Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Και πάλι για το καθοδικό σπιραλ

Το άρθρο του Reuters είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο δημιουργείται ένα καθοδικό σπιράλ (το οποίο δύναται να καταλήξει σε "θανάσιμο βρόχο"):

" Πώς το υψηλό δημόσιο χρέος ανοίγει τον δρόμο προς την πτώχευση
Επιβράδυνση, αύξηση επιτοκίων, έλλειμμα, οι καταλύτες που οδηγούν στο αδιέξοδο

Reuters

Πώς μπορεί μια χώρα να συντηρεί χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια και έπειτα, αίφνης, να οδεύει ολοταχώς προς πτώχευση; Το ερώτημα δεν είναι μόνο ακαδημαϊκό. Αφορά σε σημαντικό βαθμό χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

Η απάντηση είναι ότι το μέγεθος του χρέους δεν είναι το παν όταν πρόκειται για την εξυπηρέτηση των τόκων. Ανεξαρτήτως του ύψους του, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ δεν αυξάνεται απαραιτήτως όσο η κυβέρνηση έχει δύο παράγοντες υπέρ της: το «πρωτογενές» ισοζύγιο του προϋπολογισμού -το ισοζύγιο εξαιρουμένων των πληρωμών τόκων- και το ποσοστό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Για να δούμε πώς λειτουργούν αυτοί, ας εξετάσουμε δύο χώρες. Η μία έχει μέτριο χρέος, στο 50% του ΑΕΠ, με μέσο επιτόκιο 4%. Αν ο προϋπολογισμός εμφανίζει πρωτογενές ισοζύγιο, η κυβέρνηση και πάλι θα παρουσιάζει έλλειμμα 2% του ΑΕΠ, που σημαίνει 4% (το επιτόκιο) επί του 50% (το χρέος). Οσο το ονομαστικό ΑΕΠ αυξάνεται κατά 4%, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μένει ο ίδιος.

Η άλλη χώρα είναι υπερχρεωμένη, με λόγο χρέους προς ΑΕΠ 100%. Ας υποθέσουμε ότι και εκείνη πληρώνει επιτόκιο 4%. Με πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού, το δημοσιονομικό της έλλειμμα ανέρχεται στο 4% του ΑΕΠ. Ωστόσο, όσο το ονομαστικό ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνεται κατά 4% ετησίως, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ παραμένει ο ίδιος: 100%.

Ουσιαστικά, η υπερχρεωμένη κυβέρνηση δεν πληρώνει πρόστιμο για την σπατάλη της, από τη στιγμή που η ανάπτυξή της συνεχίζεται και τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά. Η Ελλάδα και άλλες υπερχρεωμένες χώρες επωφελήθηκαν επί σειράν ετών από τέτοιες ευτυχείς συνθήκες.

Ομως, η ισορροπία είναι εύθραυστη. Μπορεί να διαταραχθεί με τρεις τρόπους: υποχώρηση της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, αύξηση των επιτοκίων ή εμφάνιση, για τη χώρα, πρωτογενούς ελλείμματος. Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρότερο για πολύ χρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα, όπου συνέβησαν και τα τρία ταυτόχρονα.

Ας ξεκινήσουμε από την ανάπτυξη. Φανταστείτε πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ στο μηδέν. Αν δεν γίνει τίποτα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες στη μέτρια χρεωμένη χώρα, αλλά κατά 4 μονάδες στην πολύ χρεωμένη. Οι χώρες μπορούν να εμποδίσουν αυτή την αύξηση εμφανίζοντας αντισταθμιστικά πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό σημαίνει μετακίνηση από ισοσκελισμένο προϋπολογισμό σε πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ για τις μέτρια χρεωμένες και από 0% σε 4% για τις πολύ χρεωμένες. Οσο υψηλότερο είναι το χρέος, τόσο περισσότερο «σφίξιμο» χρειάζεται το «ζωνάρι».

Ομως, τέτοια δημοσιονομικά μέτρα τείνουν να αυξάνουν τις πτωτικές πιέσεις προς το ΑΕΠ, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το χρέος. Ας φανταστούμε ότι το πραγματικό ΑΕΠ μειώνεται κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του δημοσιονομικού πλεονάσματος. Η δημοσιονομική στενότητα του 4% θα επέφερε τότε συρρίκνωση 1% στο ΑΕΠ της άσωτης χώρας και 0,5% σε εκείνο της μέτρια χρεωμένης.

Ας προχωρήσουμε στα επιτόκια. Οι επενδυτές ανεβάζουν τα επιτόκια για να προστατευθούν από τον κίνδυνο να μην ανεχθεί ο πληθυσμός της χώρας την τεράστια δημοσιονομική στενότητα. Οι ξένοι αγοραστές πιθανό να αποδειχθούν πιο απαιτητικοί από τους εγχώριους «πατριώτες». Οσο αυξάνεται η ποσότητα του ακριβού χρέους, τόσο αυξάνεται και ο «λογαριασμός» των επιτοκίων.

Τέλος, στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης. Ενώ ιδανικό θα ήταν να θέσει το κράτος στόχο ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα, οι υφέσεις είθισται να επιφέρουν υψηλότερα ελλείμματα. Οσο απαλλάσσεται των φόρων η επιχειρηματική δραστηριότητα, τόσο μειώνονται τα έσοδα και όλο και περισσότερα άτομα πληρούν τις προϋποθέσεις λήψης κρατικού επιδόματος. Είναι η χειρότερη στιγμή να γίνουν εχθρικές οι αγορές.

Οταν και οι τρεις αυτοί παράγοντες -οικονομική συρρίκνωση, υψηλότερα επιτόκια, αυξανόμενα ελλείμματα- εμφανισθούν ταυτόχρονα, εύκολα τροφοδοτούν ο ένας τον άλλον σε έναν φαύλο κύκλο. Αν η άσωτη χώρα χρειαστεί να πληρώσει επιτόκιο 6% αντί για 4% και η ύφεση και η λιτότητα συρρικνώσουν το ονομαστικό ΑΕΠ κατά 2%, απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 8% απλώς και μόνο για να διατηρηθεί σταθερός ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ.

Ισως αυτά να είναι πολύ βαριά για τις χώρες που κατά παράδοση παρουσιάζουν μεγάλα ελλείμματα. Οι επενδυτές έχουν λόγο να φοβούνται κάποιο «μαγείρεμα» του χρέους. Ετσι, δεν αυξάνουν το επιτόκιο με το οποίο είναι έτοιμοι να δανείσουν - σταματούν απλώς να δανείζουν".