Διαβάζω στην Athens Voice #298 το editorial του κ. Φώτη Γεωργελέ. Περιγράφει μια ζοφερή, αλλά δυστυχώς απολύτως πραγματική εικόνα των τεκταινόμενων στην Ελληνική επικράτεια. Ωστόσω, θα ήθελα να σημειώσω την σαφή διαφωνία μου σε σχέση με το τελικό συμπέρασμα του αρθρογράφου. Κι αυτό όχι γιατί διαφωνώ ως προς την εικόνα της Ελλάδας που περιγράφεται στο άρθρο, αλλά διότι θεωρώ απολύτως εφικτή την αντιστροφή της εικόνας αυτής και μάλιστα, ευκαιρίας ΔΝΤ δοθείσης, έχουμε την δυνατότητα μιας νέας αρχής. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πόσο διαβρωμένο και σαθρό ήταν το αξιακό σύστημα βάσει του οποίου στηρίξαμε τον τρόπο διαβίωσής μας.
Το άρθρο έχει ως εξής:
"Ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα βρισκόμουν σε ένα ελληνικό νησί. Το σπίτι ήταν στην πλαγιά ενός βουνού, τα κυπαρίσσια έφταναν μέχρι την παραλία. Όλα γύρω πράσινα και γαλάζια. Αρχές Απρίλη η θερμοκρασία είχε αγγίξει τους 28 βαθμούς, κάποιοι έκαναν μπάνιο. Η θάλασσα ακύμαντη, πεντακάθαρη ατμόσφαιρα, έβλεπες σαν δίπλα σου τα κοντινά νησιά, τη στεριά. Σιωπηλοί, κοιτάζαμε γύρω μας σαν μαγεμένοι. Σε μια στιγμή, χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί, γυρίσαμε με τον διπλανό μου και είπαμε ο ένας στον άλλον μαζί την ίδια φράση: Καλά, πόσο ηλίθιοι πρέπει να ’μαστε για να χρεοκοπήσουμε αυτό το μαγαζί;
Τα βράδια ψάχναμε εστιατόρια, το ένα στα δέκα ήταν ανοιχτό. Το πρωί καφενεία στις παραλίες, κανένα δεν ήταν ανοιχτό. Είχε πέσει νωρίς το Πάσχα, είχαν τα δίκια τους και οι άνθρωποι, τι θα έκαναν μέχρι το καλοκαίρι; Όμως όταν μια χώρα λέει ότι βαριά βιομηχανία της είναι ο τουρισμός, είναι δυνατόν να έχει 2 μήνες τουριστική περίοδο; Κι όταν θες να βγάλεις με 40 μέρες τη ζωή ενός ολόκληρου χρόνου, δεν είναι αναμενόμενο ότι τα ενοικιαζόμενα δωμάτια θα κοστίζουν όσο τα ακριβά ξενοδοχεία άλλων χωρών, τα πλοία όσο το αεροπορικό εισιτήριο για Λονδίνο και το φαγητό ακριβότερο από ένα εστιατόριο στο Παρίσι; Φέτος ο αριθμός των μαθητικών πενταήμερων εκδρομών στα ελληνικά νησιά έχει μειωθεί στο μισό. Οι άλλοι μισοί προτίμησαν με τα ίδια λεφτά να πάνε στη Ρώμη και τη Βαρκελώνη.
Πέρασα με το φέρι απέναντι στη στεριά, ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας. Έκανα βόλτες μέχρι να βρω το δρόμο. Δεν υπήρχαν ταμπέλες όχι που να λένε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, ούτε για την πιο κοντινή μεγάλη πόλη. Στα βενζινάδικα μου ’διναν οδηγίες. Θα πας προς Πάλαιρο, μετά θα ακολουθήσεις προς Βόνιτσα, μετά θα δεις Άκτιον, Πρέβεζα, μετά θα πας προς Γιάννενα, πριν φτάσεις θα δεις ταμπέλα προς Γρεβενά, είσαι Εγνατία, όταν περάσεις τα Γρεβενά θα δεις ταμπέλα Θεσσαλονίκη, πήγαινε ίσια. Σ’ όλη τη διαδρομή έβρισκα έργα. Ακόμα και στις εθνικές οδούς που έχουν παραδοθεί με τυμπανοκρουσίες, κάθε λίγο πέφτεις σε έργα επί της οδού, κομμένες λωρίδες, σήματα, διαχωριστικά. Έργα με το ελληνικό σύστημα. Μια μπουλντόζα ξεχασμένη, κορδέλες. Στα έργα επί της οδού ποτέ δεν βλέπεις κάποιον να εργάζεται. Το μόνο που λειτουργεί στους ελληνικούς δρόμους είναι τα διόδια. Πώς είναι δυνατόν ένας εθνικός δρόμος, η Αθηνών-Πατρών, να φτιάχνεται δεκαετίες και ποτέ να μη γίνεται;
Την ώρα που ο τουρισμός στην Ελλάδα πέφτει τα τελευταία χρόνια, στην Τουρκία έχει διπλασιαστεί. Η πιο αρχαία και πιο ζωντανή πρωτεύουσα της Μεσογείου, η Αθήνα, είναι προορισμός για μια-δυο το πολύ διανυκτερεύσεις. Η ίδια η φράση «τουρισμός στην Αθήνα» μοιάζει με ανέκδοτο, είναι σαν κι εκείνα τα άρθρα που γράφαμε παλιά γι’ αστείο στα περιοδικά, οι «10 πιο επικίνδυνοι προορισμοί του κόσμου για διακοπές». Μια τριτοκοσμική πρωτεύουσα με το κέντρο της παραδομένο στις μαφίες, όσοι επένδυαν την περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων σε ξενοδοχεία και καταστήματα στο κέντρο τώρα κλαίνε. Έγιναν από μόνα τους όλα αυτά; Φυσικά όχι. 120 εκατομμύρια δημόσιες επενδύσεις στο ιστορικό κέντρο την περίοδο 2000-2004, 15 εκατομμύρια μόλις απ’ το 2004 ως το 2009...
Πώς καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι εδώ; Πώς αφήσαμε αυτή την παρακμή να αποσαθρώσει κάθε οικονομική δραστηριότητα, κάθε πολιτική και κοινωνική δομή;
Τώρα φτάσαμε στο τέλος της κατηφορικής διαδρομής. Ζούμε με δανεικά και πλέον δεν μας δανείζει κανείς. Έχουν δίκιο. Αν η χώρα ήταν επιχείρηση, θα ’ταν ο ορισμός της ξοφλημένης περίπτωσης. Η εταιρεία Ελλάς έχει δάνεια που ξεπερνούν τον τζίρο της, είναι παθητική, έχει κάθε χρόνο υπέρογκα ελλείμματα. Ακόμα και στην περίπτωση που γίνει το θαύμα και πάψει να έχει τέτοια ελλείμματα, δεν της φτάνει ούτε να ξεπληρώνει τους τόκους των δανείων της. Κι ένας πρωτοετής της Εμπορικής θα σου ’λεγε μονολεκτικά, λουκέτο".