" Το τέλος ενός μοντέλου
Tο 2010 αποτελεί την τελευταία χρονιά μιας μακράς, 30ετούς περιόδου, κατά την οποία η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηριζόταν από τη σχετικά σταθερή εργασιακή ασφάλεια για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, παρά τα μεγάλα ελλείμματα στους τομείς της κοινωνικής προστασίας. Με τις γνωστές ιδιομορφίες της η Ελλάδα ακολούθησε το υπόδειγμα χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, όπου, με την ισχυρή παρέμβαση του κράτους, οι εργασιακές συμβάσεις θεμελίωσαν ένα μοντέλο μόνιμης και πλήρους απασχόλησης, από το οποίο υποστηρίχθηκε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο τμήμα του εργατικού δυναμικού. Βεβαίως, αυτή η σταθερή εργασιακή σχέση, ακλόνητη στον δημόσιο τομέα, ισχυρή στις ΔΕΚΟ και σχεδόν προνομιακή στις μεγάλες επιχειρήσεις -κυρίως τράπεζες και παραρτήματα πολυεθνικών- συνδυαζόταν πάντα (σε αντίθεση με ό,τι χαρακτήριζε τις αγορές υψηλής ευελιξίας των ευρωπαϊκών χωρών) με χαμηλά επιδόματα ανεργίας, ανύπαρκτη στήριξη για τους μακροχρόνια ανέργους, ατελή προστασία για τις εργαζόμενες μητέρες, στέρηση κρατικής φροντίδας για τους ηλικιωμένους χαμηλοσυνταξιούχους και με υποτυπώδη στηρίγματα για τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες.
Παρόλα αυτά, το μοντέλο της πλήρους απασχόλησης, καθώς και η δυνατότητα δεύτερης και τρίτης εργασίας για ορισμένες κατηγορίες και λειτούργησε και συνέβαλε στον επαναπροσδιορισμό και στη διεύρυνση αυτού που σήμερα ονομάζουμε μεσαία στρώματα. Αυτό διαπιστώνεται και από τα στοιχεία της Στατιστικής Αρχής για το πώς κατανέμονται τα 4,5 εκατ. του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι διατηρούν -υπό προθεσμία- εγγυημένη εργασία στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, 400.000 απασχολούνται στις, μέχρι πρότινος ασφαλείς, μεγάλες επιχειρήσεις. Περίπου σε 1,7 εκατομμύρια υπολογίζονται οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι εργοδότες, ενώ 1,3 εκατ. εργαζόμενοι απασχολούνται σε μικρές επιχειρήσεις δυναμικότητας έως 20 ατόμων.
Ηδη η εικόνα είναι παρελθόν. Ο συνδυασμός εργασιακής ασφάλειας -με τα όποια ψεγάδια της- και χαμηλής κοινωνικής προστασίας έπαψε να αποτελεί χαρακτηριστικό της ελληνικής πραγματικότητας. Ούτε οι ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις μπορούν να εγγυηθούν θέσεις απασχόλησης, ούτε τα υπόλοιπα εργαλεία -εκ περιτροπής και διαθεσιμότητες- που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις μπορούν να εξασφαλίσουν σταθερή εργασία. Το νέο στοιχείο είναι οι ατομικές συμβάσεις, οι οποίες επεκτείνονται όλο και περισσότερο όπου δεν μπορούν να επιτευχθούν επιχειρησιακές συμφωνίες, μεταβάλλοντας τα πάντα: επιδόματα, ωράρια, άδειες, αποζημιώσεις. Ολα αυτά πλέον γίνονται νόμιμα, ανεξάρτητα από τον θεσμό των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων, οι οποίες όχι μόνο δεν εμποδίζουν τη διεύρυνση των ατομικών συμβάσεων, αλλά συμβάλλουν σε μια πρωτοφανή επέκτασή τους. Το βέβαιο είναι ότι στο τέλος του 2011 θα μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική αγορά εργασίας".