" Οταν μιλάει η Fed, οι αγορές διαβάζουν μεταξύ των γραμμών
The New York Times
Hταν μία δήλωση για τα αυτονόητα, η οποία μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Η αρμόδια επιτροπή πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) ανακοίνωσε την Τρίτη ότι η οικονομία προσφάτως επιβραδύνθηκε και δεν αναμένεται συντόμως να βελτιωθεί. Σε συνδυασμό με τις ενδείξεις περί βραδύτερης ανάπτυξης στην Κίνα και την Ευρώπη, τα «νέα» πυροδότησαν μαζικές πωλήσεις μετοχών την Τετάρτη. Ταυτόχρονα, οι προβλέψεις έγκυρων οικονομολόγων για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω από το αρχικό 2,4% σε λιγότερο από 2%.
Η αντίδραση των αγορών μετέδωσε ένα ακόμα πιο ηχηρό μήνυμα απ’ ό, τι η Fed. Το μήνυμα συνίσταται στο ότι η οικονομία χρειάζεται περισσότερη και καλύτερη βοήθεια από όση λαμβάνει και, δυστυχώς, ακόμη περισσότερη από όση είναι πιθανόν να δεχθεί στο υπάρχον, αντίξοο πολιτικά, περιβάλλον.
Κανείς δεν θα έπρεπε να αισθανθεί έκπληξη ακούγοντας τα εμπόδια για την ανάπτυξη που παρέθεσε η Fed – υψηλή ανεργία, μέτριες αυξήσεις στα εισοδήματα, ανελαστικές πιστώσεις και χαμηλότερη δημιουργία πλούτου μέσω ιδιοκτησίας κατοικίας. Ούτε αποτέλεσε έκπληξη ότι η Κεντρική Τράπεζα δεσμεύθηκε να διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα τα επιτόκια. Αυτό εμπράκτως σημαίνει ότι το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο, το οποίο ελέγχει, θα παραμείνει πλησίον των μηδενικών επιπέδων και στο προσεχές μέλλον. Για να διατηρήσει τις καθοδικές πιέσεις στα μακροπρόθεσμα επιτόκια, όπως εκείνα των στεγαστικών δανείων, σχεδιάζει να ανακυκλώσει τα έσοδα από τα ενυπόθηκα χρεόγραφα, μετατρέποντάς τα σε κρατικά ομόλογα.
Η Fed δεν παρέχει νέα στήριξη, οπότε δεν αναμένεται μεγάλη ενίσχυση της οικονομίας, αν υπάρξει κάποια. Απλώς, υπόσχεται να μη σκληρύνει τη νομισματική πολιτική πρόωρα. Επίσης, υπόσχεται να κινητοποιηθεί περισσότερο εάν η οικονομία επιδεινωθεί περαιτέρω. Πρόκειται για μια αναφορά στην ικανότητα και, πιθανότατα, στην προθυμία της να δημιουργήσει νέο χρήμα και να κάνει τις πιστώσεις φθηνότερες. Το κομβικό πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας δεν έχει να κάνει με την έλλειψη κονδυλίων για την πρόσληψη εργαζομένων ή τα υψηλά επιτόκια ή τη δυσκολία να παράσχει δάνεια. Εχει να κάνει με την έλλειψη προσλήψεων και δανείων, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τα επιτόκια είναι ήδη πολύ χαμηλά και πολλοί οργανισμοί και τράπεζες διαθέτουν ρευστό ως προστασία.
Οσο η οικονομία εξασθενεί, οι εργοδότες δεν θα προσλαμβάνουν και οι τράπεζες δεν θα δανείζουν τις μικρές εταιρείες. Οι καταναλωτές δεν θα δείχνουν προθυμία να ξοδέψουν, οπότε η οικονομία θα παραμένει αδύναμη. Μία διέξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης, αλλά το Κογκρέσο έχει παγιδευθεί. Οι τελευταίες καθυστερήσεις και οι περικοπές φανερώνουν πως ούτε καν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τους χαράσσοντες πολιτική ότι θα παράσχουν επείγουσα συνδρομή, όπως τα επιδόματα ανεργίας ή μία δυναμική βοήθεια για την επίλυση οφθαλμοφανών προβλημάτων, όπως είναι οι διάτρητοι πολιτειακοί προϋπολογισμοί.
Στην ανακοίνωσή της, η Fed απέφυγε τις λέξεις αποπληθωρισμός και διπλή ύφεση. Αλλά οι αγορές τις άκουσαν, διότι από μόνες τους οι προσπάθειες της Fed είναι απίθανο να αποτρέψουν αυτούς τους δύο κινδύνους".
" Η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται νέες ισορροπίες, όσο είναι ακόμη νωπή η κρίση
Του Ragruham G. Rajan*/ The New York Times
Λίγο πολύ, όλοι συμφωνούν ότι υπάρχει ανάγκη νέων ισορροπιών για την παγκόσμια οικονομία. Χώρες όπως η Ισλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούσαν πέραν των δυνατοτήτων τους πριν ξεσπάσει η κρίση, χρηματοδοτώντας τις δαπάνες τους με δημόσια ή ιδιωτικά χρέη ενώ άλλες, όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Κίνα τους πουλούσαν τα προϊόντα τους, χρηματοδοτώντας την καταναλωτική τους φρενίτιδα.
Αυτό το οποίο απαιτείται σήμερα είναι -με απλά λόγια- να πεισθούν τα αμερικανικά νοικοκυριά να αποταμιεύουν περισσότερο και τα κινεζικά να ξοδεύουν περισσότερο. Ετσι θα βρει η παγκόσμια οικονομία την ισορροπία της. Πολλοί νομίζουν ότι η αλλαγή θα επέλθει εάν ο κόσμος στις ΗΠΑ αναπροσαρμόσει τις καταναλωτικές συνήθειές του και εάν οι Κινέζοι σταματήσουν να φοβούνται τι θα φέρει το μέλλον, και αρχίσουν να χαίρονται περισσότερο τις δυνατότητες της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών.
Ασφαλώς είναι απλοϊκό να πιστεύουμε ότι οι παγκόσμιες εμπορικές ανισορροπίες είναι θέμα μόνο δύο χωρών. Ομως, για λόγους ανάλυσης είναι επίσης χρήσιμο να δούμε εάν η κατάσταση θα διορθωνόταν στην περίπτωση που οι Αμερικανοί λειτουργούσαν σαν Κινέζοι και το αντίστροφο.
Γεγονός είναι ότι οι καταναλωτικές συνήθειές μας διαμορφώνονται με τον χρόνο. Το να οδηγεί κάποιος ένα Hummer στις ΗΠΑ ήταν αποδεκτή επίδειξη της καλής οικονομικής του επιφάνειας, προτού βεβαίως αρχίσουμε να ανησυχούμε όλοι για τις επιπτώσεις των μεγάλων κινητήρων στο περιβάλλον. Δεν είναι πια! Αν και το συγκεκριμένο παράδειγμα δείχνει πως αλλάζουμε απόψεις και συμπεριφορές, γεγονός παραμένει ότι πολλά καθορίζονται από τις πολιτικές επιλογές.
Ας πάρουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κατανάλωση εκεί υποστηρίχθηκε στο μέγιστο βαθμό από τον δανεισμό, ο οποίος μπορούσε να αντληθεί με «αντίκρισμα» την αξία της οικογενειακής κατοικίας. Η πολιτική ενθάρρυνση της απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας, ακόμη και από οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα, άνοιξε τον δρόμο προς τον ευρύτερο δανεισμό -συνήθως με την άντληση δεύτερου, ενυπόθηκου δανείου- για την αγορά κάθε είδους καταναλωτικών ειδών. Ενώ δε επί χρόνια η αύξηση του μέσου εισοδήματος ήταν ισχνή, η δυνατότητα δανεισμού που διατηρούσε υψηλή την κατανάλωση προφανώς «βόλευε» διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Προς την ίδια κατεύθυνση ενθάρρυναν επίσης τους Αμερικανούς τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού της Fed. Παράλληλα, τα επίσης χαμηλά επιτόκια των καταθέσεων αποθάρρυναν την αποταμίευση.
Τι συμβαίνει τώρα με τα κινεζικά νοικοκυριά; Και στη δική τους περίπτωση, η κυβερνητική πολιτική είναι σημαντική. Ασφαλώς η έλλειψη διχτυών ασφαλείας για τους υπερήλικες αλλά και οι περιορισμοί στις γεννήσεις -τα πολλά παιδιά λειτουργούν παραδοσιακά ως δίχτυ προστασίας για τους ηλικιωμένους γονείς στην Ασία- αποτελούν ισχυρό κίνητρο αποταμίευσης στην Κίνα, ωστόσο τα εν λόγω ποσοστά δεν διαφέρουν δραματικά από εκείνα άλλων ασιατικών κρατών. Το ποσοστό της αποταμίευσης έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια στην Κίνα, διότι οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερα κέρδη, ενώ η κατανάλωση των νοικοκυριών παραμένει χαμηλή, αφού οι εργαζόμενοι δεν κερδίζουν τόσα (ως ποσοστό του παραγόμενου προϊόντος) όσα οι συνάδελφοί τους σε άλλες χώρες. Ουσιαστικά, οι επιχειρήσεις είναι εκείνες οι οποίες ευνοούνται και όχι οι εργαζόμενοι. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα επιτόκια καταθέσεων για τους ιδιώτες είναι εξαιρετικά χαμηλά στην Κίνα, επιτρέποντας στις τράπεζες να χορηγούν φθηνό δανεισμό στις επιχειρήσεις και στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας να διατηρεί το κινεζικό νόμισμα υποτιμημένο. Αντιθέτως, το μετά φόρων εισόδημα των νοικοκυριών είναι χαμηλό, επηρεάζοντας την ιδιωτική κατανάλωση. Το Πεκίνο πρέπει να αρχίσει να φέρεται πιο ευγενικά στους εργαζομένους εάν επιθυμεί να βοηθήσει στη βελτίωση των ανισορροπιών της παγκόσμιας οικονομίας.
Το συμπέρασμα είναι ότι η αντιμετώπιση των ανισορροπιών απαιτεί περισσότερα από μία πολιτισμική αλλαγή: Χρειάζεται αλλαγές πολιτικής που εμπεριέχουν σημαντικό βραχυπρόθεσμο κόστος. Μετά τη βάρβαρη αυτή ύφεση, η φυσική τάση είναι να επιστρέψουμε στο παλαιό μοντέλο ανάπτυξης - στις ΗΠΑ ζωντανεύοντας την κατανάλωση, στην Κίνα τις εξαγωγές.
Εάν δεν σημειωθούν αλλαγές εν μέσω της κρίσης, δεν πρόκειται να συμβούν όταν η παγκόσμια οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει. Είναι όμως πιο εύκολο για τους πολιτικούς να παροτρύνουν άλλες χώρες να λάβουν μέτρα, αντί να αναλάβει ο καθένας τις δικές του ευθύνες.
* πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, καθηγητής του Booth School του Πανεπιστημίου του Σικάγο"