεύουμε να κάνουμε με τα δανειακά κεφάλαια. Βεβαίως, όσο το κύριο ζητούμενο παραμένει αδιευκρίνιστο, τόσο περισσότερο εγείρονται οι αγωνίες για τα υπόλοιπα προαναφερθέντα θέματα. Κι όταν εγείρονται αγωνίες, αυξάνεται η αίσθηση της αβεβαιότητας. Κι όσο αυξάνεται η αβεβαιότητα, αυξάνεται και ο κίνδυνος. Και αυξανομένου του κινδύνου, αυξάνεται και η απαίτηση υψηλότερων αποδόσεων. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η διαμόρφωση των αποδόσεων συντελείται και απο κεφάλαια που μόνο στόχο έχουν την άντληση βραχυπρόθεσμου κέρδους, φτάνουμε στην κατάσταση που περιγράφει το ακόλουθο σημερινό (27/1/20100) άρθρο της "Ελευθεροτυπίας".
"Ξεπέρασε και τις 350 μονάδες βάσης το σπρεντ
Στις 358 μονάδες βάσης έφτασε, γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, η διαφορά απόδοσης που χωρίζει το ομόλογο 10ετούς διάρκειας του ελληνικού δημοσίου από το γερμανικό. Η άνοδος αποδίδεται στην πρόθεση του ελληνικού δημοσίου να εκδώσει νέες σειρές ομολόγων μεταξύ αυτών και δεκαετούς διάρκειας μετά την πρόσφατη πετυχημένη έκδοση των «πενταετών».
Ωστόσο, η απόδοση που ζητούν τώρα οι επενδυτές για τα δεκαετή είναι κυμαίνεται αρκετά πάνω από το 6% κι αυτό γιατί τα μικρότερης διάρκειας ομόλογα που εξέδωσε το ελληνικό δημόσιο πρόσφατα πουλήθηκαν με απόδοση 6,1%. Υπενθυμίζεται ότι πριν από μία εβδομάδα, η απόδοση των 10ετών ομολόγων δεν ξεπερνούσε το 6%.
Το άνοιγμα της ψαλίδας στο σπρεντ, οδηγεί τον Γενικό Δείκτη του χρηματιστηρίου σε απώλειες άνω του 3%. Ένα τέταρτο μετά τις τέσσερις, ο Γ.Δ. βρισκόταν κάτω από τις 2.000 μονάδες".