Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Μια σύνοψη του μηχανισμού της αγοράς

Γράφει, σε αρθρο του στην"Καθημερινή" ο κ. Πάσχος Μανδραβέλης:

" Το κόστος και το όφελος σε μια οικονομία

Υπήρχε μια εποχή που τα πράγματα ήταν απλά. Μεγάλα ιδεολογικά σχήματα, που είχαν στο κέντρο τους απόλυτες όσο και ασαφείς αλήθειες (π. χ. Θεός, πατρίδα, φυλή, αταξική κοινωνία κ. λπ.), μπορούσαν να κινητοποιήσουν μεγάλες μερίδες πληθυσμών προς ένα σκοπό. Το κίνητρο κάθε ατόμου ξεχωριστά για να εργασθεί (άρα να έχει προσωπικό κόστος) προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση είχε στον πυρήνα του κάτι μεταφυσικό. Ολες αυτές οι μεγάλες έννοιες δεν ήταν σαφώς προσδιορισμένες και, ως εκ τούτου, ποτέ κανείς δεν ήξερε πότε θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Απλώς κυριαρχούσε η πίστη πως υπάρχει μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς το καλό κι άπαντες όφειλαν να την ακολουθήσουν, ώστε αυτή η πορεία να επιταχυνθεί.

Αυτά τα ιδεολογικά σχήματα εξάντλησαν με τον καιρό (και κυρίως με την εφαρμογή τους) τα όρια των δυνατοτήτων τους. Επειδή στηρίζονταν σε απόλυτες αλήθειες (άσχετα αν κάποιες απ’ αυτές επιχείρησαν να φορέσουν τον μανδύα του «επιστημονικού») στερούσαν την ελευθερία εκείνων που δεν συμμερίζονταν την αίσθηση της εκ των άνω προσδιορισμένης αποστολής των. Επειδή δε οι «αλήθειες» αυτές ήταν και ασαφείς, ο περιορισμός της ελευθερίας επεκτεινόταν όλο και σε πιο παράταιρους χώρους. Ετσι, τα μεγάλα ιδεολογικά σχήματα κατέρρευσαν κυρίως διά της εφαρμογής τους. Αφενός δεν μπορούν να κινητοποιήσουν τα άτομα και αφετέρου το κόστος της κινητοποίησης αποδείχθηκε με τον καιρό μεγαλύτερο του οφέλους.

Το ερώτημα λοιπόν που μπαίνει είναι πώς κινητοποιείς ελεύθερους ανθρώπους για την επίτευξη κοινωνικών στόχων, όταν δεν υπάρχει το κίνητρο της «βασιλείας των ουρανών» ή της γης, που «έτσι κι αλλιώς θα γίνει κόκκινη». Γιατί να γίνει παραγωγικός ένας δημόσιος υπάλληλος, αν ξέρει ότι θα αμειφθεί το ίδιο, είτε δουλέψει δύο ώρες είτε δέκα; Γιατί να επωμισθεί επιπλέον κόστος ένας εργαζόμενος της πρώην ΕΣΣΔ, όταν το προσωπικό όφελος θα είναι το ίδιο;

Μια λύση που αναφέρεται συχνά είναι τα αντικίνητρα: όποιος δεν πράξει το σωστό, παρανομεί· και όποιος παρανομεί τιμωρείται. Δεν υπάρχει κοινωνία που να μην προϋποθέτει κανόνες. Οι κανόνες, έχοντας προηγουμένως ορίσει τις έννοιες του σωστού και του λάθους, ορίζουν έτσι και τη συμμόρφωση ή την παράβαση. Η παράβαση τιμωρείται, άρα οι άνθρωποι θα πράξουν το σωστό. Αν και μπορεί να επιχειρηματολογεί κάποιος επί χρόνια πώς θα οριστεί το «σωστό» και το «λάθος», ας δεχθούμε ότι υπάρχει ένας αντικειμενικός τρόπος ορισμού. Ομως, αυτό όχι μόνο δεν εξηγεί τη νομιμοποιητική βάση των κινήτρων, αλλά δεν είναι επαρκής θεωρία και για τα κίνητρα.

Το βασικό πρόβλημα των αντικινήτρων είναι πως αφορούν την πράξη και όχι την παράλειψή της. Τα αντικίνητρα μπορεί να σταματήσουν κάποιον από το να κάνει κάτι, αλλά δεν τον κινητοποιούν να κάνει κάτι περισσότερο. Οι πειθαρχικές ποινές στέλνουν όλους τους δημοσίους υπαλλήλους καθημερινά στη δουλειά τους, δεν τους κινητοποιεί όμως και να την κάνουν. Με άλλα λόγια, η τιμωρία φρενάρει τους ανθρώπους για το «λάθος», αλλά δεν τους κινητοποιεί για το «σωστό». Οπως κι αν οριστεί το «σωστό» ή το «λάθος».

Αντιθέτως, ο καπιταλισμός έχει λύσει αυτό το πρόβλημα σε ατομικό επίπεδο. Διά της αγοράς προωθεί το δημοκρατικά επιλεχθέν «καλό», επιβραβεύοντας όσους το προωθούν. Ενας επιχειρηματίας, αν δουλέψει περισσότερο προς την κατεύθυνση που οι καταναλωτές θέλουν, θα αμειφθεί παραπάνω. Ενας σταχανοβίτης, πέρα από μια πιθανή ηθική ανταμοιβή, δεν πρέπει να περιμένει τίποτε περισσότερο. Πρέπει να πούμε «μπράβο» στον δεύτερο, αλλά αυτό δεν θα κινητοποιήσει έναν ικανό αριθμό ατόμων για αύξηση της παραγωγικότητας.

Από κει και πέρα η Αριστερά μπαίνει στον εξίσου ασαφή (με τα μεγάλα ιδεολογήματα) δρόμο των «αξιών» κάνοντας μάλιστα και μια λογική υπέρβαση. Φορτώνει στους ανθρώπους μια «αξία» που δεν έχουν, το «κυνήγι του χρήματος». Για τους περισσότερους ανθρώπους (εξαιρούμε κάποιες παθολογικές περιπτώσεις) το χρήμα δεν αποτελεί επ’ ουδενί αυθύπαρκτη αξία. Παραμένει ένα (πολύ πραγματικό) μέσο ανταλλαγής του τωρινού κόστους της εργασίας τους με μελλοντικές απολαβές. Είναι μεν υπαρκτό το μεταλλαγμένο σχήμα που παρατήρησε ο Καρλ Μαρξ στον καπιταλισμό χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα, αλλά αυτό χαρακτηρίζει τη δομή του συστήματος, όχι τις επιδιώξεις των ατόμων.

Από την άλλη, η βασική αρετή του καπιταλισμού είναι πως δίνει πραγματικά κίνητρα στους ανθρώπους για να κινητοποιηθούν προς δημοκρατικά επιλεγμένους κοινωνικά στόχους. Αν η κοινωνία θέλει παπούτσια θα φτιάξει παπούτσια, όχι γιατί έτσι «θα γίνει ο κόσμος καλύτερος», αλλά γιατί αυτοί που θα τα φτιάξουν θα αμειφθούν πραγματικά. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν παρουσιάζονται ουρές στα καταστήματα υποδημάτων, σε αντίθεση με όσα είδαμε στην αλήστου μνήμης ΕΣΣΔ.

Ο μεγάλος Βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς το είχε διατυπώσει πολύ γλαφυρά: «Καπιταλισμός είναι η δοξασία, πως οι πιο αχρείοι άνθρωποι θα κάνουν τα πιο αχρεία πράγματα για το καλό όλων μας». Ετσι, ενώ η σοσιαλιστική θεώρηση των πραγμάτων χρησιμοποιεί θεολογικού τύπου κίνητρα (όραμα για μια καλύτερη μελλοντική ζωή) για την κινητοποίηση των ατόμων προς κοινωνικούς στόχους, η θεώρηση της ελεύθερης αγοράς χρησιμοποιεί το μεταφυσικό τρικ ότι το συνολικό αποτέλεσμα των επιμέρους κοινωνικών στόχων που ικανοποιεί η αγορά είναι εξ ορισμού το κοινωνικά επιθυμητό.

Υπάρχει ένα παράδοξο με την αγορά. Αφού δεν έχουμε καντάρι να ορίσουμε ποιο είναι ορθό προς παραγωγή και ποιο όχι, η αγορά είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο, που εξασφαλίζει την καλύτερη και δημοκρατικότερη χρήση των πάντα ελλιπών πόρων που διαθέτουμε.

Επειδή, όμως, οι επιθυμίες των ανθρώπων είναι μεταβλητές, κάθε κεντρικός σχεδιασμός είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Δηλαδή, ακόμη κι αν υπήρχε ένας υπολογιστής που θα συγκέντρωνε όλες τις επιθυμίες όλων των ανθρώπων για να προγραμματιστεί η παραγωγή, τα δεδομένα αυτά δεν θα ήταν παρά μια στατική εικόνα, ενώ υπάρχει μια δυναμική κοινωνία που μεταβάλλεται διαρκώς. Με την αγορά εξασφαλίζουμε την καλύτερη προσέγγιση των επιθυμιών των καταναλωτών με την παραγωγή. Είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα και το κυριότερο: κατανέμει το κόστος και το όφελος στα άτομα που κάνουν τις επιλογές.

Η ζήτηση και η προσφορά προϊόντων

Η αγορά πλεονεκτεί έναντι κάθε κεντρικού σχεδιασμού διότι τα οφέλη που υπόσχεται για κοινωνικά επιθυμητές επιλογές κινητοποιεί τα άτομα να παράγουν. Από την άλλη δημιουργεί και αντικίνητρα. Οι επιχειρηματικές ζημίες που δημιουργούνται από κοινωνικά ανεπιθύμητες επιλογές (επιλογές δηλαδή που δεν είναι επιθυμητές από τους ανθρώπους που ψηφίζουν διά του οβολού τους κάθε μέρα) αποτελούν ένα βασικό αντικίνητρο γι’ αυτές τις επιλογές.

Το παράδοξο, όμως, είναι ότι οι επιμέρους επιθυμητές κοινωνικά επιλογές που εκφράζονται μέσω της αγοράς δεν αθροίζονται πάντα σε μια επιθυμητή κοινωνική επιλογή. Δημιουργούνται, για παράδειγμα, ανισότητες οι οποίες, πέρα από το αρνητικό ηθικό φορτίο που κουβαλούν, γίνονται βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας. Ακόμη και στενά οικονομολογικά αν δούμε το ζήτημα (αν δηλαδή αποσιωπήσουμε τον παράγοντα κοινωνική συνοχή) η εκτεταμένη φτώχεια υπονομεύει κάθε αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας. Στο κάτω κάτω της γραφής κάποιοι πρέπει να έχουν τα χρήματα για να αγοράσουν τα προϊόντα που παράγονται. Ο καπιταλισμός για να λειτουργήσει δεν μπορεί να έχει μόνο πωλητές· χρειάζεται και αγοραστές. Προσφορά χωρίς τη ζήτηση είναι νεκρά προϊόντα στις αποθήκες. Κι αυτό δημιουργεί τις κρίσεις στον καπιταλισμό. Είναι προς το συμφέρον κάθε επιχειρηματία να συμπιέζει τους μισθούς για να μειώσει το κόστος παραγωγής και δι’ αυτού του τρόπου να μεγαλώσει την προσφορά. Ομως η συνολική μείωση των μισθών σε μια οικονομία συμπιέζει τη ζήτηση. Ετσι αυξάνεται διαρκώς η προσφορά και μειώνεται η ζήτηση, με αποτέλεσμα να έχουμε κρίση υπερπαραγωγής. (Σ. Σ.: στην Ελλάδα, βέβαια, έχουμε το ακριβώς αντίστροφο πρόβλημα. Είχαμε ζήτηση χωρίς εγχώρια παραγωγή, που δημιούργησε την κρίση υπερδανεισμού του Δημοσίου για να στηρίξει την κατανάλωση).

Στον 20ό αιώνα είδαμε το μοντέλο της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας να καταρρέει, επειδή ακριβώς δεν έλυσε το πρόβλημα των κίνητρων για την κινητοποίηση των ανθρώπων. Είδαμε τις δυτικές οικονομίες να αναπτύσσονται γιατί κάθε φορά έβρισκαν μια ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας της αγοράς και της κρατικής παρέμβασης. Κάποιες χώρες βρήκαν καλύτερες ισορροπίες προς την κατεύθυνση της αγοράς και προόδευσαν ταχύτερα. Κάποιες άλλες (όπως η Ελλάδα) έμειναν αγκυλωμένες εξαιτίας της θεοποίησης της κρατικής παρέμβασης, με αποτέλεσμα να χάσουν αναπτυξιακές ευκαιρίες. Τροφοδότησαν τη ζήτηση (διά του δανεισμού) αμελώντας την προσφορά. Η πραγματικότητα της κρίσης που βιώνουμε αυτό δείχνει".


Επί του τεράστιου ζητήματος της αποτελεσματικότητας της αγοράς, αναμένω παρατηρήσεις και σχόλια. Οφείλω, πάντως, να σημειώσω ότι, αν σήμερα έχουμε την "πολυτέλεια" να προβαίνουμε σε αναλύσεις περί της "αναγκαιότητας της αγοράς", οφείλεται στην παροχέτευση χρήματος στην (χρηματοπιστωτική) αγορά από κυβερνήσεις. Και μάλιστα, χωρίς να υπάρχει ουδεμία δέσμευση για την περαιτέρω κατεύθυνση των κεφαλαίων. Δηλαδή, το αντίθετο ακριβώς από ότι πρεσβεύει η Κεϋνσιανή θεωρία (κα η Λογική, εν γένει). Και όλο αυτό, συνέβει χωρίς ο ιδιωτικός χρηματοπιστωτικός τομέας να αναλάβει κανένα κίνδυνο. Αυτό γίνεται εμφανέστατο από την ακόλουθη είδηση:


"Τράπεζα Αγγλίας : Ας χρεοκοπήσουν και τράπεζες

Πρέπει να επιτρέπεται στις τράπεζες να αποτυγχάνουν σε δύσκολους καιρούς και οι ζημιές τους να απορροφώνται από τους πιστωτές και επενδυτές τους, όχι από τους φορολογούμενους, δήλωσε σε συνέντευξη τύπου στο BBC o υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Πολ Τάκερ (Paul Tucker).

Ο Τάκερ τόνισε πως οι τράπεζες όφειλαν να αναλάβουν τις ζημιές όταν τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα και πως οι αλλαγές που έχουν γίνει στο τραπεζικό σύστημα δεν πήγαν αρκετά μακριά ώστε να επιτρέψουν το ενδεχόμενο αυτό.

"Εάν έχουμε ένα σύστημα όπου οι τράπεζες απολαμβάνουν πάντα τις καλές μέρες και οι φορολογούμενοι πάντα τις κακές μέρες, κάτι έχει στραβώσει με τον καπιταλισμό, με την καρδιά του καπιταλισμού, και χρειάζεται να το διορθώσουμε" δήλωσε στην τηλεόραση του BBC. "Θέλουμε τις καλές μέρες να τις απολαμβάνουν οι μέτοχοι και σε κάποιο βαθμό και οι μάνατζερ, αλλά πρέπει να συμβαίνει το ίδιο και στις βροχερές μέρες. Αυτό θα απαιτήσει μεγάλες αλλαγές διεθνώς" δήλωσε ο Τάκερ.

Η βρετανική κυβέρνηση κατέχει ένα μερίδιο 83% στη Royal Bank of Scotland και 41% στο Lloyds Banking Group μετά τη διάσωσή τους το 2008-2009. Μία ανεξάρτητη επιτροπή για τις τράπεζες θα υποβάλλει έκθεση φέτος για το αν οι βρετανικές τράπεζες είναι πολύ ισχυρές και χρειάζεται να χαλιναγωγηθούν".


Να σημειώσω ότι η πρόταση του κ. Paul Tucker, σημαίνει και την ανάληψη κινδύνου από τους καταθέτες. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.