Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Ο μεγάλος παραγκωνισμός (5)

Δύο άρθρα επί του θέματος της κοινωνικής ασφάλισης. Το πρώτο από τα "Νέα":

"Σφίγγουν τα λουριά και οι Δανοί
Μειώνουν το επίδοµα ανεργίας από τέσσερα σε δύο χρόνια

Για πόσο καιρό µπορεί το κράτος να πληρώνει έναν άνεργο; Καθώς η ανεργία αυξάνεται σχεδόν παντού στον βιοµηχανικό κόσµο, το ερώτηµα γίνεται ολοένα και πιο επίκαιρο για τις κυβερνήσεις.

Επί χρόνια η Δανία θεωρούνταν πρότυπο για τις χώρες µε υψηλή ανεργία. Οι Δανοί, παρά το πλουσιοπάροχο σύστηµά τους κοινωνικής πρόνοιας, κατάφερναν να κρατούν την ανεργία σε αξιοσηµείωτα χαµηλά επίπεδα.

Τώρα όµως η Δανία, η οποία επιτρέπει στους εργοδότες να προσλαµβάνουν και να απολύουν κατά βούληση, ενώ βασίζεται σε ένα περίπλοκο σύστηµα επανεκπαίδευσης, επιδοµάτων ανεργίας και επιθετικών µέτρων για να πιέζεται ο άνεργος να δέχεται διαθέσιµες θέσεις εργασίας, αντιµετωπίζει πιέσεις. Και το σύστηµα αρχίζει να σφίγγει.

Πασχίζοντας να κρατήσει τον προϋπολογισµό της υπό έλεγχο µετά τη χρηµατοπιστωτική κρίση, η κυβέρνηση προχώρησε τον Ιούνιο σε περικοπές στο σύστηµα των επιδοµάτων της – το πιο γενναιόδωρο του κόσµου – περιορίζοντας το επίδοµα ανεργίας σε δύο χρόνια, αντί για τέσσερα. Εχοντας διαπιστώσει ότι οι δικαιούχοι του επιδόµατος είτε βρίσκουν αµέσως δουλειά είτε δέχονται οποιαδήποτε δουλειά όταν το επίδοµα σταµατά, αξιωµατούχοι εντείνουν επίσης τις προσπάθειες για να βγαίνουν ταχύτερα οι Δανοί από το προνοιακό δίχτυ ασφαλείας. «Γεγονός είναι πως όσο περισσότερος χρόνος περνάει χωρίς να έχεις δουλειά τόσο δυσκολότερο είναι να βρεις δουλειά», λέει ο υπουργός Οικονοµικών Κλάους Φρέντερικσεν. «Τέσσερα χρόνια µε επίδοµα ανεργίας είναι µια πολυτέλεια την οποία δεν µπορούµε πλέον να επιτρέψουµε στον εαυτό µας».

Χώρες µε υψηλά χρέη όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία µπορούν να επωφεληθούν, λένε οικονοµολόγοι, από την υιοθέτηση των πιο δυναµικών τµηµάτων του συστήµατος «flexicurity» της Δανίας (από τις λέξεις flexible και security, ευελιξία και ασφάλεια). Τώρα όµως που η παγκόσµια κρίση αποκάλυψε ρωγµές στο σύστηµα, οι προσπάθειες της Δανίας να βρει µια νέα ισορροπία ανάµεσα στην ευελιξία της αγοράς εργασίας και στην ασφάλεια των εργαζοµένων γίνονται όλο και πιο δύσκολες. «Εχουµε ένα διάσηµο µοντέλο flexicurity, αλλά τώρα είναι όλο flex και καθόλου security», λέει ο Κιµ Σίµονσεν που είναι πρόεδρος του ΗΚ, ενός από τα µεγαλύτερα εργατικά συνδικάτα της Δανίας.

Ασφαλώς η Δανία δεν εγκαταλείπει το κράτος πρόνοιας. Η κυβερνητική δαπάνη ισοδυναµεί περίπου µε το µισό ΑΕΠ και λίγοι Δανοί παραπονούνται για τον ανώτατο φόρο εισοδήµατος, που φτάνει το 50% και χρηµατοδοτεί γενναιόδωρα τα επιδόµατα ανεργίας, τις συντάξεις, την υγειονοµική περίθαλψη κ.ά. που κάνουν τους Δανούς, σύµφωνα µε τις έρευνες, τον ευτυχέστερο λαό στη Γη. Στη Δανία των 5,5 εκατ.
ανθρώπων, το Σύνταγµα εγγυάται το δικαίωµα των πολιτών στην εργασία και την κρατική αρωγή αν... παραπατήσουν. Ωστόσο η συντήρηση ενός φιλανθρωπικού κράτους-γκουβερνάντας αποδεικνύεται δύσκολη ακόµη και για τους ιδιαίτερα γενναιόδωρους Δανούς. «Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση λέει πως πρέπει να περικοπούν προγράµµατα που είναι πολύ ακριβά», εξηγεί ο Ιαν Μπεγκ, καθηγητής στο London School of Εconomics. «Θα αναζητηθούν τώρα πολιτικές για την αγορά εργασίας που θα βάζουν περισσότερους ανθρώπους στη δουλειά µε λιγότερα χρήµατα».

Το 30% αλλάζει δουλειά κάθε χρόνο

Στη Δανία οι εργοδότες µπορούν να προσλαµβάνουν και να απολύουν κατά το δοκούν. Οι απολυµένοι έχουν εγγυηµένο µε επιδόµατα ανεργίας το 80% του µισθού τους.

Σε αντάλλαγµα, πρέπει να επανεκπαιδεύονται και να συµµετέχουν σε προγράµµατα διαµορφωµένα ώστε να τους οδηγoύν πίσω στη δουλειά. Κάθε χρόνο, ένα εντυπωσιακό 30% των Δανών αλλάζει δουλειά, ξέροντας ότι το σύστηµα θα τους επιτρέπει να πληρώνουν το νοίκι και να αγοράζουν τρόφιµα. Περίπου 80% ανήκουν σε συνδικάτα, τα οποία βοηθούν στη διαχείριση του προγράµµατος ασφάλισης των ανέργων τους οποίους πιέζουν για να επανεκπαιδευθούν.

Οµως καθώς η χρηµατοπιστωτική κρίση καταργεί θέσεις εργασίας, η κυβέρνηση – ο µεγαλύτερος εργοδότης στη Δανία – χρειάστηκε να προσφέρει περισσότερες θέσεις προσωρινής εργασίας και να εντείνει την εκπαίδευση. Η ανεργία βρίσκεται σήµερα στο 4,2%, χαµηλότερη απ’ ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αν και υπερδιπλάσια του 1,7% που ήταν πριν από δύο χρόνια.

Οπως στη Γερµανία και µερικές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εκατοντάδες δανοί εργαζόµενοι έχουν επίσης αγκαλιάσει επιδοτούµενα από την κυβέρνηση προγράµµατα µερικής απασχόλησης, τα οποία έχουν υιοθετηθεί για να περιορίσουν την ανεργία. Τα προγράµµατα επιτρέπουν στις εταιρείες να µειώνουν τις ώρες εργασίας ώστε να κρατούν τους εξειδικευµένους εργάτες, αντί να τους απολύουν όταν οι καιροί είναι χαλεποί".



Μια παρατήρηση (όχι μόνο για αυτό το άρθρο, αλλά γενικότερη): ο τρόπος που θέτουμε ένα ερώτημα υποδηλώνει πολύ περισσότερα πράγματα από την έκφραση της συγκεκριμένης απορίας. Υποδηλώνει την σκοπιά από την οποία εξετάζουμε το θέμα. Οταν τίθεται η ερώτηση "για πόσον καιρό μπορεί το κράτος να πληρώνει έναν άνεργο;" αυτομάτως καθίσταται σαφές το ότι αυτός που ρωτά δεν θεωρεί ως ρητή υποχρέωση του κράτους να δίδει επιδόματα ανεργίας. Επίσης, καθίσταται σαφής η εξής ακολουθία σκέψης: "το κράτος πληρώνει τους ανέργους --> το κράτος το πληρώνω εγώ --> μέχρι πότε θα πληρώνω εγώ για τους άνεργους;". Χίλια συγγράμματα στην πυρά. Γελοιοποίηση και κατάκριση βασικών, στοιχειωδών εννοιών της Οικονομικής (και όχι μόνο). Παραγκωνισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων (κοινωνική ασφάλεια και κοινωνική αρωγή - άρθρο 34 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και σειρά Συνταγματικών προβλέψεων σε κάθε χώρα του Δυτικού κόσμου). Παραγκωνισμός ακόμη και του διαφορικού λογισμού. Χάος! Και πράγματι, μόνο σε συνθήκες άτακτου συνονθυλεύματος επικολλημένων θεωρημάτων έχουν την ευκαιρία να ανθήσουν διαπιστώσεις όπως "έχουμε δημοσιονομικό έλλειμμα και χρέος, άρα κατάργηση επιδόματος ανεργίας".

Προσοχή: αυτό δεν σημαίνει ότι το φάρμακο στην ανεργία είναι το επίδομα ανεργίας. Ούτε σημαίνει την συλλήβδην απόρριψη των ευέλικτων μορφών εργασίας και ασφάλισης. Αντιθέτως μάλιστα, σημαίνει την υιοθέτηση των αποτελεσματικότερων μεθόδων, εφ' όσον όμως έχουν αναλυθεί οι in vivo συνθήκες, και όχι η υιοθέτηση in vitro θεωρημάτων και αξιωμάτων. Σημαίνει ότι οφείλουμε να αναλύουμε, να προτείνουμε και να ελέγχουμε χωρίς απλουστεύσεις.

Για το ίδιο θέμα (της κοινωνικής ασφάλισης) και το άρθρο του κ. Krugman:

" Η κοινωνική ασφάλιση στις ΗΠΑ δέχεται επίθεση

Toυ Paul Krugman / The New York Times

Η κοινωνική ασφάλιση στις ΗΠΑ έκλεισε τα 75 έτη την περασμένη εβδομάδα. Η επέτειος όφειλε να είναι χαρούμενη, μια ευκαιρία να εορτασθεί ένα πρόγραμμα που χάρισε αξιοπρέπεια στη ζωή των ηλικιωμένων Αμερικανών. Ομως, το πρόγραμμα δέχεται επίθεση, στην οποία συμμετέχουν σχεδόν όλοι οι Ρεπουμπλικανοί αλλά και κάποιοι από τους κυβερνώντες Δημοκρατικούς. Σύμφωνα με φήμες, η αρμόδια επιτροπή του προέδρου Ομπάμα ίσως ζητήσει δραστικές περικοπές των επιδομάτων και μεγάλη αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης.

Οι επιτιθέμενοι ισχυρίζονται ότι φοβούνται για το οικονομικό μέλλον του προγράμματος. Ομως, οι μαθηματικοί υπολογισμοί τους δεν «βγαίνουν», ενώ το θέμα δεν έχει σχέση με τα χρήματα. Μάλλον το θέμα είναι ιδεολογικό. Και στο βάθος της κρύβεται η άγνοια ή η αδιαφορία για την πραγματικότητα της ζωής πολλών Αμερικανών.

Σε ό, τι αφορά τα οικονομικά μεγέθη, αναφέρονται τα εξής: Βάσει του νόμου, η κοινωνική ασφάλιση έχει δικούς της πόρους χρηματοδότησης, μέσω των ασφαλιστικών εισφορών (FICA). Υπάρχει και ένα μέρος χρηματοδότησης από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική ασφάλιση μπορεί να αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα με δύο τρόπους.

Πρώτον, να αποδειχθεί ανεπαρκής η ιδία χρηματοδότηση, αναγκάζοντας το πρόγραμμα είτε να μειώσει τα επιδόματα είτε να στραφεί για βοήθεια στο Κογκρέσο.

Δεύτερον, να αποδειχθεί αβάσταχτο το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό στο σύνολό του.

Ωστόσο, κανένα από αυτά τα εν δυνάμει προβλήματα δεν είναι σαφή. Η κοινωνική ασφάλιση παρουσιάζει πλεονάσματα το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, τα οποία μάλιστα αποταμιεύει σε ειδικό λογαριασμό. Το πρόγραμμα δεν θα χρειαστεί να στραφεί για βοήθεια στο Κογκρέσο, ούτε να μειώσει τα επιδόματα, αν δεν εξαντληθεί. Κάτι που δεν αναμένεται να συμβεί πριν από το 2037, αλλά και κατά πάσα πιθανότητα ίσως ποτέ.

Στο μεταξύ, ο γηράσκων πληθυσμός θα επιφέρει τελικά (μέσα στην ερχόμενη 20ετία) αύξηση των επιδομάτων κοινωνικής ασφάλισης από το σημερινό 4,8% του ΑΕΠ στο 6%. Αύξηση πολύ μικρότερη από εκείνη των αμυντικών δαπανών από το 2001, την οποία η Ουάσιγκτον δεν θεώρησε κρίση, ούτε βεβαίως και λόγο αναθεώρησης των φοροελαφρύνσεων του προέδρου Μπους.

Προς τι, λοιπόν, οι ισχυρισμοί περί κρίσης; Σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται στην κακή πίστη. Ιδίως στην υπόθεση ότι τα πλεονάσματα του προγράμματος δεν μετρούν, αφού το πρόγραμμα δεν είναι ανεξάρτητο, αλλά αποτελεί μέρος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Και τι προτείνουν οι κακόπιστοι; Οχι να μειωθούν τα επιδόματα προς τους σημερινούς συνταξιούχους, αλλά στους μελλοντικούς.

Η ιδέα της αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης πέρα απ’ όσο ήδη σχεδιάζεται –από τα 66 στα 67, ενώ κάποιοι προτείνουν ακόμα και τα 70– στηρίζεται στις διαβεβαιώσεις περί αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Ομως, αυτό ισχύει περισσότερο για τους οικονομικά ισχυρότερους μισθωτούς, εκείνους δηλαδή που χρειάζονται λιγότερο την κοινωνική ασφάλιση. Οχι επειδή είναι πιο εύκολο να αποδεχθούν εργασία ώς τα 70, αλλά γιατί το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί πολύ στις υψηλότερες εισοδηματικές τάξεις. Δεν έχει αυξηθεί, όμως, στις χαμηλότερες. Ας αφήσουμε, λοιπόν, αυτή την περιττή και άσπλαχνη επίθεση προς τους εργαζόμενους Αμερικανούς".


Υ.Γ.: Εγραφε ο ποιητής Νίκος Καρούζος: "Μην του μιλάτε / είναι άνεργος / τα χέρια στις τσέπες του/ σαν δυο χειροβομβίδες".