"Εβδομήντα δισεκατομμύρια ευρώ θα έχουν διατεθεί για την ελληνική γεωργία από ευρωπαϊκούς πόρους μέχρι τα τέλη του 2013. Από αυτά, τα εξήντα, περίπου, δισεκατομμύρια αφορούν την περίοδο από το 1986 έως και το 2009".
Ακριβώς έναν χρόνο πίσω, οι εφημερίδες έγραφαν και πάλι άρθρα για τα μπλόκα. Ενα ενδεικτικό άρθρο, από την "Ελευθεροτυπία" της 31ης Ιανουαρίου 2009:
"Ποιο το μέλλον της γεωργίας μας
Τα μπλόκα των αγροτών αποχωρούν σιγά σιγά, οι δρόμοι ανοίγουν και οι δύο πρωταγωνιστές της κρίσης πανηγυρίζουν ότι νίκησαν. Η κυβέρνηση, γιατί τελειώνει μια κινητοποίηση χωρίς μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος συγκριτικά με το ύψος των αιτημάτων, και οι αγρότες γιατί «πήραν» σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερα απ' ό,τι ζητούσαν και σε άλλες πήραν χρήματα που δεν περίμεναν.
Από τη δεύτερη ημέρα των κινητοποιήσεων, όταν εξαγγέλθηκε η χορήγηση των 500 εκατ. ευρώ, έγινε φανερό ότι δεν υπήρχαν αιτήματα άμεσης ικανοποίησης. Το κύριο αίτημα για την αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος για το 2008 είχε ικανοποιηθεί.
Τα αγροτικά μπλόκα έφεραν στο προσκήνιο τη νέα γενιά αγροτοσυνδικαλιστών, που φιλοδοξεί να «συνταξιοδοτήσει» γνωστούς αγροτοπατέρες.
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της κινητοποίησης, η ελληνική γεωργία -και οι Ελληνες αγρότες- είναι εδώ με τα προβλήματά της και τις αγωνίες της για το μέλλον. Μια σειρά προβλήματα που ακροθιγώς αναφέρθηκαν στα διάφορα μνημόνια των αγροτικών αιτημάτων.
Με ένα γερό «επίδομα ανεργίας» δεν λύνεται κανένα αγροτικό πρόβλημα και απλά θέτει προϋποθέσεις για δυναμικότερες κινητοποιήσεις τον ερχόμενο χρόνο.
Τα προβλήματα που έχει σήμερα η γεωργία μπορούν να συγκεντρωθούν σε δύο μεγάλα κεφάλαια. Το πρώτο είναι ότι δεν παράγουμε και το δεύτερο είναι ότι δεν ξέρουμε να πουλάμε. Αναλυτικά, τα στοιχεία σ' αυτές τις ενότητες προβλημάτων είναι τα εξής:
* Το μεγάλο πρόβλημα με αλυσιδωτές συνέπειες είναι ότι δεν παράγουμε. Η ελληνική γεωργία δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του ελληνικού λαού. Η χώρα έχασε την αυτάρκειά της στα σιτηρά εκεί γύρω στο 2000.
Μια αυτάρκεια που είχε εξασφαλίσει για πρώτη φορά στην ιστορία της το 1957 (σιτάρκεια) και το 1985 στο καλαμπόκι. Σήμερα, για εισαγωγές σιτηρών πληρώνουμαι κάθε χρόνο 100 εκατ. ευρώ.
Μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα στην κτηνοτροφία. Για εισαγωγές κρέατος, γάλακτος, τυριών δαπανούμε κάθε χρόνο γύρω στο ένα δισ. ευρώ, σχεδόν περισσότερα απ' ό,τι δίνουμε για εισαγωγές πετρελαίου. Εισάγουμε όσπρια, φρούτα και λαχανικά, ψάρια.
Η έλλειψη παραγωγής έχει σημαντική επίπτωση στο ισοζύγιο. Το 2008, το έλλειμμα στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο έφτασε τα 4 δισ. ευρώ. Στα 4 δισ. ευρώ υπολογίζεται και η αξία της γεωργικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων. Δηλαδή, η ελληνική γεωργία παράγει το ένα τρίτο των προϊόντων για τη διατροφή των Ελλήνων και τα δύο τρίτα εισάγονται. Υπάρχει βέβαια και η εγκατάλειψη λόγω ΚΑΠ δυναμικών καλλιεργειών, όπως καπνά, τεύτλα, βιομηχανική ντομάτα κ.ά.
* Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δεν πουλάμε. Εχουμε μοναδικά προϊόντα, έχουμε ποιοτικά προϊόντα και δεν μπορούμε να τα πουλήσουμε. Είναι απαράδεκτο να πουλάμε το εξαιρετικά παρθένο λάδι δύο ευρώ το κιλό χύμα στους Ιταλούς και αυτοί, αφού το συσκευάσουν, να το μεταπωλούν 20 και 30 ευρώ το κιλό. Το ίδιο συμβαίνει με το κρασί (πουλάμε μούστο με ένα ευρώ και ως κρασί πουλιέται 15-20 και 30 ευρώ το μπουκάλι). Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα σταφύλια, τις σταφίδες (από παραγωγή 120.000 τόν. το 1990, σήμερα δεν παράγουμε ούτε 35.000 τόν.), τα σύκα, το βαμβάκι. Συμπερασματικά, το πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας συνοψίζεται στο ότι δεν παράγουμε και όσα παράγουμε δεν μπορούμε να τα πουλήσουμε.
Το ερώτημα βέβαια είναι τι μπορεί να γίνει. Υπάρχουν λύσεις και προοπτικές; Είναι σίγουρο ότι ακόμη υπάρχουν λύσεις. Απαιτείται ένας προγραμματισμός για το τι μπορούμε να καλλιεργήσουμε (εθνική στρατηγική με πολιτικές). Απαιτείται συνεργασία και κυρίως ενημέρωση των αγροτών.
Κυρίαρχο θέμα είναι η επανίδρυση των συνεταιρισμών και η χάραξη μιας πολιτικής μάρκετινγκ. Είναι απαράδεκτο τα πολυεθνικά σουπερμάρκετ να μην πουλάνε ελληνικά προϊόντα, αλλά προϊόντα της χώρας προέλευσής τους.
Ν' αποφασιστεί ότι γεωργία χωρίς στήριξη και επιδοτήσεις δεν γίνεται. Και μετά να καθοριστεί πού θα δοθούν ενισχύσεις και ποια γεωργία θα ενισχύσουμε".
Επίσης, εαν πηγαίναμε ακριβώς ένα έτος πίσω (1η Φεβρυαρίου 2009) , θα διαβάζαμε:
" Η αρμόδια Επίτροπος Γεωργίας κ. Μπόελ ανακοίνωσε ότι από το 1995 έως σήμερα (δηλαδή τις αρχές του 2009!) η Ελλάδα πληρώσει 1,3 δισ. ευρώ πρόστιμα στην Ευρωπαϊκή Ενωση".
Επίσης, θα διαβάζαμε σε άρθρο της "Καθημερινής":
"Σπατάλη χωρίς προοπτική, μέτρα και αποφάσεις χωρίς σχεδιασμό, διευθετήσεις εν θερμώ, είναι η «πολιτική» που ακολουθείται στη γεωργία, αφού εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες οι εκάστοτε κυβερνήσεις προκρίνοντας τα μικροκομματικά οφέλη σε σχέση με την πραγματική ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας ρίχνουν εκατομμύρια ευρώ σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι 13 περιφερειακές μελέτες για την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής που εκπονήθηκαν έτσι ώστε η ελληνική αγροτική οικονομία να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και της συνεπαγόμενης μείωσης των επιδοτήσεων.
Οι συγκεκριμένες μελέτες προκηρύχθηκαν το 2006 -δηλαδή 2 χρόνια μετά την ψήφιση της νέας ΚΑΠ-, στοίχισαν 2 εκατομμύρια ευρώ, παραδόθηκαν στο τέλος του 2007, παρουσιάστηκαν με τυμπανοκρουσίες και από τότε αγνοείται η τύχη τους. Ετσι, ενώ βαδίζουμε πλέον για την αναθεώρηση του 2013 η Ελλάδα δεν διαθέτει σενάριο αντιμετώπισης… της προηγούμενης αλλαγής.
Δύο χρόνια μετά την ψήφιση της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (2003 και 2004) στα τέλη του 2005 προκηρύχθηκαν 13 μελέτες (μία ανά περιφέρεια) για την αντιμετώπιση των συνεπειών της νέας ΚΑΠ στην ελληνική γεωργία το συνολικό κόστος των οποίων αγγίζει τα 1,9 εκατομμύρια ευρώ. Στο τέλος του 2007 οι μελέτες παραδόθηκαν, για να μπουν στο συρτάρι μαζί με πολλές άλλες που έχουν κατά καιρούς εκπονηθεί. Τι και αν η μελέτη για τη Θεσσαλία, για παράδειγμα, συνιστά παραγωγή βιολογικών προϊόντων, αναδιάρθρωση των καλλιεργειών βάμβακος ή μετατροπή της καλλιέργειας σιτηρών σε βιολογικές με παράλληλη ανάπτυξη μονάδων παρασκευής βιολογικών αλεύρων ή παραγωγή βιοκαυσίμων για τοπική κατανάλωση; Οι αγρότες καλλιέργησαν και φέτος τα ίδια παλαιά «παραδοσιακά» προϊόντα -το χειρότερο- με τον ίδιο παλαιό «παραδοσιακό» τρόπο. Αφθονο νερό και λιπάσματα σε μια περιοχή που υποφέρει περιβαλλοντικά.
Η αντίστοιχη μελέτη για τη δυτική Ελλάδα (Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία) ενδεικτικά προτείνει εκτός των άλλων την ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας. Στη χώρα μας όμως ο τρόπος που είναι διαρθρωμένο το σύστημα διάθεσης του βιολογικού κρέατος έτσι και αλλιώς καθιστά αδύνατο να φτάσει το τελικό προϊόν στην αγορά, οπότε μάλλον δεν έχει νόημα...
Οι συγκεκριμένες μελέτες, όπως παραδέχονται ακόμα και στελέχη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, έγιναν για τα μάτια του κόσμου. Πρακτικά τα πράγματα συνεχίζουν όπως και πριν. Απανωτά πρόστιμα για κακοδιαχείριση επιδοτήσεων…
Εκτός από τους κοινοτικούς καταλογισμούς υπάρχει επίσης το ζήτημα του ποιος λαμβάνει επιδότηση και με ποιους όρους. Η χώρα μας προς το παρόν, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ανάλογη ευρωπαϊκή νομοθεσία, δεν δημοσιοποιεί τα στοιχεία εκείνων που λαμβάνουν επιδοτήσεις, εγείροντας σειρά ερωτημάτων. Παράλληλα στις 17 Ιουλίου του 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει περικοπή των πληρωμών κατά 10% προς την Ελλάδα για τις στρεμματικές ενισχύσεις και τα μέτρα ενισχύσεων αγροτικής ανάπτυξης, λόγω των συνεχιζόμενων ελλείψεων στο εθνικό σύστημα ελέγχου για το ΟΣΔΕ.
Η επίτροπος κ. Μάριαν Φίσερ Μπόελ στην ανακοίνωσή της αναφέρει: «Το σύστημα Αναγνώρισης Αγροτεμαχίων (ΣΑΑ) είναι αναποτελεσματικό λόγω παρωχημένων και ανακριβών δεδομένων». Η περικοπή των επιδοτήσεων προς το παρόν έχει αναβληθεί, ενώ σύμφωνα με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης το σύστημα επικαιροποιήθηκε. Ωστόσο, προς το παρόν δεν έχει διευκρινιστεί πώς θα λειτουργήσει φέτος το ΟΣΔΕ..
Ολα τα τελευταία χρόνια έχουν εισρεύσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στην αγροτική οικονομία - ευρωπαϊκά ή εθνικά κονδύλια, τυπικές ή άτυπες ενισχύσεις- χωρίς όμως να γίνουν πραγματικές επενδύσεις που θα έλυναν τα χρόνια προβλήματα, θα έκαναν την ελληνική γεωργία περισσότερο ανταγωνιστική και τους Ελληνες αγρότες λιγότερο εξαρτημένους από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Οπως φαίνεται, όμως, αυτό δεν είναι το ζητούμενο".
"Οι στρεβλές επιδοτήσεις αυξάνουν τις οικονομικές υποχρεώσεις του κράτους και οδηγούν σε υψηλότερους φόρους, υψηλότερες τιμές και αύξηση του δημόσιου ελλείμματος. Οι επιδοτήσεις, ιδιαίτερα του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, υποσκάπτουν τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και δεν ευνοούν την τεχνολογική πρόοδο γιατί οι επιδοτούμενοι δεν έχουν κίνητρο για καινοτομική δραστηριότητα προς περισσότερο αποδοτικές και περιβαλλοντικά φιλικές τεχνολογίες και πρακτικές (π.χ. εξοικονόμησης ενέργειας, υλικών και χρόνου, προστασίας περιβάλλοντος).
Η περιβαλλοντική υποβάθμιση συχνά ωθεί σε υιοθέτηση περιβαλλοντικά ακατάλληλων πρακτικών που επιλέγονται είτε σαν στρατηγική επιβίωσης (σε περιπτώσεις παρατεταμένης φτώχειας) είτε σαν επιλογή με άμεσο οικονομικό όφελος (π.χ. πωλήσεις γης για οικιστική και τουριστική ανάπτυξη). Με τον τρόπο αυτό, καταστρέφεται το φυσικό κεφάλαιο από το οποίο εξαρτάται η μελλοντική ευημερία των τοπικών κοινωνιών και, αναπόφευκτα, διαβρώνεται το κοινωνικό κεφάλαιο (μειώνεται το αίσθημα κοινότητας και εμπιστοσύνης, αυξάνεται η διαφθορά)".
...και στην συνέχεια της μελέτης, διαβάζουμε:
Οι πρακτικές εντατικοποίησης (και μονοκαλλιέργειας) της γεωργίας (χρήση αγροχημικών, γεωργικών μηχανημάτων, μείωση αγραναπαύσεων, κ.λπ.) έχουν προκαλέσει σοβαρότατες, συνήθως αλληλένδετες και συχνά μη αναστρέψιμες, επιπτώσεις σε φυσικούς πόρους και περιβαλλοντικούς αποδέκτες".
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι το θέμα των επιδοτήσεων είναι εκτενές. Πρ' όλα ταύτα, το κύριο ζητούμενο παραμένει ο σκοπός των επιδοτήσεων και ο τρόπος χρήσης των κεφαλαίων.
Οφείλουμε, πάντως, να έχουμε υπ' όψιν μας ότι υπάρχει και η άποψη ότι η αγροτική παραγωγή της Ελλάδας και το εισόδημα των αγροτών έχουν περιέλθει σε δεινή θέση λόγω της συμμετοχής μας στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (και κατ' επέκτασιν στην Ευρωπαϊκή Ενωση). Θα ήθελα να εξετάσουμε εντός του Τμήματος τις θέσεις αυτές.