"Εχω δει -και ποιος δεν έχει δει- αυτοκίνητα παρκαρισμένα μπροστά σε κάδους σκουπιδιών.
Συνήθως άδειους, όταν έχει περάσει το απορριμματοφόρο. Αλλά και, συχνά, γεμάτους, οπότε τα σκουπίδια... αναμένουν πότε ο κάτοχος θα ευαρεστηθεί να απομακρύνει το αυτοκίνητό του. Πρώτη φορά (την ημέρα της αιματηρής γενικής απεργίας) είδα, μπροστά σε τρεις γεμάτους κάδους, παρκαρισμένο αυτοκίνητο με φορεμένο το ...κάλυμμα, όπως γίνεται όταν ο οδηγός είναι να λείψει μέρες. Και άλλες τόσες τα σκουπίδια να μείνουν αμανάτι!
Αναρωτήθηκα, τι τον ...φώτισε τον οδηγό και κατέρριψε (ως επινόηση στάθμευσης) κάθε προηγούμενο αγένειας και μωρίας: ντυμένο αυτοκίνητο μπροστά σε γεμάτους κάδους σκουπιδιών! Μετά σκέφτηκα, πόσα εξοργιστικά «παράδοξα» (δεν ξέρω τι εξοργίζει περισσότερο: η κακοήθεια ή η βλακεία!) έχω δει τελευταία. Τόσο που φτάσαμε να βγάζουμε ο ένας το μάτι του άλλου, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Και επειδή με βοηθάνε οι γενικεύσεις (οι λεπτομέρειες με τσακίζουν...), έφτασα να πιστεύω πως η οικονομική κρίση έχει πολλά πλοκάμια και το καθένα γραπώνει και από κάτι: από το πορτοφόλι και τη σύνταξη, μέχρι την ανάγκη του γείτονα και την ψυχή του καθενός μας.
Φοβάμαι πως από τότε (τέλη πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας...) που το εύκολο χρήμα άρχισε να στήνει την αψίδα θριάμβου του, για να περάσει από κάτω της, ταπεινωμένο, το δύσκολο χρήμα (του μεροκάματου και της σύνταξης), αφέθηκαν (αφήσαμε) τα πράγματα να κατρακυλήσουν τον εύκολο δρόμο της κλεμμένης -ή δανεικής από κλέφτες...- «ευημερίας» και να κυνηγάμε το άπιαστο, επειδή κάποιοι μασκαράδες είχανε πιάσει τον τράγο απ' τα γένια. Το υλικό (με το οποίο τώρα καλούμαστε να βαδίσουμε προς την έξοδο της κρίσης) έχει διαβρωθεί προ ετών. Εχει παρκάρει ντυμένο αυτοκίνητο μπροστά σε γεμάτους κάδους σκουπιδιών".