" Σειρά στρεβλώσεων εξαφάνισαν αλεύρι και απελευθέρωση αγοράς
Τα αλλεπάλληλα λάθη της τελευταίας 30ετίας οδήγησαν σε αποψίλωση της εγχώριας παραγωγής
Της Δημητρας Mανιφαβα
Οταν το 1992 το ψωμί βγήκε από το καθεστώς αγορανομικού ελέγχου, από το καθεστώς διατίμησης δηλαδή, καλλιεργήθηκε ευρέως η προσδοκία ότι η αγορά που σχετίζεται με ένα από τα κυριότερα είδη πρώτης ανάγκης θα απελευθερωθεί. Στα δεκαοκτώ έτη που μεσολάβησαν, η προσδοκία αυτή επανειλημμένως διαψεύδεται. Ο κάθε αρτοποιός, βάσει του νόμου, μπορεί να διαμορφώσει την τιμή του ψωμιού που πουλάει σε όποια τιμή επιθυμεί. Ωστόσο, βάσει σειράς άλλων νόμων, αλλά και πρακτικών που εντοπίζονται σε όλη την αλυσίδα σιτάρι-αλεύρι-ψωμί, η απελευθέρωση της συγκεκριμένης αγοράς επί της ουσίας έχει ακυρωθεί. Συχνά με τη συνενοχή -και όχι απλώς την ανοχή- της πολιτικής εξουσίας, η οποία συχνά αντιμετώπισε τον κλάδο μετρώντας τον σε ψήφους, είτε πρόκειται για τους αρτοποιούς, είτε για τους παραγωγούς σιταριού, είτε ακόμη και για τους αλευροβιομηχάνους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος, σήμερα στη χώρα λειτουργούν 14.400 βιοτεχνικά αρτοποιεία, ενώ οι άμεσα απασχολούμενοι στα αρτοποιεία (αρτοποιοί, αρτεργάτες, βοηθοί αρτεργατών, τεχνίτες, πωλητές, πωλήτριες, εργάτες) ανέρχονται σε 67.000 άτομα. Οι έμμεσα συνεργαζόμενοι ανέρχονται στον αριθμό των 70.000 οικογενειών. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι λειτουργούν 120 κυλινδρόμυλοι-αλευροβιομηχανίες. Αρκετοί εξ αυτών, όμως, είτε δεν διαθέτουν άδειες λειτουργίας είτε δεν έχουν τα απαραίτητα πιστοποιητικά (HACCP κ.ά.). Επίσης, λίγοι εξ αυτών διαθέτουν μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, ώστε να έχουν και ικανές ποσότητες αποθεμάτων. Οι εταιρείες εμπορίας αλεύρων ανέρχονται σε 110. Σε όλους αυτούς θα πρέπει να προστεθούν μερικές δεκάδες χιλιάδες καλλιεργητών σιταριού.
Το πρόβλημα με τη διαμόρφωση των τιμών αλεύρων στην Ελλάδα έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του '80. Το 1980, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καλλιεργούνταν στην Ελλάδα 7.281.370 στρέμματα μαλακού σίτου (πρόκειται για σιτάρι που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιείται στην αρτοποιία και τη ζαχαροπλαστική) παράγοντας 2.274.250 τόνους και 2.290.500 στρέμματα σκληρού σίτου παράγοντας 657.049 τόνους. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, η σχέση αυτή αντιστράφηκε. Υπό το καθεστώς των κοινοτικών επιδοτήσεων που ήταν υψηλότερες για τον σκληρό σίτο (απόφαση η οποία αποδίδεται κυρίως στις πιέσεις του ιταλικού λόμπι, μιας και το σκληρό σιτάρι δίνει σιμιγδάλι για τη βιομηχανία ζυμαρικών) και λόγω της απουσίας εθνικής στρατηγικής, το 2009 καλλιεργήθηκαν 1.730.000 στρέμματα μαλακού σίτου, παράγοντας μόλις 500.000 τόνους και 5.250.000 στρέμματα σκληρού σίτου, παράγοντας 1.330.000 τόνους. Ετσι, η χώρα από πλεονασματική στο μαλακό σιτάρι κατέστη ελλειμματική και πλέον αναγκάζεται να εισάγει κάθε χρόνο μεγάλες ποσότητες προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της εγχώριας κατανάλωσης, που διαχρονικά κυμαίνονται περίπου στο 1,2 εκατ. τόνους.
Η εξάρτηση από τις εισαγωγές κατέστησε τη χώρα πολύ πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών των σιτηρών, όπως διαπιστώνεται και στην παρούσα συγκυρία. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι δημιούργησε το πεδίο για τη λειτουργία ενός ολόκληρου κυκλώματος μεσαζόντων που επιβαρύνουν τελικά το κόστος, τόσο για τη διάθεση της εισαγόμενης όσο και της εγχώριας παραγωγής. Οι αλευρόμυλοι προμηθεύονται σιτάρι από το εξωτερικό κυρίως μέσω μεσιτών-εισαγωγέων. Οι μεσίτες διασφαλίζουν ποσότητες από το εξωτερικό και κάνουν προσφορές στις εγχώριες αλευροβιομηχανίες, χωρίς να δουλεύουν αποκλειστικά για κάποιους. Στο κόστος θα πρέπει να συμπεριληφθούν και τα μεταφορικά, που ακόμη και για μικρές αποστάσεις είναι υψηλά. Για τη μεταφορά φορτίου, π.χ., από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης σε μονάδα των Σερρών το κόστος είναι 12 ευρώ/τόνο. Το αλεύρι στη συνέχεια πωλείται στις περισσότερες των περιπτώσεων απευθείας στους αρτοποιούς, μέσω πωλητών των αλευροβιομηχανιών. Το κόστος της πρώτης ύλης -του σιταριού- συμμετέχει στην τελική τιμή των αλεύρων σε ποσοστό 65%-70%.
Στην περίπτωση της εγχώριας παραγωγής, ο σιτοπαραγωγός έχει τρεις επιλογές για να διαθέσει τη σοδειά του: α) Να την πουλήσει απευθείας στον μύλο, β) να την πουλήσει σε μεσίτη-έμπορο και γ) να την πουλήσει στις Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΑΣ).
Οι ΕΑΣ εκτός, βεβαίως, από τον ρόλο του μεσίτη διαδραματίζουν συχνά και τον ρόλο του καθοδηγητή, επηρεάζοντας με τις προτροπές τους τις αποφάσεις των παραγωγών, οι οποίες συχνά μπορεί να αποβούν και επιζήμιες. Τα γεγονότα του 2008 -τα οποία τείνουν να επαναληφθούν- είναι ενδεικτικά. Η εκτόξευση των διεθνών τιμών των σιτηρών σε δυσθεώρητα ύψη έκανε την εποχή εκείνη περιζήτητη την εγχώρια παραγωγή. Με προτροπή γνωστών αγροτοσυνδικαλιστών το καλοκαίρι του 2008, οι παραγωγοί κρατούσαν στις αποθήκες τη σοδειά προκειμένου να επιτύχουν πολύ υψηλή τιμή, πάνω από τα 40 λεπτά/κιλό για το σκληρό σιτάρι. Εμποροι και αλευροβιομήχανοι προτίμησαν να αναζητήσουν από τις αγορές του εξωτερικού σιτάρι σε πιο συμφέρουσα τιμή. Τα ελληνικά σιτάρια -σκληρά και μαλακά- αλλά και το καλαμπόκι παρέμειναν στις αποθήκες απούλητα να σαπίζουν. Στις 9 Δεκεμβρίου 2008, με απόφαση του τότε υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Αλ. Κοντού δόθηκε άτοκο δάνειο σε 57 ΕΑΣ, προκειμένου να αγοράσουν τα απούλητα δημητριακά, συνολικού ύψους 150.000.000 ευρώ. Οι προκαταβολές που ορίστηκαν τότε και στις περισσότερες των περιπτώσεων αποτέλεσαν και τις τελικές τιμές ήταν 0,17 ευρώ/κιλό για το σκληρό σιτάρι και 0,14 ευρώ/κιλό για το μαλακό.
Συμπέρασμα: Η υπόθεση ψωμί έχει... πολύ ψωμί, κατά το κοινώς λεγόμενο. Και όλοι οι εμπλεκόμενοι προσπαθούν να αδράξουν την ευκαιρία.
Οταν η τιμή των αλεύρων υποχωρεί, του ψωμιού μένει σταθερή...
Στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, παρά το γεγονός ότι η τιμή των αλεύρων έως και τον περασμένο Ιούνιο ακολουθούσε φθίνουσα πορεία, παραμένει η τιμή του ψωμιού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η μέση τιμή εισαγωγής cif (περιλαμβάνει τα έξοδα μεταφοράς, εκφόρτωσης και το κόστος ασφάλισης) μαλακού σίτου στην Ελλάδα το α΄ τετράμηνο του 2010 διαμορφώθηκε σε 166 ευρώ/τόνο έναντι 176 ευρώ/τόνο το αντίστοιχο τετράμηνο του 2009. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις η τιμή εισαγωγής σε σχέση με πέρυσι ήταν μειωμένη κατά 26% (στο γαλλικό σιτάρι η τιμή πέρυσι ήταν 210 ευρώ/τόνο και φέτος έφτασε στα 156 ευρώ/τόνο). Στο ουγγρικό σιτάρι η τιμή πέρυσι ήταν 181 ευρώ/τόνο, το α΄ τετράμηνο του 2010 είχε διαμορφωθεί στα 161 ευρώ/τόνο, ενώ τώρα διατίθεται ακόμη και προς 275 ευρώ/τόνο".
Για το ίδιο θέμα και το επόμενο άρθρο:
"Τα καρτέλ και η διαμόρφωση της τιμής του ψωμιού
Δημητρα Mανιφαβα
Το πρωί της Δευτέρας 26 Νοεμβρίου 2001, οι καταναλωτές της Αμφισσας που επισκέφθηκαν, σχεδόν όπως κάθε ημέρα, τον φούρνο της γειτονιάς τους, βρέθηκαν μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη: Το χωριάτικο ψωμί κόστιζε στους περισσότερους φούρνους της πρωτεύουσας του νομού Φωκίδος 340 δρχ. ανά κιλό, ενώ μέχρι το Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2001 η τιμή του ήταν 320 δρχ. ανά κιλό. Μπροστά στην ίδια δυσάρεστη έκπληξη βρέθηκαν το πρωί της 26ης Νοεμβρίου 2001 και οι κάτοικοι της Ιτέας, ενώ στο γειτονικό χωριό Κίρρα, στο γραφικό Γαλαξίδι, στους ιστορικούς Δελφούς, στο Πολύδροσο και στη Γραβιά οι καταναλωτές είδαν την τιμή του ψωμιού να «φουσκώνει» εν μια νυκτί από τις 300 δρχ. ανά κιλό στις 340 δρχ. ανά κιλό, αύξηση δηλαδή 13%.
Υστερα από αναφορά του Τμήματος Εμπορίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φωκίδος, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διενήργησε αυτεπάγγελτη έρευνα και στις 21 Νοεμβρίου 2002 εξέδωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία η παραπάνω αύξηση των τιμών συνιστούσε εναρμονισμένη πρακτική και επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους 29.864 ευρώ σε 22 αρτοποιούς. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που η Επιτροπή Ανταγωνισμού ασχολείτο με τον κλάδο της βιοτεχνικής αρτοποιίας.
Το 1996, η Επιτροπή Ανταγωνισμού κλήθηκε να εξετάσει την τιμολογιακή συμπεριφορά των 33 αρτοποιών–μελών της συντεχνίας του νομού Καβάλας, καθώς είχε διαπιστωθεί ότι το ψωμί τύπου 70% (λευκό ψωμί) και το σύμμεικτο (χωριάτικο) πωλείτο σε όλους τους φούρνους της περιοχής προς 240 δρχ. και 260 δρχ. το κιλό αντιστοίχως. Η νεοσύστατη τότε Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι δεν υπήρχε ενσυνείδητη εναρμονισμένη πρακτική και ότι η διαμόρφωση ενιαίας τιμής οφειλόταν, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι μέχρι το 1992 πρόσφατα υπήρχε καθεστώς διατίμησης στο ψωμί.
Τόσο στην καταδικαστική απόφαση του 2002 όσο και στην απαλλακτική του 1996 υπάρχει μια κοινή αναφορά: «Τα αρτοποιεία και τα πρατήρια άρτου είναι στην πλειονότητά τους αυτοτελείς, ανεξάρτητες επιχειρήσεις, με αυτόνομη επιχειρηματική δραστηριότητα, το δε απασχολούμενο σ’ αυτά προσωπικό ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης. Η υφιστάμενη διαφοροποίηση των παραγόντων κόστους στις επιμέρους επιχειρήσεις θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα διαφοροποίηση και στις τιμές κόστους και όχι διαμόρφωσή τους σε ενιαίο ύψος».
Η αναφορά αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα συγκυρία. Στο πλαίσιο της νέας αυτεπάγγελτης έρευνας στον κλάδο της αρτοποιίας που έχει ξεκινήσει από τα τέλη του 2008 η Επιτροπή Ανταγωνισμού, διερευνώνται όλοι οι παράγοντες διαμόρφωσης του κόστους. Κι αυτό διότι ύστερα από εφόδους των επιθεωρητών της Αρχής στα πρωτοβάθμια σωματεία, αλλά και στη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση του κλάδου, υπάρχουν ευρήματα που πιθανώς να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ακολουθείται ενιαία πολιτική, που οδηγεί σε εναρμονισμένη πρακτική τιμών σε διάφορους συντελεστές κόστους, όπως το μισθολογικό κόστος.
Εφόδους την τελευταία εβδομάδα πραγματοποίησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στους συνδέσμους των αλευροβιομηχάνων, σε μεγάλες αλευροβιομηχανίες, καθώς και σε αρτοποιητικές μονάδες. Εκτός από την πιθανότητα εναρμονισμένης πρακτικής τιμών –για την οποία υπάρχουν αρκετές ενδείξεις από τα πρώτα ευρήματα– η Αρχή μελετά και άλλες αντιανταγωνιστικές πρακτικές που πιθανόν εφαρμόζονται στο κύκλωμα σιτάρι-αλεύρι-ψωμί, όπως η ρύθμιση της προσφοράς. Οπως επισημαίνουν, δε, ειδικοί στο δίκαιο του ανταγωνισμού, ακόμη και οι ανακοινώσεις των συνδέσμων αλευροβιομηχάνων περί επιβεβλημένων αυξήσεων μπορούν να αποτελέσουν τεκμήρια ενοχής. «Οι φορείς εκπροσώπησης διαφόρων κλάδων της οικονομίας πρέπει να καταλάβουν ότι οι ενώσεις τους έχουν συνδικαλιστικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να αποτελούν εφαλτήριο συνεννοήσεων για θέματα πολιτικής τιμών», τονίζει χαρακτηριστικά στέλεχος της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Μετά και τις πρόσφατες εξελίξεις, τέλος, η Αρχή, σύμφωνα με πληροφορίες, επανεξετάζει τον φάκελο της έρευνας στον κλάδο των αλεύρων, η οποία είχε ξεκινήσει το 2005 ύστερα από καταγγελία, αλλά χωρίς τότε να καταλήξει σε συγκεκριμένη απόφαση".