Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Μια ακόμη εξήγηση για το πώς φτάσαμε ως εδώ

Διαβάζω το ακόλουθο δημοσίευμα της "Ναυτεμπορικής":

"Επιβεβλημένη η αύξηση στις τιμές των αλεύρων, λένε οι αλευροβιομήχανοι

Επιβεβλημένη και δεδομένη κρίνεται από το Σύνδεσμο Ελλήνων Αλευροβιομηχάνων η αύξηση στις τιμές των αλεύρων, ακολουθώντας τις τιμές του σίτου.

Σε ανακοίνωσή του, με αφορμή τις εξελίξεις στις τιμές των σιτηρών λόγω της απαγόρευσης εξαγωγών σιτηρών που επέβαλε η Ρωσία, ο Σύνδεσμος σημειώνει ότι «η σημερινή κατάσταση της αγοράς σιτηρών αποδεικνύει περίτρανα τις αδυναμίες του γεωργικού τομέα της χώρας μας εν γένει αλλά και του ίδιου του τομέα ειδικότερα».

Οι αδυναμίες αυτές, σύμφωνα με το Σύνδεσμό, είναι οι ακόλουθες:

1. Η αδυναμία έγκαιρης εκτίμησης σποράς-συγκομιδής-παραγωγής.

2. Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα του τομέα κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους του κλήρου, του πολυτεµαχισµού της αγροτικής γης και της χαμηλής γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών

3. Η απουσία διαφοροποίησης μεταξύ του ποιοτικού από το μη ποιοτικό προϊόν

4. Η ποιοτική υστέρηση των παραγόμενου σίτου λόγω και των προσμείξεων του µε «ξένους σπόρους»

5. Η εμφανής και γνωστή ποιοτική ανομοιογένεια του παραγόμενου προϊόντος».

Τα παραπάνω, όπως αναφέρει ο Σύνδεσμος, «σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η τιμή των αγροτικών προϊόντων, και ειδικά των σιτηρών, είναι εξαρτώμενη και από τα καιρικά φαινόμενα δημιουργούν απορίες, γκρίνιες, αναστάτωση στην αγορά. Άλλοτε δικαιολογημένες, άλλοτε όχι».

Όπως τονίζουν οι αλευροβιομήχανοι, «η Ελλάδα, αποτελούσε και αποτελεί ''μία κουκίδα'' στον παγκόσμιο αγροτικό χάρτη, μη μπορώντας να διαμορφώσει τις εξελίξεις στις αγορές των περισσότερων αγροτικών προϊόντων, ευρισκόμενη απλά να τις παρακολουθεί και να τις ακολουθεί, τις περισσότερες φορές. Ο τομέας των δημητριακών, και ειδικά του μαλακού σίτου δεν αποτελούσε και δεν αποτελεί την εξαίρεση».

«Διαχρονικά», προσθέτουν, «η παραγωγή ελληνικού μαλακού σίτου δεν επαρκεί για τις ανάγκες της εγχώριας αλευροβιομηχανίας και της εγχώριας κατανάλωσης, καλυπτόμενη κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από εισαγωγές».

Επισημαίνουν ακόμη ότι «παρά τα προβλήματά του όμως στην Ελλάδα οι τιμές που εισέπραττε και εισπράττει ο Έλληνας παραγωγός είναι μεγαλύτερες (για το όμοιο ποιοτικά σιτάρι) από αυτές που εισπράττει ο Ευρωπαίος, γεγονός που καθιστά αδύνατες τις εξαγωγές του ελληνικού μαλακού σίτου», προσθέτοντας ότι «η φετινή χρονιά, μετά την απόφαση της ρώσικης κυβέρνησης για απαγόρευση των εξαγωγών, ''πυροδότησε'' την παγκόσμια αγορά των σιτηρών με γιγαντιαίες αυξήσεις στις τιμές των σιτηρών που προσφέρονται στην εγχώρια αλευροβιομηχανία».

«Οι προσφερόμενες τιμές εισαγόμενου ποιοτικού σίτου στα μέλη μας, σήμερα, είναι δραματικά αυξημένες από αυτές που προσφέρονταν προ μικρού χρονικού διαστήματος», τονίζει ο Σύνδεσμός και συμπληρώνει ότι «υπό αυτές τις συγκυρίες η αύξηση στις τιμές των αλεύρων κρίνεται και επιβεβλημένη και δεδομένη, ακολουθώντας τις τιμές του σίτου. Όπως ακολουθώντας τις τιμές του σίτου, τα άλευρα, τα δύο περασμένα χρόνια, ήταν πάμφθηνα».

«Τα εκατομμύρια των πραγματοποιούμενων επενδύσεων στο χώρο της αλευροβιομηχανίας και οι χιλιάδες θέσεις εργασίας στην αλυσίδα σιτάρι-αλεύρι-ψωμί πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν», καταλήγουν οι αλευροβιομήχανοι".

Δεν ξέρω αν η ανακοίνωση ανήκει στην ιλαροτραγωδία, τον τραγέλαφο ή την φαρσοκωμωδία.

Δηλαδή, εάν κατάλαβα καλά, ο συμπαθής κλάδος των αλευροβιομηχάνων μας λέει ότι επειδή χρησιμοποιεί χαμηλότερης ποιότητας πρώτη ύλη, με αμφιβόλου ποιότητας προσμίξεις και επειδή παράγει προϊόν με ποιοτική ανομοιογένεια, το οποίο δεν μπορεί να διαφοροποιήσει (άρα ο καταναλωτής δεν ξέρει εάν αυτό που του πουλάνε είναι πρώτης ποιότητας ή δεύτερης διαλογής), γι' αυτό και πρέπει να ανεβάσει την τιμή του προϊόντος!!!

Και προκειμένου να μπορέσουν να αποσβέσουν τις επενδύσεις τους οι φίλοι αλευροβιομήχανοι, προτείνουν την αύξηση της τιμής (ενός προϊόντος με ποιοτική υστέρηση)! Λες και τις επενδύσεις τις έκαναν από αγαθοεργία!

Και θα πρέπει ο άμοιρος πελάτης να πληρώσει την αυξημένη τιμή (για ένα προϊόν ποιοτικά ανομοιογενές, του οποίου ο καταναλωτής δεν ξέρει την ποιότητα), προκειμένου να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας! Δηλαδή εκβιασμός: αγόρασε τον κατιμά στην αυξημένη τιμή για να μην απολύσω τον ξάδερφό σου! Λες και κάνουν χάρη που απασχολούν τους εργαζομένους!

Και φταίει ο πολυτεμαχισμός της γης, η μειωμένη γονιμότητα κι ο κακός μας ο καιρός!


Σαφώς και πρέπει να αναγνωρίσουμε το ότι και οι αλευροβιομήχανοι, με την σειρά τους, είναι πιθανό ότι δεν θα μπορούν να γνωρίζουν την ποιότητα του σίτου που λαμβάνουν από τους αγρότες (εάν έχει γίνει πρόσμιξη με "ξένους" σπόρους). Αυτό, όμως, αφορά στον κλάδο τους και στα αρμόδια Υπουργεία και υπηρεσίες. Σε καμμία περίπτωση αυτό το γεγονός δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία. Και πάντως, δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρό ισχυρισμό. Πρόκειται για φαινόμενο ασύμμετρης πληροφόρησης, δυσμενούς επιλογής (adverse selection, όπου ο καταναλωτής μη γνωρίζοντας την ποιότητα των προϊόντων, θα αγοράσει προϊόν κατώτερης ποιότητας από αυτό που ανέμενε) και παραβλαπτικής λειτουργίας.

Υ.Γ.1: Με κατάλληλη χρήση των κατάλληλων παράγωγων προϊόντων, υπάρχει η δυνατότητα μείωσης του κινδύνου έντονης διακύμανσης της τιμής. Ακόμη και την άγνοια, οι καταναλωτές καλούνται να την πληρώσουν.

Υ.Γ.: Ο George Akerlof περιέγραψε πλήρως τις οικονομικές συνέπειες μιας αγοράς όπου οι αγοραστές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν την ποιότητα των προϊόντων (η ασύμμετρη πληροφόρηση, που είχαμε δει και σε προηγούμενο post). Στις ΗΠΑ, τα κατώτερης ποιότητας μεταχειρισμένα προϊόντα (ειδικά τα αυτοκίνητα) - δηλαδή αυτά που θα εμφανίσουν σωρεία προβλημάτων- τα ονομάζουν lemons. Ο αγοραστής μεταχειρισμένου αυτοκινήτου δεν μπορεί να γνωρίζει εξ' αρχής εάν ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο θα του "βγει" προβληματικό (lemon) ή όχι. Αυτό ακριβώς το θέμα των αγορών εξέτασε ο Akerlof στην εξαιρετική μελέτη του "The Market for Lemons: Quality Uncertainty and the Market Mechanism". Τί θα συμβεί σε μια τέτοια αγορά; Ο αγοραστής, δεδομένου του ότι δεν μπορεί εκ των προτέρων να γνωρίζει εάν ενα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο είναι καλής ποιότητας ή lemon, θα προσφέρει μια "μέση" τιμή (σε σχέση με την υψηλότερη τιμή που θα προσφέρετω ένα καλής ποιότητας ή την χαμηλότερη τιμή ενός lemon). Ως αποτέλεσμα, οι πωλητές θα έχουν συμφέρον να προσφέρουν χαμηλότερης ποιότητας αυτοκίνητα (προκειμένου να αυξήσουν ή να διατηρήσουν το κέρδος τους). Αρα, τα καλά μεταχειρισμένα εξαφνίζονται. Η τιμή των μεταχειρισμένων συνεχώς πέφτει, η ποιότητα συνεχώς μειώνεται. Στο τέλος η αγορά καταρρέει, δότι οι αγοραστές είναι σχεδόν σίγουροι ότι εαν αγοράσουν μεταχειρισμένο, θα τους παρουσιάσει μεγάλα προβλήματα. Μάλιστα, η αγορά καταρρέει, παρ' ότι υπάρχουν πρόθυμοι πωλητές και αγοραστές ποιοτικών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Αρα, εκτοπίζονται οι καλοί πωλητές και αγοραστές (δηλαδή ισχύει ο νόμος της εκτόπισης του καλού από τον κακό. Αλλιώς, έχει διατυπωθεί ως "νόμος του Gresham" σύμφωνα με τον οποίο "το κακό χρήμα διώχνει το καλό" -"Bad money drives out good". Λέγεται ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο το περιέγραψε πρώτος ο Sir Thomas Gresham περί το 1550 μ.Χ. Αλλοι λένε ότι το πρωτοπεριέγραψε ο Κοπέρνικος στο βιβλίο του "Monetae cudendae ratio", το 1526. Αλλοι, πάλι λένε ότι το φαινόμενο πρωτανέφερε ο Nicole Oresme (Γάλλος ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος της Lisieuxκαι μελετητής του Αριστοτέλη, μέγας μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος) στην μελέτη του "Tractatus de Origine, Natura, Jure et Mutationibus Monetarum" το 1357. Η αλήθεια είνα ότι η φράση οφείλεται στον Αριστοφάνη - το φαινόμενο της εκτόπισης του "καλού" νομίσματος από το κίβδηλο χρήμα αναφέρεται στους "Βάτραχους" στίχοι 717-733).

Ο George Akerlof, λόγω της τεράστιας συμβολής του στο θέμα των αγορών με ασσύμετρη πληροφόρηση, έλαβε το Nobel Οικονομίας το 2001 (από κοινού με τον Joseph Stiglitz και τον
Michael Spence).

Την μελέτη του Akerlof μπορούμε να δούμε στο link: http://163.117.2.172/microii-phd/G%20Akerlof.pdf