Διαβάζουμε σε άρθρο του "Βήματος" σχετικά με την Κίνα:
"Φρενάρει η Κίνα, τρομάζει η Δύση
ΠΟΣΟ ΑΚΟΜΗ θα στηρίζει η οικονομική άνθηση της Κίνας την- υποτονική- ανάπτυξη της Ευρώπης και της Ασίας;Αυτό είναι το ερώτημα που βασανίζει τους αναλυτές και τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Την ώρα που η κατά Στίγκλιτζ «αναιμική οικονομική ανάπτυξη των Ηνωμένων Πολιτειών» επιβεβαιώνεται από τους αριθμούς, στην Ευρώπη της λιτότητας η μόνη χώρα που παρουσιάζει σημάδια ανάρρωσης από την κρίση είναι η Γερμανία. Τι θα γίνει όμως αν η Κίνα αφήσει για λίγο το γκάζι και φρενάρει την ανάπτυξη της οικονομίας της που τρέχει δίχως όρια τα τελευταία χρόνια; Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της κινεζικής κυβέρνησης, η πορεία των εισαγωγών παρουσιάζει ενδείξεις μείωσης της εγχώριας ζήτησης. Αυτό άλλωστε θέλει να πετύχει εν μέρει και το Πεκίνο, που ανησυχεί ότι η αλματώδης μεγέθυνση της αγοράς κατοικίας ίσως να δημιουργήσει φούσκα στα ακίνητα αλλά και πληθωριστικές τάσεις στο σύνολο της οικονομίας. Η κυβέρνηση του Γουέν Ζιαμπάο δείχνει ότι αντιλαμβάνεται τους κινδύνους και δεν υπερασπίζεται (πλέον) την- με κάθε κόστος- ανάπτυξη. Η χαλάρωση της ισοτιμίας του γουάν έναντι του δολαρίου, η επιβολή περιορισμών για την αγορά κατοικίας αλλά και η αναγγελία της περασμένης εβδομάδας για το κλείσιμο 2.000 επιχειρήσεων εξαιτίας της υπέρβασης του ορίου εκπεμπόμενων ρύπων συνιστούν αναμφίβολα μια υπεύθυνη στάση.Μόνο που τώρα το φρενάρισμα της κινεζικής μηχανής μεταθέτει την ανησυχία (για την ανάπτυξη) στον υπόλοιπο κόσμο.
Oι αριθμοί σε αυτή την περίπτωση λένε την αλήθεια. Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία της κινεζικής κυβέρνησης, η βιομηχανική δραστηριότητα παρουσίασε τον Ιούλιο τη μικρότερη μηνιαία άνοδο από το 2009. Κατά τον ίδιο μήνα, οι εξαγωγές κινεζικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 38,1% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2009, ενώ και οι εισαγωγές παρουσίασαν ετήσια αύξηση κατά 22,7%. Το γεγονός όμως ότι έναν μήνα νωρίτερα η αύξηση των εισαγωγών ξεπερνούσε το 34% θεωρείται πρώιμο σημάδι βραχυπρόθεσμης μείωσης της κατανάλωσης.
Εξέλιξη η οποία, σύμφωνα με τους αναλυτές, οφείλεται στα μέτρα που έχει επιβάλει από τον Απρίλιο η κυβέρνηση για τη «χαλιναγώγηση» της ταχύτατα αναπτυσσόμενης αγοράς κατοικίας. Τα μέτρα αυτά συνίστανται στον περιορισμό του δανεισμού για την αγορά δεύτερης κατοικίας, στη θέσπιση μεγαλύτερης προκαταβολής για τη χορήγηση στεγαστικού δανείου καθώς και στην ελάττωση της χρηματοδότησης κατασκευαστικών έργων. Τα μέτρα αυτά έχουν αρχίσει να αποδίδουν, καθώς οι τιμές ακινήτων στα αστικά κέντρα έχουν σταθεροποιηθεί το τελευταίο τρίμηνο. Ωστόσο παραμένουν κατά 10% υψηλότερες συγκριτικά με το 2009.
Επίσης πριν από δύο εβδομάδες η κεντρική τράπεζα της χώρας ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει την πολιτική «συγκρατημένης χαλάρωσης» που ακολουθεί το τελευταίο διάστημα σε σχέση με την ισοτιμία του γουάν, τονίζοντας ότι η οικονομική της πολιτική θα συνεχίσει να είναι «μακρόπνοη και ευέλικτη». Ολα αυτά αντικατοπτρίζουν αφενός τους φόβους μετάδοσης των αμερικανικών και ευρωπαϊκών προβλημάτων στην Κίνα αλλά και την ανησυχία που προκαλεί η ασυγκράτητη μεγέθυνση του κατασκευαστικού κλάδου. Η Κίνα είναι αναντίρρητα η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας. Με βάση το παραγόμενο εθνικό εισόδημα, υποσκέλισε προσφάτως και την Ιαπωνία (αφήνοντας πίσω πριν από λίγα χρόνια τη Γερμανία, τη Βρετανία και τη Γαλλία) φιλοδοξώντας να εκθρονίσει από την πρώτη θέση τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα στην επόμενη δεκαετία! Δεν πρόκειται για υπερφίαλο στόχο, δεδομένου του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης ο οποίος «τρέχει» σταθερά με 9% τα τελευταία 30 χρόνια. Τα δεδομένα όμως δεν είναι πλέον ίδια. Η παγκόσμια οικονομία διανύει τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να συντηρήσει τη συνεχή παραγωγή (έστω και φθηνών) προϊόντων των κινεζικών εργοστασίων. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που αυτό γινόταν ως σήμερα.
Οι απεργίες κάνουν καλό
Είναι ενδεικτικό ότι τον περασμένο Ιούνιο οι εξαγωγές κινεζικών προϊόντων προς την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες κατέγραψαν αύξηση (σε σχέση με τον Ιούνιο του 2009) κατά 40%. Συνεπώς το πιο λογικό είναι να φρενάρει κάπως η κινεζική ατμομηχανή. Με την ανεργία στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ να ξεπερνά το 10% και με τον «ιό της λιτότητας» να εξαπλώνεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, οι δυνητικοί αγοραστές των προϊόντων της όχι μόνο λιγοστεύουν αλλά γίνονται και πιο «σφιχτοί» στις αγορές τους.
Αλλά την ώρα που οι ευρωπαίοι καταναλωτές λιγοστεύουν, η κινεζική αγορά συνεχίζει (παρά τις προβλέψεις των «αγοραίων» αναλυτών) να μεγεθύνεται. Δεν πρόκειται βέβαια για πληθυσμική αύξηση, καθώς η πολιτική τού ενός παιδιού ανά ζευγάρι εφαρμόζεται απαρέγκλιτα από το Πεκίνο. Καθώς όμως όλο και περισσότεροι βιομηχανικοί εργάτες ανακαλύπτουν τη δύναμη της απεργίας και επιτυγχάνουν αυξήσεις από 30% ως 45%, τότε αυτομάτως αυξάνεται η αγοραστική δύναμη και συνεπώς η ζήτηση προϊόντων. Από αυτή την άποψη λοιπόν οι γενναίες μισθολογικές αυξήσεις των κινέζων εργατών είναι προς το συμφέρον όχι μόνο των ιδίων αλλά και των εργοδοτών τους. Κάτι που έχει καταδειχτεί εδώ και δεκαετίες από τον φορντισμό. Αλλωστε ήδη από την περασμένη χρονιά οι αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν για πρώτη φορά περισσότερους πελάτες στην Κίνα παρά στις ΗΠΑ. Οι χρήστες του Διαδικτύου είναι επίσης περισσότεροι στην κινεζική επικράτεια παρά στην απέναντι πλευρά του Ειρηνικού. Ωστόσο αυτά τα οφέλη αφορούν τις μεγάλες πολυεθνικές ή εγχώριες βιομηχανίες που καρπώνονται την (διά των απεργιακών κινητοποιήσεων) αύξηση του εισοδήματος του πολυπληθούς εργατικού δυναμικού. Αλλά οι μικρές μεταποιητικές επιχειρήσεις στενάζουν. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη σταδιακή ανατίμηση του εθνικού νομίσματος, το λειτουργικό τους κόστος αυξάνεται επικίνδυνα, ενώ εξανεμίζεται το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι Ευρωπαίων και Αμερικανών. Το πρόβλημα δεν αφήνει αδιάφορη την κεντρική κυβέρνηση, καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παράγουν το 60% του εγχώριου προϊόντος και απασχολούν το 80% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας. Οι 10 εκατ. επιχειρήσεις είναι στην πλειονότητά τους εγκατεστημένες στις παράκτιες επαρχίες της Κίνας και δραστηριοποιούνται σε κάθε κλάδο της οικονομίας. Παιχνίδια, είδη ένδυσης αλλά και έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές και χαλυβδόφυλλα κατασκευάζονται σε αυτές τις μικρές παραγωγικές μονάδες που απασχολούν κατά μέσον όρο 100-200 υπαλλήλους. Οσο κι αν αυξάνεται το κόστος παραγωγής, άλλη λύση δεν υπάρχει για αυτές τις επιχειρήσεις. Διότι η μετεγκατάστασή τους στην κινεζική ενδοχώρα συνεπάγεται υψηλό κόστος μεταφοράς. Ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας όμως είναι η έλλειψη έμπειρου εργατικού δυναμικού. Ελλείψει ειδικευμένων τεχνιτών, πολλοί επιχειρηματίες «αναγκάζονται» να εγκαταλείψουν την πάγια τακτική τους να προσλαμβάνουν νεαρούς και άγαμους εργάτες οι οποίοι κοστίζουν λιγότερο. Αλλοι επενδύουν στη σύγχρονη τεχνολογία προσπαθώντας να βελτιώσουν τον μηχανολογικό εξοπλισμό τους, περιορίζοντας τις ανάγκες τους σε έμψυχο δυναμικό. Η κυβέρνηση υπόσχεται από την πλευρά της ότι θα χαλαρώσει τις απαιτήσεις τραπεζικού δανεισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, διευκολύνοντας έτσι την πρόσβασή τους σε κεφάλαια τα οποία ως τώρα διοχετεύονταν κυρίως στις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις.
Η χαμένη δεκαετία
Αυτό που ανησυχεί ακόμη περισσότερο τους κομμουνιστές ηγέτες είναι το ενδεχόμενο να σκάσει στα χέρια τους η φούσκα των ακινήτων. Μια φούσκα την οποία δημιούργησαν οι ίδιοι με το σχέδιο μαζικής αστικοποίησης που έθεσαν σε εφαρμογή. Τα τελευταία χρόνια οι ουρανοξύστες και τα θηριώδη συγκροτήματα «λαϊκών» κατοικιών χτίζονται εν μια νυκτί εκεί όπου ως πριν από λίγο καιρό ήταν βοσκοτόπια και χωράφια. Τα προάστια των μεγάλων πόλεων μετατρέπονται σε επιχειρηματικά κέντρα ακόμη και διά της βίας. Οι τοπικές αρχές (στις οποίες άλλωστε ανήκει το σύνολο της γης) απαλλοτριώνουν πρώην καλλιεργήσιμες εκτάσεις για 70 χρόνια (αν πρόκειται να κατασκευαστούν κατοικίες) ή για 50 χρόνια (αν πρόκειται για βιομηχανίες), αφήνοντας κυριολεκτικά ανέστιους χιλιάδες κατοίκους. « Δεν είχα παρά να κοιτάζω τις μπουλντόζες να γκρεμίζουν την περιουσία μου» λέει στο «Spiegel» 55χρονος Γκου Κούι ο οποίος θυμάται ένοπλους άνδρες να τον βγάζουν πριν από λίγο καιρό «σηκωτό» από το σπίτι του, στα περίχωρα της Τσενγκτού, της πρωτεύουσας της επαρχίας Σιτσουάν.
Στην πόλη Τζενγκτζού της Δυτικής Κίνας, εκεί όπου εδρεύει ο μεγαλύτερος αριθμός μικρών βιοτεχνιών και μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, μια 45χρονη ιδιοκτήτρια εστιατορίου σκοτώθηκε τον περασμένο Μάιο, πληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την επιμονή της. Η ίδια είχε ενημερωθεί από τις Αρχές ότι το οικόπεδό της θα απαλλοτριωνόταν, όμως εκείνη επέλεξε ως ύστατο μέσο υπεράσπισης της περιουσίας της να κλειδωθεί μέσα στο εστιατόριο.
Η κατασκευή κατοικιών αντανακλά βέβαια μια πραγματικότητα. Σχεδόν 10 εκατομμύρια Κινέζοι εγκαταλείπουν κάθε χρόνο την ενδοχώρα σε αναζήτηση σταθερής εργασίας σε μία από τις μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες κοντά στις ακτές της Θάλασσας της Κίνας. Ωστόσο στην πλειονότητά τους οι εσωτερικοί μετανάστες είναι φτωχοί (γι΄ αυτό μεταναστεύουν άλλωστε) και δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος αγοράς μιας σύγχρονης κατοικίας όπως αυτές που χτίζονται κατά χιλιάδες. Συνεπώς η «οικοδομική έκρηξη» αφορά όσους έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν για να γίνουν ιδιοκτήτες και κυρίως εκείνους που επενδύουν στη χρυσοφόρο πηγή της αγοράς ακινήτων.
Οι δήμοι και οι κρατικές τράπεζες είναι αυτές που έχουν επενδύσει τα περισσότερα σε αυτή την έκρηξη. Μόνο την περασμένη χρονιά οι τοπικές αρχές πούλησαν συνολικά 3 εκατ. στρέμματα γης (44% μεγαλύτερη έκταση από το 2008) και χρεώθηκαν στις τράπεζες προκειμένου να χτίσουν. Τόσο οι πιστωτές όσο και οι υπερχρεωμένες τοπικές κυβερνήσεις προσβλέπουν στη συνεχή άνοδο της αξίας της γης και των ακινήτων.
Μέχρι στιγμής οι προβλέψεις τους επαληθεύονται, συμπαρασύροντας σε ανοδική πορεία τις τιμές των πρώτων υλών (χάλυβας, αλουμίνιο, χαλκός). Αν αυτή η τρελή κούρσα όμως φθάσει στο απόγειό της τότε οι συνέπειες θα είναι καταστρεπτικές. Για τον λόγο αυτόν η κυβέρνηση του Γουέν Ζιαμπάο σκέφτεται να υιοθετήσει και άλλα μέτρα πέραν των περιορισμών που έχει ήδη επιβάλει. Μεταξύ άλλων σχεδιάζει να φορολογήσει την ιδιοκτησία ακινήτων προκειμένου να ανακόψει την ασυγκράτητη άνοδο του κατασκευαστικού κλάδου. Οι πιο απαισιόδοξοι πάντως προβλέπουν ότι το ξεφούσκωμα της οικοδομικής δραστηριότητας θα οδηγήσει την Κίνα σε μια «χαμένη δεκαετία» στο άμεσο μέλλον.
Οι Κινέζοι επιστρέφουν στις ρίζες ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία από τους γονείς τους
«Καθένας μπορεί να τα καταφέρει στην Κίνα. Δεν χρειάζεται να μιλάς τη γλώσσα.Αρκεί μόνο να έλθεις εδώ με ανοικτό μυαλό» λέει ο Τζέιμς Τσαόυ, ένας από τους χιλιάδες Κινέζους που εγκαταλείπουν τη Βρετανία για να ανακαλύψουν «τη δική τους Κίνα», όπως δηλώνουν χαρακτηριστικά στους βρετανικούς «Τimes» της προηγούμενης Κυριακής. Ο Σινοβρετανός Τζέιμς γεννήθηκε στο Λονδίνο, σπούδασε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όμως στα 23 του χρόνια αποφάσισε να ακολουθήσει αντίστροφη πορεία από αυτή των γονιών του πριν από μερικές δεκαετίες. Αυτό που δεν περίμενε, είναι ότι και στο Χονγκ Κονγκ θα ένιωθε το ίδιο ξένος όπως και στο Λονδίνο. «Στο σχολείο είχα ελάχιστους κινέζους συμμαθητές και όλοι μας κορόιδευαν. Οταν σε αντιμετωπίζουν ως παρείσακτο, αρχίζεις και το πιστεύεις. Αλλά και στο Χονγκ Κονγκ αν δεν μιλάς την τοπική διάλεκτο δεν θεωρείσαι Κινέζος» τονίζει ο ίδιος.
Παρά τις δυσκολίες προσαρμογής στο νέο περιβάλλον (οι οποίες οφείλονται στο γεγονός ότι η Κίνα παραμένει μια κλειστή, συντηρητική κοινωνία) οι «επαναπατρισθέντες» Κινέζοι βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στη χώρα για να αναπτύξουν επιχειρηματική δραστηριότητα. Η αλματώδης οικονομική πρόοδος της Κίνας από τις αρχές της νέας χιλιετίας προσφέρει απεριόριστες ευκαιρίες, καθιστώντας τη χώρα ιδανικό τόπο εγκατάστασης.
Τα στατιστικά στοιχεία του βρετανικού ινστιτούτου ερευνών ΙΡΡR είναι ενδεικτικά. Τουλάχιστον 47.000 πολίτες οι οποίοι γεννήθηκαν στη Βρετανία έχουν μετεγκατασταθεί επί κινεζικού εδάφους από τις αρχές του 2009. Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι κινεζικής καταγωγής και βρίσκονται στις πλέον παραγωγικές ηλικίες (25-45 ετών).
Οπως δηλώνουν οι περισσότεροι, η μεγαλύτερη δυσκολία δεν είναι το να μάθουν να μιλούν σωστά τη μητρική τους γλώσσα ούτε το να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της κινεζικής κοινωνίας. Το δυσκολότερο είναι να πείσουν τους γονείς τους για την ορθότητα της απόφασής τους. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο αυτό. Εκείνοι άφησαν πριν από δεκαετίες πίσω τους μια υπανάπτυκτη χώρα. Μια αγροτική κοινωνία, με βαθιά ριζωμένες οπισθοδρομικές αντιλήψεις και πρακτικές. Η σημερινή Κίνα όμως είναι μια εντελώς διαφορετική χώρα. Οι τοπικές κυβερνήσεις εκχωρούν καλλιεργήσιμη γη σε κατασκευαστικές εταιρείες. Τα χωράφια δίνουν τη θέση τους σε μεγαθήρια, τεράστια συγκροτήματα κατοικιών και υπερσύγχρονων γραφείων. Ο πληθυσμός στρέφεται από την κτηνοτροφία και τη γεωργία στη βιομηχανία, καθώς η χώρα δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να παράγει όσα καταναλώνει η Δύση.
Τα στερεότυπα καταρρέουν λοιπόν, μόνο που αυτό δεν το γνωρίζουν (δικαίως) όσοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους πριν από πενήντα χρόνια. Γι΄ αυτό και απορούν τώρα με την αντίστροφη μετανάστευση που επιλέγουν οι νεαροί Κινέζοι.
Αλλά και οι εμιγκρέδες της Κίνας συνειδητοποιούν ύστερα από λίγο καιρό ότι είναι τεράστια η απόσταση που χωρίζει ακόμη Δύση και Ανατολή. Σε χιλιόμετρα και σε αντιλήψεις. «Οταν ασκείς εδώ κριτική στην κυβέρνηση, νιώθεις σαν να επικρίνεις τους γονείς σου. Σε κάνουν να αισθανθείς πολύ άσχημα. Η άποψη που επικρατεί είναι ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν είναι τέλειοι αλλά οι προθέσεις τους είναι πάντοτε καλές» διαπιστώνει ο Ολιβερ Λο, ο οποίος άφησε πριν από λίγα χρόνια τη Βρετανία για το Πεκίνο. Αλλοι βέβαια συμβιβάζονται με όσα τους παρέχονται (ή μάλλον όσα τους επιτρέπονται) και απολαμβάνουν τη μόνη ελευθερία που διασφαλίζει απρόσκοπτα το υβριδικό κομμουνιστικό καθεστώς: την οικονομική".