"Υπό τη μορφή ενημερωτικών σημειωμάτων και συμβουλών περιγράφουν την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ως χειρότερη από αυτή της Αργεντινής το 2001, όταν η χώρα των καλύτερων ποδοσφαιριστών του κόσμου κήρυξε στάση πληρωμών.
Σε ένα από αυτά σημειώνουν ότι στο τέλος του 2001 το χρέος της Αργεντινής ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 62%, ενώ της Ελλάδας το 2009 ήταν 115%. Το έλλειμμα της Αργεντινής έφθασε το 6,4% το 2001 όταν της Ελλάδας το 2009 ήταν 12,7% (αναθεωρήθηκε σε 13,6%) ή 16% (το ταμειακό).
Προσέλκυση κεφαλαίων
Οι εταιρείες αυτές, που έχουν ως στόχο να προσελκύσουν κεφάλαια πλούσιων πελατών και να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία, θεωρούν ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης απέτυχε να καλμάρει τις αγορές και να βάλει το χρέος της Ελλάδας σε ένα διατηρήσιμο μονοπάτι. Κι αυτό γιατί, όπως εκτιμούν, το χρέος της χώρας μας ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθεί στο 150% το 2012 από 115%. «Μόνο οι πληρωμές τόκων», λέει το σημείωμα, «θα φθάσουν το 9% του συνολικού εισοδήματος με βάση τα επιτόκια της τάξης του 6% (και όχι 9% που ανέβηκαν) και σχεδόν όλα τα κεφάλαια θα μεταφερθούν σε γερμανούς, γάλλους και ελβετούς κατόχους ομολόγων».
Η ανάλυση συνεχίζει λέγοντας ότι «ακόμα κι αν η Ελλάδα δεν πληρώσει τόκους το 2010 -η κυβέρνηση μάλιστα σχεδίαζε να αντλήσει 52 δισ. ευρώ από τις αγορές για να αναχρηματοδοτήσει το σύνολο των τόκων- την ίδια στιγμή πρέπει να δανειστεί επιπλέον ποσοστό 4% του ΑΕΠ. Συνεπώς, το χρέος επί του ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 13%». Η έκθεση καταλήγει ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι πολύ πιο τολμηρή αν θέλει το πρόγραμμα λιτότητας να έχει πιθανότητες επιτυχίας.
Στη συνέχεια επισημαίνει ότι για να κερδίσει η Ελλάδα την εμπιστοσύνη των αγορών, χρειάζεται να σταματήσει η αύξηση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Ομως, η μείωση των δημόσιων δαπανών και η αύξηση των φόρων θα οδηγήσει σε κάθετη πτώση της ζήτησης.
Εκτιμά ότι κάθε 1 δολάριο δημοσιονομικής λιτότητας «κόβει» 1,5-2 δολάρια ζήτησης. Επιπλέον η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να λειτουργήσει μόνο εάν η αύξηση της ανεργίας οδηγήσει σε πτώση των μισθών και των τιμών, έτσι ώστε το έθνος να γίνει πιο ανταγωνιστικό. Κάτι τέτοιο, όμως, στην Ελλάδα είναι αμφίβολο να συμβεί γρήγορα, άρα θα καθυστερήσει.
Συνεπώς, τον πρώτο χρόνο μιας τολμηρής πολιτικής λιτότητας το ελληνικό ΑΕΠ θα υποχωρήσει κάθετα. Ομως εδώ αρχίζουν τα προβλήματα και ο κίνδυνος φαύλου κύκλου. Το χαμηλότερο ΑΕΠ σημαίνει χαμηλότερα φορολογικά έσοδα και υψηλότερα επιδόματα ανεργίας. Και όλα μαζί επιδεινώνουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού.
Κάτω από λογικές υποθέσεις, εάν οι Ελληνες πάρουν ένα επιπλέον 10% του ΑΕΠ σε πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα θα συνεχίσουν να έχουν ένα δημόσιο έλλειμμα περίπου 5% του ΑΕΠ το 2011. Αυτό το έλλειμμα θα αρχίσει να μειώνεται, όταν η οικονομία θα ανακάμψει και εφόσον η ανεργία υποχωρήσει. Αλλά αυτό θα πάρει πολύ καιρό.
Ο συντάκτης του κειμένου αμφιβάλλει κατά πόσο ένα αυστηρό πρόγραμμα θα είναι λειτουργικό και εφόσον είναι, όπως λέει, «κάποιος θα χρειαστεί να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα και να ανακυκλώσει το χρέος για πάνω από τρία χρόνια».
Οι αγορές αναμφίβολα θα ανησυχούν από τις μεγάλες μειώσεις του ΑΕΠ και από τις συνεχιζόμενες απεργίες. Η μόνη λύση θα ήταν η Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΔΝΤ να βγουν μπροστά και να εγγυηθούν αποτελεσματικά για τρία χρόνια τις χρηματοδοτικές ανάγκες, που υπολογίζονται συνολικά σε 150 δισ. δολάρια".
Επίσης διαβάζουμε:
"Το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που έγινε ποτέ από ανεπτυγμένη χώρα καλείται να υλοποιήσει η Ελλάδα την επόμενη τριετία. Γεγονός που δημιουργεί προβληματισμό τόσο για την επιτυχία του όσο και για τις συνέπειες που θα έχει στην πραγματική οικονομία και την απασχόληση.
Πολλές χώρες έχουν επιχειρήσει να τιθασεύσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες και αυξάνοντας τους φόρους. Μια ματιά στις σημαντικότερες περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής των τελευταίων δεκαετιών δείχνει ότι η μέση μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε σωρευτικά λίγο πάνω από το 9%.
Από τα παραδείγματα προκύπτει ότι η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος ήταν κατά μέσον όρο ίση με μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ για κάθε ένα από τα τρία πρώτα χρόνια (το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού προκύπτει όταν από τις δαπάνες, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι πληρωμές τόκων, αφαιρούνται τα έσοδα).
Για μέτρο σύγκρισης, η δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας επιχειρείται να υπερβεί τις 11 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ με βάση το πρόγραμμα σταθερότητας 2010-2013. Το πρωτογενές έλλειμμα ύψους 7,7% του ΑΕΠ το 2009 -που μάλλον θα αναθεωρηθεί πάνω από το 8% του ΑΕΠ- προβλέπεται να μειωθεί στο 0,2% του ΑΕΠ το 2011 και να μετατραπεί σε πλεόνασμα ίσο με 2,6% του ΑΕΠ το 2012. Με άλλα λόγια, η ελληνική προσαρμογή είναι πολύ φιλόδοξη αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος και ακόμη περισσότερο το χρονικό διάστημα των 3 χρόνων που δεν συναντάται σε άλλη περίπτωση.
Η δημοσιονομική προσαρμογή της Ιρλανδίας ήταν ίση σωρευτικά με 10,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αλλά διήρκεσε πολύ περισσότερα χρόνια από το 1981 μέχρι το 1989. Είχε κόστος, καθώς η ανεργία ανέβηκε στο 13,95% τον Δεκέμβριο του 1989 από 12,9% περίπου στα τέλη του 1982, πιάνοντας ταβάνι με 17,07% τον Σεπτέμβριο του 1985.
Ισως η μοναδική προσαρμογή που μπορεί να συγκριθεί μ' αυτή που ζητείται από την Ελλάδα είναι της Δανίας τη δεκαετία του 1980. Η μετατροπή του πρωτογενούς ελλείμματος σε πλεόνασμα διήρκησε μόλις 4 χρόνια, δηλαδή από το 1982 έως το 1986, και ήταν ίση με 16,9 μονάδες του ΑΕΠ. (!). Μάλιστα, η ανεργία στη Δανία υποχώρησε από 8% και πλέον το 1982 σε 4,93% τον Δεκέμβριο του 1986. Η άνεργοι στη Δανία ανερχόταν στο 7,49% του εργατικού δυναμικού τον Φεβρουάριο του 2010.
Οι πονοκέφαλοι για την Ελλάδα μεγαλώνουν, καθώς η προσπάθεια γίνεται σε μια περίοδο που σε όλο τον κόσμο οι οικονομίες δοκιμάζονται.
Οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το γεγονός μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη της αναμενομένης συρρίκνωση του ΑΕΠ. Μια μεγαλύτερη ύφεση θα οδηγήσει σε απώλειες εσόδων, υψηλότερες δαπάνες και επομένως μεγαλύτερο έλλειμμα για τον περιορισμό του οποίου θα χρειαστούν νέα μέτρα βάζοντας την οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο".