Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Και πάλι για τα νομίσματα και το διεθνές εμπόριο

Γράφει, σε άρθρο του στην "Καθημερινή" ο καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο Πειραιώς κ. Θοδωρής Πελαγίδης:

" Αδιέξοδο στην παγκόσμια οικονομία

Η παγκόσμια οικονομία έχει ήδη μπει σε έναν κύκλο διαμάχης των κρατών και έντονων οικονομικών αντεκδικήσεων. Η σύνοδος των G20 ήταν, έτσι, εξαιρετικά κρίσιμη για την επίτευξη μιας συμφωνίας ή έστω μιας ανακωχής. Τα δεδομένα είναι τα εξής: από όλες τις πλευρές αναγνωρίστηκε ότι το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται σήμερα στις ανισορροπίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των μεγάλων χωρών-παικτών, χωρίς όμως να επιτευχθεί τελικώς κάποια συμφωνία, παρά τις ρεαλιστικές προτάσεις Geithner για τοποθέτηση ορίων στα πλεονάσματα και τα ελλείμματα των χωρών.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι καινούργια. Η μη ελεύθερη διακύμανση των νομισμάτων στις αγορές συναλλάγματος και οι παρεμβάσεις κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών δημιουργούν τις προϋποθέσεις δημιουργίας των ανισορροπιών αυτών. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι, κάθε πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο μιας χώρας πρέπει, αργά ή γρήγορα, να συνοδεύεται με ανάλογη ανατίμηση του εθνικού της νομίσματος. Αυτό με τη σειρά του τείνει να δυσκολέψει τις εξαγωγές της χώρας αυτής και αντιθέτως να διευκολύνει τις εισαγωγές, αφού τις κάνει πιο φθηνές στην εσωτερική αγορά. Η διοικητική παρέμβαση όμως των κεντρικών τραπεζών εμποδίζει την αποκατάσταση της ισορροπίας που φέρνει η ελεύθερη αγορά.

Οι χώρες μπαίνουν σε πειρασμό είτε να συγκρατούν την ανατίμηση ώστε να συνεχίζουν να σημειώνουν εμπορικά πλεονάσματα είτε, όταν σημειώνουν εμπορικά ελλείμματα, να προχωρούν σε εφαρμογή πολιτικών ανοικτού ή κεκαλυμμένου προστατευτισμού για να βοηθήσουν τις εξαγωγές και να αποθαρρύνουν τις εισαγωγές τους. Μια γνωστή πολιτική προστασίας είναι φυσικά οι γνωστοί εμπορικοί και «επενδύσεων πορτοφολίου» φραγμοί, όμως ο έμμεσος τρόπος επηρεασμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας (forex protectionism) χρησιμοποιείται σήμερα περισσότερο για την αύξηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας. Πολύ περισσότερο όταν οι δυτικές οικονομίες αντιμετωπίζουν σήμερα αναιμική οικονομική μεγέθυνση που δεν βελτιώνει την πραγματική οικονομία.

Στο πλαίσιο αυτό, η γνωστή τακτική της Κίνας -αλλά και άλλων αναδυόμενων οικονομιών- να δένει λίγο-πολύ το νόμισμά της στο δολάριο της έχει επιτρέψει να σημειώνει τεράστια πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, εις βάρος άλλων χωρών φυσικά και ιδίως των ΗΠΑ, της τάξης των 290 δισ. δολ. τους τελευταίους 12 μήνες. Η ρύθμιση αυτή, η οποία περιλαμβάνει και άλλες ασιατικές χώρες «δεμένες» με το δολάριο, έχει ήδη ονομασθεί Bretton Woods II.

Η κατάσταση αυτή διευκόλυνε μεν αρχικώς την κάλυψη των αμερικανικών ελλειμμάτων μέσω της αγοράς ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου από την Κίνα και τα εμπορικά της πλεονάσματα. Ομως η μεγάλη ανάγκη της Αμερικής για ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση και η πολιτική αδυναμία του προέδρου Obama να προχωρήσει σε ένα νέο ισχυρό δημοσιονομικό πακέτο ενίσχυσης της οικονομίας, οδηγεί τελικά στη λύση της νομισματικής επέκτασης 600 δισ. δολ. από τη FED, ώστε να υποτιμηθεί το δολάριο, να αυξηθούν οι εξαγωγές και να ενισχυθεί η αμερικανική ανάκαμψη. Πρόκειται για μια κίνηση κεκαλυμμένου προστατευτισμού και οικονομικής αντεκδίκησης απέναντι στη σθεναρή, αλλά και προκλητική, άρνηση της Κίνας να υπερτιμήσει το νόμισμά της και να μειώσει έτσι τα τεράστια πλεονάσματά της.

Εν τω μεταξύ, η Γερμανία, η χώρα με το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στον κόσμο, 208 δισ. δολ. τους τελευταίους 12 μήνες, «κρύβεται» πίσω από το, υποτιμημένο για τη Γερμανία, ευρώ και καταγγέλλει το μοντέλο της αμερικανικής οικονομίας, το οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τις ανισορροπίες. Κίνα και Γερμανία αποτελούν πλέον τη συμμαχία των πλεονασματικών χωρών που αποκρούουν κάθε προσπάθεια συμβιβασμού. Η κ. Μέρκελ υποστηρίζει ότι θέλει το ελεύθερο εμπόριο, αλλά το εμπόριο της κ. Μέρκελ είναι ψευδεπίγραφα ελεύθερο. Εάν η Γερμανία είχε το μάρκο, η ελεύθερη αγορά που θέλει η κ. Μέρκελ θα είχε ανατιμήσει το μάρκο και θα είχε περιορίσει δραστικά τα πλεονάσματά της. Και θα είχαν περιοριστεί τα ελλείμματα των εταίρων της. Αυτό, κάτι σημαίνει και για την Ελλάδα φυσικά, αλλά και για χώρες που ακολουθούν πλέον στην ίδια μοίρα: Ιρλανδία, Πορτογαλία, και ιδίως την Ισπανία".