Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Περί Κίνας και ξένων επενδύσεων

Οπως διαβάζουμε στην "Ναυτεμπορική":

"Κίνα: Σε επίπεδα ρεκόρ οι ξένες επενδύσεις

Αύξηση 17,4% σημείωσαν το 2010 οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα, φθάνοντας τα επίπεδα ρεκόρ των 105,74 δισ. δολ., ενώ οι κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό έφθασαν επίσης σε επίπεδα ρεκόρ, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου.

Μόνον τον Δεκέμβριο, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου αυξήθηκαν στα 14,03 δισ. δολ., καταγράφοντας αύξηση 15,6% σε ένα χρόνο, διευκρίνισε ο Γιάο Τζιάν, εκπρόσωπος του υπουργείου.

«Η βελτίωση του περιβάλλοντος για τους επενδυτές έχει γίνει μια νέα κινητήρια δύναμη για τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα», δήλωσε ο Γιάο κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων.

Τα στοιχεία για τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα περιλαμβάνουν τις επενδύσεις που έγιναν από ξένες εταιρείες στη βιομηχανία, τα ακίνητα, τις υπηρεσίες και τη γεωργία, όχι όμως και στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Οι μη χρηματοπιστωτικές κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό αυξήθηκαν κατά 36,3% στα 59 δισ. δολάρια. Κατευθύνθηκαν κυρίως στους τομείς της ενέργειας, των ορυχείων και της γεωργίας, καθώς η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας καθιστά ολοένα και πιο απαραίτητη την προσφυγή σε φυσικούς πόρους που βρίσκονται εκτός της χώρας".

Από την ίδια εφημερίδα και το επόμενο άρθρο:

"Μεγαλύτερος δανειστής από την Παγκόσμια Τράπεζα η Κίνα

Η Κίνα έχει δανείσει περισσότερα χρήματα από την Παγκόσμια Τράπεζα στις αναπτυσσόμενες χώρες τα δύο τελευταία χρόνια, υπογραμμίζοντας έτσι τις φιλοδοξίες της να επεκτείνει την παγκόσμια επιρροή της, αναφέρουν οι Financial Times, της Τρίτης.

Η Κίνα έχει δανείσει τουλάχιστο 110 δισεκατομμύρια δολάρια σε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες τα δόο τελευταία έτη. Προσπέρασε έτσι τα 100,3 δισεκατομμύρια δολάρια που χορήγησε η Παγκόσμια Τράπεζα, σύμφωνα με την εφημερίδα. Τα στοιχεία αυτά συγκεντρώθηκαν από δημόσιες ανακοινώσεις, είτε από τράπεζες, είτε από κυβερνητικές πηγές, είτε από δανειστές".


Επί του ζητήματος των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Κίνας, διαβάζουμε στο Bloomberg:


" Σε επίπεδο ρεκόρ τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Κίνας

Εκτινάχθηκαν στα 2,85 τρισ. δολάρια - Ο τραπεζικός δανεισμός υπερέβη τον στόχο της κυβέρνησης


Στο επίπεδο ρεκόρ των 2,85 τρισ. δολαρίων εκτινάχθηκαν τον περασμένο τρίμηνο τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Κίνας. Παράλληλα, ο τραπεζικός δανεισμός υπερέβη τον στόχο της κυβέρνησης, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη μιας περιοριστικής νομισματικής πολιτικής που θα μειώσει την υπερβολική ρευστότητα και θα αναχαιτίσει τον πληθωρισμό. Η εξέλιξη οξύνει περαιτέρω τις ανισορροπίες του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και αναμένεται να προκαλέσει νέες πιέσεις από αμερικανικής πλευράς για ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος.

Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα αυξήθηκαν κατά 199 δισ. δολάρια μέσα στο προηγούμενο τρίμηνο, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη τριμηνιαία αύξηση από το 1999, μεγαλύτερη από τις προβλέψεις των οικονομικών αναλυτών για αύξηση κατά 112 δισ. δολάρια μετά τα 194 δισ. δολάρια που προσετέθησαν στα διαθέσιμα της χώρας στο διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου.

Σε ό, τι αφορά τον δανεισμό, το συνολικό ποσό των πιστώσεων που χορήγησαν το 2010 οι κινεζικές τράπεζες σε γουάν έφθασε στα 7,95 τρισ. γουάν (1,2 τρισ. δολάρια), ενώ ο στόχος της κινεζικής κυβέρνησης ήταν τα 7,5 τρισ. δολάρια. Τα νέα δάνεια που χορηγήθηκαν τον Δεκέμβριο υπερέβησαν τις προβλέψεις φθάνοντας συνολικά τα 480,7 δισ. γουάν. Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της χώρας, ο δείκτης προσφοράς χρήματος Μ2 σημείωσε τον Δεκέμβριο αύξηση 19,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους, υπερβαίνοντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών για αύξηση 19%.

Οικονομικοί αναλυτές της Standard Chartered και Credit Agricole επισημαίνουν, πλέον, ότι η κεντρική τράπεζα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια, να επιβάλει αυστηρότερες προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και να επιτρέψει την ανατίμηση του γουάν. Οι ίδιοι επισημαίνουν πως η πολιτική και οικονομική ηγεσία της χώρας μπορεί να πειραματισθεί και με άλλους τρόπους που ενθαρρύνουν την έξοδο κεφαλαίων, μετά τη διεύρυνση του προγράμματος που επιτρέπει στις εξαγωγικές επιχειρήσεις να διατηρούν κεφάλαια στο εξωτερικό και σε ορισμένους πολίτες να επενδύσουν άμεσα στο εξωτερικό. Οπως τονίζουν αναλυτές της Credit Agricole, η εκτίναξη των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Κίνας πιθανώς καταδεικνύει μια «γιγαντιαία αύξηση» στις εισροές κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Οι ίδιοι εκτιμούν πως το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας, που τον Δεκέμβριο μόνον ήταν 13,1 δισ. δολάρια και βρισκόταν στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων εννέα μηνών, συνεισέφερε στην τελευταία εκτίναξη των συναλλαγματικών διαθεσίμων κατά 40%.

Ζητούμενο για τις νομισματικές αρχές της Κίνας είναι να περιορισθούν οι εισροές κεφαλαίων από ξένους επενδυτές, τους οποίους προσελκύει η κινεζική οικονομία εξαιτίας των υψηλών ρυθμών ανάπτυξής της και της προοπτικής αύξησης των επιτοκίων ή της ενίσχυσης του νομίσματος. Σημειωτέον ότι η ανατίμηση του γουάν, σημείο αιχμής ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, βρίσκεται στην ατζέντα του Αμερικανού προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, για τη συνάντηση που θα έχει με τον Κινέζο ομόλογό του, Χου Ζιντάο, στις 19 Ιανουαρίου στην Ουάσιγκτον. Το γουάν έχει ανατιμηθεί κατά περίπου 3% έναντι του δολαρίου από τον Ιούνιο του περασμένου έτους, οπότε οι κινεζικές αρχές αποδέσμευσαν το κινεζικό νόμισμα από τη σταθερή ισοτιμία έναντι του δολαρίου που είχαν καθορίσει από τις αρχές της χρηματοπιστωτικής κρίσης".


Επί του ζητήματος των ξένων επενδύσεων το παρακάτω άρθρο του κ. Nicolas Veron (συνεργάτη του Bruegel στις Βρυξέλλες και του Peterson Institute for International Economics στην Ουάσιγκτον - αναδημοσίευση στην "Καθημερινή") :

" Ελεγχος με μέτρο στις ξένες επενδύσεις

Ενα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα της επόμενης δεκαετίας είναι αν θα συνεχιστεί η οικονομική και χρηματοπιστωτική ενσωμάτωση ή αν θα αντιστραφεί καθώς θα ξεδιπλώνονται οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο και στους ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίου, αλλά οι άμεσες ξένες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών εξαγορών επιχειρήσεων, είναι εξίσου σημαντικές. Σε αυτό το πλαίσιο, η έκκληση που απηύθυνε προσφάτως ο επίτροπος Βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, Αντόνιο Ταζιάνι, για τη θέσπιση «Αρχής που θα αναλάβει να εξετάζει τις ξένες επενδύσεις στην Ευρώπη», αποκλίνει από την έμφαση που παραδοσιακά έδινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο να είναι ανοιχτή στις διεθνείς επενδύσεις.

Η ανησυχία για τις επιπτώσεις των εξαγορών από ξένες εταιρείες σαφώς δεν είναι καινούργια υπόθεση. Στην Αμερική δημιουργήθηκε το 1998 η Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις ΗΠΑ (CFIUS) και ανέλαβε να εξετάζει συναλλαγές αυτού του είδους με γνώμονα την εθνική ασφάλεια. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι τελείως διαφορετικό το νομικό καθεστώς. Η βρετανική κυβέρνηση μπορεί να προβάλει βέτο σε οποιαδήποτε συμφωνία, αλλά δεν το κάνει σχεδόν ποτέ. Η Γαλλία επιβάλλει αυστηρότατους ελέγχους στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, αλλά κανέναν σε άλλους κλάδους. Το 1998 η Γερμανία υιοθέτησε ένα πλαίσιο παρεμφερές με εκείνο της Αμερικής. Η Ολλανδία δεν διαθέτει καμία διαδικασία. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, το νομικό πλαίσιο προβλέπει τον έλεγχο των επενδύσεων με στόχο την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταβάλλει κάθε προσπάθεια να αποτρέψει τα κράτη-μέλη από το να εμποδίσουν εξαγορές για λόγους προστατευτισμού, όπως έγινε το 2006 στην περίπτωση της εξαγοράς της Arcelor από τη Mittal Steel. Το καινούργιο στοιχείο είναι η αυξανόμενη εισροή επενδύσεων από κράτη όπως η Κίνα και οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες, με τα οποία δεν φαίνεται να συμπίπτουν τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ευρώπης. Είναι επομένως πιθανόν να αυξηθεί η ανησυχία για ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

Το παρήγορο είναι πως η πλειονότητα των επιχειρήσεων δεν είναι καίριας στρατηγικής σημασίας και δεν χρειάζεται να εμποδίσει κανείς την εξαγορά της από ξένους. Αν εμποδιστούν τέτοιες εξαγορές, χάνονται χρήσιμα κεφάλαια και περιορίζονται οι οικονομικοί δεσμοί αλληλεξάρτησης που μπορούν να αποτρέψουν μελλοντικές συγκρούσεις. Πολλές εξαγορές από κινεζικές εταιρείες, όπως της μονάδας προσωπικών υπολογιστών της ΙΒΜ από τη Lenovo το 2005 ή της Volvo από την Geely το 2010, έχουν προκαλέσει αντιδράσεις, αλλά δεν είναι επικίνδυνες. Το ίδιο ισχύει για τις μετοχές ευρωπαϊκών και αμερικανικών τραπεζών.

Χρειάζεται, όμως, σαφές και συνεκτικό νομικό πλαίσιο που θα κατοχυρώνει την προστασία εκείνων των λίγων επιχειρήσεων που είναι πραγματικά στρατηγικής σημασίας. Ο επίτροπος Ταζιάνι δικαίως τονίζει την ανάγκη για επαγρύπνηση και επανεξέταση των ξένων επενδύσεων. Αλλά το εύρος και ο στόχος μιας αρμόδιας ευρωπαϊκής αρχής πρέπει να καθοριστούν με προσοχή, ώστε να μη φτάσει στην αυτοαναίρεση. Αν θέλουμε να καθησυχάσουμε τους Ευρωπαίους χωρίς να χάσουμε τα τεράστια οφέλη των μελλοντικών επενδύσεων από τις αναδυόμενες οικονομίες, πρέπει να κινηθούμε διακριτικά".