Γράφει η κ. Νατάσα Μπαστέα στα "Νέα":
"Τα πολυτελή χωριά που στοιχειώνουν τους Ιρλανδούς
Η Ιρλανδία είναι γεµάτη πλέον από χωριά - φαντάσµατα. Και όχι λόγω της αγάπης των Κελτών για τους µύθους και το µεταφυσικό. Μεγάλα οικοδοµικά συγκροτήµατα, µισοφτιαγµένα, περιµένουν µαταίως οικογένειες να ζήσουν σε αυτά ή επενδυτές, που όµως πλέον έχουν χρεοκοπήσει.
Τα παρατηρεί κανείς σε όλη την ιρλανδική ύπαιθρο. Ερηµα χωριά, σειρές από σπίτια - φαντάσµατα που χτίστηκαν για να αποδείξουν την ισχύ της κέλτικης τίγρης αλλά τώρα έχουν µετατραπεί στις ταφόπλακες εκείνου του ονείρου. Στο Σλάι Κοργκλας, στα κεντρικά της χώρας, δεκάδες πολυτελείς κατοικίες στέκονται µισοτελειωµένες, µε τους κήπους να χορταριάζουν και τους µισοβαµµένους τοίχους να έχουν αρχίσει να ξεφλουδίζουν. Τα έρηµα χωριά της Ιρλανδίας δηµιουργήθηκαν µεταξύ του 1998 και του 2006, όταν οι τιµές των ακινήτων στη χώρα τριπλασιάστηκαν και άρχισε ένας οικοδοµικός οργασµός. Περίπου 700.000 νέα σπίτια – σχεδόν ένα νέο σπίτι για κάθε έξι ιρλανδούς πολίτες – κατασκευάσθηκε στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας.
Οι περίπου 4 εκατοµµύρια Ιρλανδοί πείσθηκαν ότι µπορούσαν να γίνουν όλοι πλούσιοι πουλώντας ο ένας σπίτια στον άλλον. Οικοδοµικά συγκροτήµατα εµφανίσθηκαν δίπλα σε µικρά χωριά και οι τιµές των ακινήτων στο ∆ουλβίνο ήταν αντίστοιχες µε εκείνες του Μανχάταν. Ανθρωποι διανυκτέρευαν σε αυτοκίνητα προκειµένου να είναι πρώτοι το πρωί σε µεσιτικά γραφεία και να πληρώσουν την προκαταβολή για µια γκαρσονιέρα που κόστιζε 500.000 ευρώ. Οπως γράφουν οι «Sunday Times», οι ιρλανδοί τραπεζίτες δανείστηκαν περισσότερα από 70 δισ. ευρώ από ξένεςτράπεζες για να συνεχίσουν να προµηθεύουν την αγορά ακινήτων. Σχεδόν το 30% της εργατικής δύναµης της Ιρλανδίας µαζί µε στρατιές πολωνών εργατών απασχολούνταν στις οικοδοµές. Η απληστία θεωρούνταν καλή, σχεδόνµια πηγή εθνικής υπερηφάνειας και όποιος τολµούσε να ασκήσει κριτική χαρακτηριζόταν προδότης επειδή δεν µπορούσε να δεχθεί ότι οι Ιρλανδοί θα γίνονταν πιο πλούσιοι και από τους Βρετανούς.
Μισοτελειωµένα ερείπια.
Και µετά, µία ηµέρα, η φούσκα των ακινήτων έσκασε. Σήµερα που η Ιρλανδία έχει ενταχθεί πλέον στον ευρωπαϊκό µηχανισµό διάσωσης τα ερείπια της φούσκας µπορεί να τα δει κάποιος παντού. Οι «επενδυτές» – απλοί πολίτες της µεσαίας τάξης που δανείστηκαν εκατοµµύρια για να χτίσουν σπίτια – βρίσκονται εγκλωβισµένοι σε µια αγορά που έχει καταρρεύσει. Τα περισσότερα σπίτια είναι µισοτελειωµένα, κάποια που έχουν τελειώσει έχουν καταστραφεί από τους καταπατητές. Μερικά µόνο κατοικούνται – από ενοίκους που παίρνουν επιδόµατα κοινωνικής πρόνοιας και πληρώνουν το πολύ 600 ευρώ τον µήνα για ενοίκιο. Πολλά από αυτά έχουν προβλήµατα ύδρευσης και αποχέτευσης καθώς οι κατασκευαστές βιάζονταν να τα χτίσουν πρώτα και µετά να φτιάξουν τα δίκτυα της περιοχής, ιδιαίτερα κοντά σε παλιά χωριά ή σε πιο αποµονωµένα τµήµατα της χώρας.
Οι τράπεζες πλέον έχουν κλείσει τις κάνουλες δανειοδότησης και έτσι οι αγοραστές δεν µπορούν να βρουν χρήµατα ούτε για να τελειώσουν τα σπίτια ούτε για να τα επιδιορθώσουν ούτε για υποτυπώδη βελτίωση των υποδοµών.
Το όνειρο έγινε εφιάλτης
Στη διάρκεια της άνθησης, το δηµοτικό συµβούλιο του Λόνγκφορντ δεχόταν 200-1.500 αιτήσεις για άδειες οικοδόµησης κάθε χρόνο. Η πόλη απέκτησε νέο εµπορικό κέντρο το οποίο σήµερα είναι άδειο. Ο δήµαρχος πίστευε ότι η περιοχή που ήταν φτωχή θα γινόταν σύντοµα πάµπλουτη. «Νοµίζαµε ότι όλα είχαν στέρεες βάσεις» λέει ο πολεοδόµος Ντόναλ Μακανµπίθα. «Ο πληθυσµός της πόλης αυξανόταν µε γοργούς ρυθµούς. Είχαµε πεισθεί ότι σύντοµα όλοι θα έχουµε διαµερίσµατα στην Κυανή Ακτή. Ο µέσος Ιρλανδός πραγµατικά πίστευε ότι δηµιουργούσε αυτό το εισόδηµα. ∆εν γνωρίζαµε ότι τα χρήµατα ήταν δανεικά. Το καταλάβαµε όταν πια ήταν πολύ αργά...».
Οι αµερικανικές επενδύσεις και η φούσκα των ακινήτων
Το 1989 η Intel, η αµερικάνικη εταιρεία κατασκευής µικροτσίπ, εκµεταλλευόµενη τη χαµηλή φορολογία των ξένων επιχειρήσεων, έφτιαξε το ευρωπαϊκό της εργοστάσιο λίγο έξω από το ∆ουλβίνο.
Ακολούθησαν και άλλοι γίγαντες της τεχνολογίας και ξαφνικά η Ιρλανδία, µε µόλις το 1% του πληθυσµού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, βρέθηκε να έχει προσελκύσει το 25% όλων των αµερικανικών επενδύσεων στην Ε.Ε.
Οι τιµές των ακινήτων άρχισαν να παρουσιάζουν άνοδο το 1998, καθώς όλο και περισσότεροι ιρλανδοί µετανάστες επέστρεφαν στη χώρα τους. Το πρώτο κύµα των ξένων µεταναστών κατέφθασε για να δουλέψει σε καταστήµατα, εστιατόρια και οικοδοµές – δουλειές τις οποίες οι Ιρλανδοί δεν ήθελαν πλέον. Οµως το 2000 πολλές από τις δουλειές στον τοµέα της υψηλής τεχνολογίας χάνονταν ήδη προς την Ινδία εν µέσω µιας διαρκούς αναζήτησης όλο και πιο φθηνού εργατικού δυναµικού.
Κανείς στην ιρλανδική κυβέρνηση δεν έδειξε να το παρατηρεί.
Αντίθετα, στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, το φορολογικό σύστηµα τροποποιήθηκε προκειµένου να διευκολυνθούν όσοι ήθελαν να επενδύσουν σε ακίνητα. Εάν αγόραζες δύο ακίνητα, µπορούσες να µεταφέρεις τα έσοδα από το ενοίκιο του πρώτου σπιτιού στο κόστος αγοράς του δεύτερου χωρίς να φορολογείσαι – ένας παράδεισος για τους κερδοσκόπους.
Το πρώτο κύµα των επενδυτών, ένα καρτέλ γνωστών εταιρειών ακινήτων, έβγαλε πολλά χρήµατα λόγω της απληστίας και της αφέλειας µικρότερων επενδυτών που ήρθαν δεύτεροι. Η τιµή της γης εκτοξεύθηκε. Οι κερδοσκόποι έδιναν µια µικρή προκαταβολή, π.χ. 5.000 ευρώ, για ένα διαµέρισµα που κόστιζε 350.000 ευρώ και κατόπιν το πουλούσαν για 450.000 ευρώ µέσα σε 18 µήνες, λίγο πριν δηλαδή ολοκληρωθεί η κατασκευή του.
Το κύµα των κορόιδων...
Καθώς η αγορά ανθούσε µεταξύ 2003 και 2006, το επόµενο κύµα επενδυτών ήταν απλώς κορόιδα. ∆ικηγόροι, γιατροί, εργαζόµενοι της µεσαίας τάξης άφηναν τις δουλειές τους και άρχισαν να βάζουν τεράστιες υποθήκες σε πολλές ιδιοκτησίες, πεπεισµένοι ότι αυτός είναι ο τρόπος για να γίνουν πλούσιοι. Παντού υπήρχαν οικοδοµές που στηρίχθηκαν σε µια διαρκή παροχή φθηνών δανείων, τα οποία πρότειναν οι ιρλανδικές τράπεζες. Οταν έσκασε η φούσκα των ακινήτων και οι τιµές τους έπεσαν σηµαντικά, πάρα πολλοί Ιρλανδοί βρέθηκαν µε τεράστια δάνεια σε µια αγορά όπου δεν κινούνταν τίποτα, µε τα κτίρια να τιµώνται πλέον πολύ λιγότερο από το κόστος τους..."