" Το δημοσιονομικό είναι χωρίς αμφιβολία το πιο άμεσο και πιεστικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι όμως το μοναδικό. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει γενικότερο πρόβλημα αναπτυξιακού προτύπου, το οποίο συμπλέκεται και επηρεάζει αρνητικά τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Πρέπει να αρχίσει να μας απασχολεί σοβαρά και αυτό. Τα ελαττώματα του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου συνδέονται με μια σειρά από παθογένειες που, κυρίως, χαρακτηρίζουν το ελληνικό δημόσιο. Παραδείγματος χάριν:
- Μεγάλοι δημόσιοι οργανισμοί, όπως τα νοσοκομεία, δεν χρησιμοποιούν διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, ενώ δεν γίνεται ηλεκτρονική καταγραφή της συνταγογράφησης και άλλων πράξεων.
- Υπάρχουν υποχρεωτικές ή συνιστώμενες κατώτατες τιμές, οι οποίες θεσπίζονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο σε αρκετά προϊόντα και υπηρεσίες, όπως, π.χ. τα αντίγραφα φάρμακα και τα ξενοδοχεία, με ανεπιθύμητες επιπτώσεις είτε στη δημόσια δαπάνη είτε στον ανταγωνισμό, ή και στα δύο μαζί.
- Η δημόσια περιουσία δεν έχει καταγραφεί και αποτιμηθεί, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποτιμηθεί και η συνολική απόδοσή της.
- Δεν υπάρχει μέτρηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων στις περισσότερες δραστηριότητες του δημοσίου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής πολιτικής κινήτρων και ανταγωνισμού εντός του δημόσιου τομέα (π.χ. μεταξύ των νοσοκομείων, των πανεπιστημίων κ.τ.λ.).
- Το κράτος φορολογεί με μοναδιαίους συντελεστές επί του τζίρου -και όχι στη βάση βιβλίων εσόδων - εξόδων- πολλές επιχειρήσεις, ακόμα και όταν σε ορισμένους κλάδους καθορίζει τα ποσοστά κέρδους τους.
-Το θεσμικό πλαίσιο και η τραπεζική πρακτική ευνοούν τη χρήση επιταγών εις βάρος της έκδοσης τιμολογίων, γεγονός που αποτελεί την κύρια αιτία της φοροδιαφυγής.
Αυτές, και πολλές άλλες, στρεβλώσεις ερμηνεύουν και αντανακλώνται στο υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, τις χαμηλές επιδόσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, την υψηλή ανεργία των νέων, το ελλειμματικό ασφαλιστικό σύστημα, τη μεγάλη αύξηση των δαπανών, την ελλιπή λειτουργία του ανταγωνισμού, την ανεπαρκή δημόσια διοίκηση.
Είναι φανερό ότι απαιτείται ένα νέο πρότυπο για το μέλλον, που να περιλαμβάνει τον δημόσιο τομέα, τη λειτουργία των αγορών, την ανταγωνιστικότητα, το κοινωνικό κράτος και τους θεσμούς, εξειδικεύοντας μετρήσιμους στόχους και τα μέσα επίτευξής τους. Χωρίς αμφιβολία, η θεραπεία του «μεγάλου ασθενούς», του κράτους, είναι βασικό μέσο προσέγγισης του νέου αναπτυξιακού προτύπου. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση είναι σκόπιμο να εκπονήσει και δημοσιοποιήσει ένα δεκαετές πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να αποκατασταθεί η τρωθείσα εμπιστοσύνη. Το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε, εντελώς ενδεικτικά, να περιλαμβάνει τους ακόλουθους στόχους:
Βασικοί Στόχοι με ορίζοντα δεκαετίας (2020)
Α. Πραγματική σύγκλιση με την Ευρωζώνη, με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα (σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης): Αυτό είναι εφικτό μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, αν διατηρηθεί η μέση διαφορά μεταβολής της παραγωγικότητας Ελλάδος-Ευρωζώνης της προηγούμενης δεκαετίας (περίπου 1,5%). Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο σχετικός δείκτης (το κατά κεφαλήν εισόδημα) εκτιμάται σήμερα (2009) σε 86,1% έναντι 71,6% το 1999.
Β. Μέσος δεκαετής ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης πλησίον του 3,5%: Ο ρυθμός οικονομικής ανόδου της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη δεκαετία μπορεί να τεθεί πλησίον του μέσου όρου της προηγούμενης δεκαετίας, 2000-2009, δηλαδή πλησίον του 3,5%. Ο στόχος αυτός ενδεχομένως φαίνεται υπεραισιόδοξος, η πεποίθησή μας όμως είναι ότι είναι εφικτός. Πρώτον, όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις, η διεθνής κρίση φαίνεται ότι κορυφώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2009. Δεύτερον, και σημαντικότερο, οι δυνατότητες για περαιτέρω αύξηση του δυνητικού προϊόντος στην ελληνική οικονομία είναι πολύ μεγάλες, όπως θα επιχειρηματολογήσουμε παρακάτω, αρκεί να υιοθετηθούν τα κατάλληλα μέτρα. Βασική προϋπόθεση είναι ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην ευρωζώνη την επόμενη δεκαετία δεν θα είναι μικρότερος του 1,5%, δηλαδή όσος ήταν τη δεκαετία 2000-2009.
Γ. Αναδιάρθρωση της συνολικής ζήτησης: Στόχος είναι η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά 10 περίπου εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσα στην επόμενη δεκαετία. Αυτό συναρτάται: Πρώτον, με αύξηση των εξαγωγών, που σήμερα είναι περίπου στο 23% του ΑΕΠ (το μικρότερο στην Ε.Ε.), όταν στις άλλες μικρές οικονομίες της Ε.Ε. ποικίλλει από 30% έως 90% περίπου, κατά 10% του ΑΕΠ την επόμενη δεκαετία. Η αύξηση του μεριδίου των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στην παγκόσμια αγορά, από τα μέσα της δεκαετίας του '90 έως σήμερα, και η βελτίωση της σύνθεσης των εξαγωγών με διπλασιασμό (περίπου) του ποσοστού των εξαγόμενων μεταποιητικών προϊόντων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας, αποτελεί ένδειξη ότι αυτός ο στόχος είναι εφικτός. Δεύτερον, με αύξηση της εθνικής αποταμίευσης επίσης κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, στόχος ο οποίος συναρτάται κυρίως με τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Δ. Αναδιάρθρωση του προσφερόμενου προϊόντος: Η Ελλάδα χρειάζεται να παράγει και να εξάγει πιο ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, δηλαδή να μετακινηθεί από προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλής τεχνολογίας και ποιοτικού περιεχομένου σε μεσαίας/υψηλής τεχνολογίας και ποιότητας. Πρέπει να συνδυάσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα με τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας. Για παράδειγμα, μπορεί, στην κατεύθυνση αυτή, να εξάγει βιολογικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και τη μεσογειακή της διατροφή. Να συνδυάσει τουριστική δραστηριότητα για ολόκληρο το έτος με την μοναδική πολιτιστική της κληρονομιά, το κλίμα της και την ποικιλία της θάλασσας και του βουνού. Μπορεί να γίνει χώρα διαμονής, για μεγάλο μέρος του έτους, μελών της γενιάς που αναμένεται να συνταξιοδοτηθεί σε όλον το δυτικό κόσμο τα επόμενα χρόνια (baby boomers). Μπορεί συνακολούθως να επενδύσει στον χώρο της υγείας σε “κέντρα αποκατάστασης”. Μπορεί να επενδύσει στην “πράσινη οικονομία”, εκμεταλλευόμενη τους ισχυρούς ανέμους και τον άφθονο ήλιο της.
Ε. Μείωση του ποσοστού της ανεργίας στο 5%: Ουσιαστικά πρέπει να τεθεί ως στόχος η πλήρης απασχόληση, ιδιαίτερα των νέων.
Στ. Μείωση του δημόσιου χρέους στο 80% του ΑΕΠ.
Ζ. Βελτίωση της δημόσιας παιδείας σε όλες τις βαθμίδες: Θέσπιση μετρήσιμων στόχων ανόδου στην κλίμακα PISA του ΟΟΣΑ (σήμερα η Ελλάδα είναι προτελευταία) και στην διεθνή κατάταξη των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας.
Η. Βελτίωση του «κοινωνικού κεφαλαίου»: Θέσπιση μετρήσιμων στόχων στις κλίμακες διεθνούς κατάταξης διαφάνειας, διαφθοράς, επιχειρηματικότητας, ανταγωνιστικότητας, εμπιστοσύνης και κοινωνικών ανισοτήτων.
Για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι, η Ελλάδα χρειάζεται ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, δημοσιονομικές, κοινωνικές, θεσμικές, στη λειτουργία των αγορών και του ανταγωνισμού. Ενδεικτικά απαιτούνται:
Α. Δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης του 9% του ΑΕΠ μέχρι το (τέλος) του 2012, και κατόπιν σταδιακός μηδενισμός του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης σε συνάρτηση: α) με τον οικονομικό κύκλο και β) με τον στόχο του δημόσιου χρέους στο 80% του ΑΕΠ, το 2020.
Β. Μέτρα βιωσιμότητας του διανεμητικού ασφαλιστικού συστήματος
Γ. Καταγραφή, αποτίμηση και αξιοποίηση της περιουσίας του ελληνικού δημοσίου.
Δ. Ενίσχυση του ανταγωνισμού, της παραγωγής και της επιχειρηματικότητας.
Ε. Εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους ίσων ευκαιριών.
Στ. Θεσμική ανασυγκρότηση και θεμελίωση ενός σύγχρονου κράτους δικαίου".