"Οι «κακοτεχνίες» για τις επιχειρησιακές ΣΣΕ
Η απόκλιση και κατίσχυση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων από τις κλαδικές ΣΣΕ, που εμφανίζεται ως μείζον θέμα, αποτελεί μία από τις «κακοτεχνίες» και «λάθος συνταγές» που υιοθετούν η τρόικα και το Μνημόνιο. Η δυνατότητα απόκλισης ισχύει ήδη με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 3845/2010.
Στο ερώτημα τι όφελος αναμένεται από την εφαρμογή τής εν λόγω εξαίρεσης επιχειρησιακών από τις κλαδικές, η απάντηση της τρόικας στρέφεται στη δυνατότητα προσαρμογής του κόστους εργασίας των επιχειρήσεων στα δεδομένα παραγωγικότητας και επιδόσεων των ίδιων επιχειρήσεων. Πρόκειται για θεωρητικά ορθή «μικροοικονομική» προσέγγιση.
Το θέμα όμως συνδέεται με μια συζήτηση (επιστημονική, τεχνική, πολιτική) που για την Ελλάδα δεν έχει γίνει, και τώρα η πολιτική ρυθμίζεται με ανεπεξέργαστες «κακοτεχνίες» που μάλλον αγνοούν τα δεδομένα: το πόσες επιχειρησιακές ΣΣΕ πράγματι «λειτουργούν» στην Ελλάδα και πόσες επιχειρήσεις κι εργαζόμενους «καλύπτουν».
Τα στοιχεία λένε ότι οι επιχειρησιακές ΣΣΕ είναι κατά μέσο όρο 158 την περίοδο 1990-2008, 126 το 1990-1999, 193 το 2000-2008. Το 2005 κατεγράφη ο μέγιστος ετήσιος αριθμός της πρόσφατης περιόδου, με 254 επιχειρησιακές ΣΣΕ, εξ αυτών δε το 25% αφορά τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Για την επιδιωκόμενη προσαρμογή του μισθολογικού κόστους στον ιδιωτικό τομέα απομένουν 100-150 επιχειρησιακές ΣΣΕ.
Ο αριθμός των 100-150 επιχειρησιακών ΣΣΕ σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της δομής και του αριθμού των επιχειρήσεων στην Ελλάδα δείχνει ότι μόνον μικρό μέρος εξ αυτών «καλύπτονται» από επιχειρησιακές ΣΣΕ. Πριν από την κρίση του 2008 υπήρχαν λιγότερες από 500 επιχειρήσεις που απασχολούσαν περισσότερους από 250 εργαζομένους. Σε αυτές απασχολούνταν το 13% εκ του συνόλου των απασχολουμένων στις επιχειρήσεις όλων των μεγεθών.
Το υπόλοιπο 87% των απασχολουμένων εργάζονταν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μόνον σε ορισμένες εξ αυτών, τις μεσαίες, υπήρχε σύμφωνα με τον νόμο, δικαίωμα για υπογραφή επιχειρησιακής ΣΣΕ. Αυτό το δικαίωμα αφορά επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 50 άτομα. Πριν από την κρίση, το 2008, υπήρχαν στην Ελλάδα σχεδόν 4.000 επιχειρήσεις με απασχόληση μεγαλύτερη των 50 ατόμων. Σε όλες αυτές, τις μεσαίες και τις μεγάλες, όπου απασχολούνταν περί τα 650.000 άτομα, συνάπτονταν λιγότερες από 170 επιχειρησιακές ΣΣΕ που καλύπτουν λιγότερους από 50.000 εργαζομένους.
Δηλαδή, αν εξαιρέσουμε τς επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι επιχειρησιακές ΣΣΕ του ιδιωτικού τομέα «καλύπτουν» σχετικά μικρό μερίδιο των μισθωτών και της αγοράς εργασίας. Η ρύθμιση της εργατικής αμοιβής γίνεται, και στην Ελλάδα, κυρίως, όπως και στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε επίπεδο κλάδου.
Μία σοβαρή πολιτική για τη δομή και τις διαδικασίες συλλογικών διαπραγματεύσεων που να στηρίζουν την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια, την κοινωνική συνοχή πρέπει να συνδέεται και με τα πραγματικά δεδομένα της παραγωγικής δομής.
Οι δομές συλλογικής διαπραγμάτευσης έχουν σημασία ως προς την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών εργασίας με κριτήρια αποτελεσματικότητας την (αν)ισότητα στη διανομή του εισοδήματος, την υψηλή ή χαμηλή απασχόληση και ανεργία, το συγκρουσιακό ή συναινετικό κλίμα στις εργασιακές σχέσεις κ.ο.κ. Η αποκέντρωση των διαπραγματεύσεων προϋποθέτει επέκταση του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης και σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 50 εργαζομένους.
Η δυνατότητα απόκλισης των επιχειρησιακών από τις κλαδικές ΣΣΕ (που έχουν τον πρώτο ρυθμιστικό ρόλο στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε.) δεν είναι «θέμα αρχής», αλλά μπορεί να βασίζεται σε επιτυχημένες πρακτικές εφαρμογές της, όπως στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Αυστρία, όπως επιτυχώς συζητήθηκε στην Ιταλία ή την Ιρλανδία. Εκτός αν θεωρείται ότι με «κακοτεχνίες» μπορεί η Ελλάδα να πάει σε πλήρη αποκέντρωση της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και «εσωτερική υποτίμηση» τύπου χωρών της Βαλτικής".