Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Αναζητώντας την ενότητα

Σημειώνει, σε άρθρο του στο "Βήμα" ο κ. Φωκίων Καραβίας:

"Το ανταγωνιστικό μειονέκτημα της ευρωζώνης

Η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα δημιούργησε ευρύτερα ερωτήματα για την ευρωζώνη και προκάλεσε σημαντικά προβλήματα δανεισμού σε πολλές χώρεςμέλη. Η Ελλάδα και η Ιρλανδία είναι εκτός αγορών και τα spreads για χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία έχουν ανέλθει πολύ πάνω από τις 200 μονάδες βάσης (μβ), επίπεδο που αποτελούσε ένα από τα κριτήρια σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ενώ η Ιταλία το πλησιάζει.

Ορισμένες κυβερνήσεις στην Ευρώπη αλλά και έγκυροι αναλυτές πιστεύουν ότι το πρoαναφερθέν πρόβλημα είναι συνέπεια της ανεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής που ακολούθησαν τα κράτη αυτά. Και ενώ αυτό ισχύει για την Ελλάδα, η κακή δημοσιονομική κατάσταση από μόνη της δεν δικαιολογεί την εκτεταμένη κρίση δανεισμού στην ευρωζώνη.

Από τη σύγκριση των ασφαλίστρων πιστωτικού κινδύνου (CDS) - μέγεθος που έχει άμεση σχέση με το κόστος δανεισμού- της ευρωζώνης και των ΗΠΑ, Βρετανίας και Ιαπωνίας, τριών χωρών που έχουν υψηλά ελλείμματα (περίπου στο 10% του ΑΕΠ) και μεγάλο χρέος (γύρω στο 90% του ΑΕΠ για τις δύο πρώτες και 200% για την Ιαπωνία), προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Παρά την άσχημη δημοσιονομική κατάστασή τους, αυτές οι τρεις χώρες δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα δανεισμού και τα ασφάλιστρα για τον πιστωτικό τους κίνδυνο έχουν παραμείνει περίπου σταθερά κατά το 2010. Κυμαίνονται γύρω στις 45 για τις ΗΠΑ και κάτω από 70 για τις άλλες δύο. Αντίθετα, τα ασφάλιστρα κινδύνου για όλες τις χώρες της ευρωζώνης έχουν ανέβει σημαντικά, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας (από 30 σε 95 μονάδες βάσης), ενώ για την Ιταλία και την Ισπανία είναι πάνω από 200 και 300 μονάδες βάσης, αντίστοιχα.

Το πλεονέκτημα των τριών προαναφερθεισών χωρών είναι ότι δανείζονται στο εθνικό τους νόμισμα, στο οποίο μια χώρα πτωχεύει μόνο εφόσον το επιθυμεί η ίδια. Αλλιώς, έχει τη δυνατότητα να πληθωρίσει ή να νομισματοποιήσει το χρέος της (debt monetization), κάτι που ήδη συμβαίνει στις ΗΠΑ και έχει συμβεί στην Ιαπωνία στο πρόσφατο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια της παρούσας κρίσης οι αγορές συνειδητοποίησαν ότι η αρχική πεποίθησή τους πως το ευρώ αποτελεί το εθνικό νόμισμα της κάθε ευρωπαϊκής χώρας ενδέχεται να είναι λανθασμένη. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία δανείζονται σε οιονεί ξένο νόμισμα, αφού δεν έχουν τη δυνατότητα ή την επιλογή να πληθωρίσουν το χρέος τους. Αρα οι επενδυτές διαπιστώνουν ότι ο δανεισμός σε ευρώ χωρών-κρατών της ευρωζώνης ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι των ΗΠΑ σε δολάρια ή της Ιαπωνίας σε γεν, ανεξάρτητα από τη δημοσιονομική κατάστασή τους. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα CDS των χωρών της ευρωζώνης έχουν ανέβει σε υψηλά επίπεδα και υπάρχει κρίση δανεισμού σε αρκετές από αυτές.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι χώρες της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν σήμερα ένα συγκριτικό μειονέκτημα στον δανεισμό τους σε σχέση με τους βασικούς οικονομικούς τους ανταγωνιστές, από το οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν ακόμη και αν βελτιωθούν σημαντικά τα δημόσια οικονομικά τους. Είναι βέβαιο ότι αυτό δεν ήταν στις προθέσεις των εμπνευστών του ενιαίου νομίσματος, οι οποίοι επεδίωκαν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα.

Η αντιμετώπιση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης προϋποθέτει την άρση του παραπάνω μειονεκτήματος. Η συμμετοχή των ιδιωτών δανειστών στην αναδιάρθρωση του χρέους μιας χώρας - αν και ηθικά είναι μια σωστή θέση- δεν θα μεταβάλει τη νέα οπτική με την οποία οι αγορές αξιολογούν τον πιστοληπτικό κίνδυνο των κρατών της ευρωζώνης σήμερα, το αντίθετο μάλιστα. Η λύση του ευρωομολόγου, με όποιες δημοσιονομικές ρήτρες πιθανόν συνοδεύεται- ελλείψει άλλης εναλλακτικής πρότασης-, αποτελεί ενδεχομένως μονόδρομο και θα επαναφέρει την εμπιστοσύνη και την πεποίθηση στην αγορά ότι η Ευρώπη δανειζόμενη σε ευρώ, δηλαδή στο «εθνικό» της νόμισμα, έχει ελάχιστο κίνδυνο στάσης πληρωμών. Η δημιουργία μιας ομογενούς αγοράς κρατικών τίτλων με τεράστια ρευστότητα θα δρούσε ανταγωνιστικά προς τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, ενισχύοντας τον ρόλο του ευρώ ως αποθεματικού νομίσματος (reserve currency) και μειώνοντας σημαντικά το κόστος δανεισμού συνολικά για την ευρωζώνη, διευκολύνοντας έτσι κράτη με δημοσιονομικά προβλήματα να εξυγιάνουν τα δημόσια οικονομικά τους".