Διαβάζουμε στην "Ελευθεροτυπία":
"Μια ματιά στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης αποδεικνύει ότι όλο σχεδόν το χρέος της χώρας προέρχεται από τα ποσά που δίνουμε για ν' αγοράσουμε τρόφιμα.
Μέσα σε μια δεκαετία το εμπορικό έλλειμμα με τις πέντε μεγάλες κοινοτικές χώρες έχει ξεπεράσει τα 150 δισ. ευρώ. Η διαφορά των αγροτικών με τ' άλλα προϊόντα (π.χ. αυτοκίνητα) και τα εξοπλιστικά είναι ουσιώδης, γιατί υποβρύχια θα πάρουμε μια φορά τη δεκαετία, ενώ κρέας και γάλα παίρνουμε κάθε μέρα.
Κάθε χρόνο π.χ. πληρώνουμε 420-450 εκατ. ευρώ για εισαγωγή κρέατος και γάλακτος σε κάθε μια από τις Γερμανία-Γαλλία-Ολλανδία. Κάθε χρόνο π.χ. πληρώνουμε 170 εκατ. ευρώ στην Αγγλία για αγορά ουίσκι και 30 εκατ. ευρώ στη Γαλλία για κρασί και σαμπάνιες. Και αν υπάρχει μια δικαιολογία για το κρέας και το γάλα, ποια δικαιολογία υπάρχει για τα 80 εκατ. ευρώ που δίνουμε στη Γερμανία για εισαγωγή τσιγάρων-πούρων;
Μ' αυτά και μ' αυτά, το εμπορικό έλλειμμα στα αγροτικά προϊόντα ξεπέρασε σε ετήσια βάση τα 3,5 δισ. ευρώ.
Οι Γερμανοί, οι Αγγλοι, οι Γάλλοι και οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, δανείζουν την Ελλάδα για ν' αγοράζουν οι Ελληνες τα προϊόντα τους. Αγοράζοντας οι Ελληνες τα προϊόντα τους βοηθούν τις χώρες αυτές να διατηρήσουν θέσεις εργασίας. Δηλαδή, οι δανειστές μας χρηματοδοτούν μέσω Ελλάδας τις δικές τους παραγωγικές μονάδες.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις υπηρεσιακών παραγόντων, σε περίπτωση που η Ελλάδα σταματήσει να εισάγει κρέας και γάλα από τις 4 μεγάλες χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία) θα «χάσουν» τη δουλειά τους 25.000 κτηνοτρόφοι και πολλές χιλιάδες έμποροι, μεταφορείς, αποθηκάριοι, υπάλληλοι κ.ά.
Το ερώτημα είναι: Αν η χώρα μας σταματήσει να εισάγει τρόφιμα (κρέας, γάλα κ.λπ.) από τις χώρες αυτές, τι θα γίνει; Απλά, θα μειώσει το χρέος και το έλλειμμα. Σήμερα, αγοράζουμε τα μοσχαρίσιο κρέας (γύρω στους 180.000 τον. τον χρόνο) με 3-4.000 ευρώ τον τόνο. Στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία (κοινοτικές χώρες), στη Γιουγκοσλαβία και την Αργεντινή το μοσχαρίσιο κρέας κοστίζει γύρω στα 1.200 ευρώ ο τόνος.
Μια άλλη εμπορική πολιτική στην αγορά τροφίμων θα έδινε μεγάλες «ανάσες» στο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Οπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, η μεγάλη αγορά της Ευρώπης δεν άνοιξε για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα. Αντίθετα, άνοιξε η ελληνική αγορά για τα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Το 70% της εγχώριας κατανάλωσης βοδινού κρέατος εισάγεται από 4 κοινοτικές χώρες. Το 50% του γάλακτος από τρεις χώρες, το 50% του μελιού από μια χώρα. Είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα έχει μεγάλη ευθύνη για την εξέλιξη αυτή. Διαχρονικά, καμιά κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε για την ελληνική γεωργία. Υπήρχαν και οι αντικειμενικές δυσκολίες, όπως π.χ. τα πλαφόν παραγωγής (γάλα, πελτές, κ.λπ.) και η αντιαγροτική πολιτική της ΕΟΚ (π.χ. πλήρωναν επιδοτήσεις για τις χωματερές και όχι για την αγορά), αλλά οι δικές μας κυβερνήσεις προσαρμόζονταν στις απαιτήσεις της Ε.Ε. και διέλυσαν τον πρωτογενή τομέα. Η χώρα έχασε την αυτάρκειά της σε σιτηρά, ζάχαρη, όσπρια κ.λπ. Αποτέλεσμα όλων αυτών, το μεγάλο χρέος".
Για το ίδιο θέμα, διαβάζουμε στην "Καθημερινή":
"Αύξηση εισαγωγών κρέατος, λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας
Το μερίδιο της εγχώριας παραγωγής στο σύνολο της κατανάλωσης μειώνεται διαχρονικά, ενώ η εισαγωγική διείσδυση αυξάνεται, κυμαινόμενη μεταξύ του 43%-48,5%, την τελευταία εξαετία, ήταν το συμπέρασμα, που προέκυψε από την κλαδική μελέτη «Κρέας» της Icap Group. Διαπίστωση της μελέτης αποτελεί η μείωση, που παρουσιάζεται την τελευταία δεκαετία, στην εγχώρια αγορά κρέατος.
Το κρέας αποτελεί βασικό είδος διατροφής στη χώρα μας και η ζήτηση του συνολικά χαρακτηρίζεται από χαμηλή ελαστικότητα ως προς την τιμή. Οι μεταβολές στην τιμή δεν επηρεάζουν δραστικά τη συνολική κατανάλωση κρέατος, ωστόσο μπορούν να καθορίζουν το βαθμό υποκατάστασης μεταξύ των διαφόρων ειδών κρέατος. Οι παράγοντες που επηρεάζουν περισσότερο τη ζήτηση είναι η αντίληψη περί ποιότητας του κρέατος, η οποία συνδέεται συχνά με την προέλευσή του, οι διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών, τα έθιμα και οι παραδόσεις, τα οποία ευνοούν την κατανάλωση συγκεκριμένης κατηγορίας κρέατος σε συγκεκριμένες περιόδους κλπ.
Κύριο γνώρισμα του κλάδου είναι η πληθώρα επιχειρήσεων στον παραγωγικό τομέα. Στην αγορά του κρέατος, λειτουργούν λίγες μεγάλες βιομηχανίες, που λειτουργούν και ως σύνθετες καθετοποιημένες μονάδες, πλήθος χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων-μονάδων παραγωγής χοιρινού κρέατος και πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων-μονάδων παραγωγής κρέατος πουλερικών, βοοτροφικές μονάδες κα. Επίσης, η επεξεργασία και τυποποίηση κρέατος αποτελεί το αντικείμενο πολλών εταιριών, οι οποίες διευρύνουν την παρουσία τους στην αγορά. Οι μονάδες αυτές προμηθεύονται κρέας είτε από την εγχώρια αγορά είτε από το εξωτερικό και αναλαμβάνουν τον τεμαχισμό, την αποστέωση, την τυποποίηση, σε συσκευασίες που προορίζονται είτε για «επαγγελματική» χρήση είτε για λιανική πώληση ή ακόμη την παραγωγή κρεατοσκευασμάτων.
Κατά το διάστημα 1986-2008, η εγχώρια ανθρώπινη κατανάλωση αυξήθηκε, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 0,67%, αν και παρουσίασε διακυμάνσεις. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, η εξέλιξη ήταν φθίνουσα, όπως προαναφέρθηκε. Σε γενικές γραμμές, το μερίδιο της εγχώριας παραγωγής στην κατανάλωση μειώνεται διαχρονικά, ενώ η εισαγωγική διείσδυση αυξάνεται - κυμάνθηκε μεταξύ 43%-48,5% - την τελευταία εξαετία. Η άνοδος αυτή των εισαγωγών αποδίδεται στις εγγενείς αδυναμίες της πρωτογενούς εγχώριας παραγωγής και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων. Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγικές επιδόσεις της εγχώριας παραγωγής παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής αγοράς απέσπασε το χοιρινό κρέας - ποσοστό 32,8%, το 2008, ενώ ακολουθεί το κρέας πουλερικών, με ποσοστό 26,8%, το 2008, και το βόειο κρέας, 18,3%.
Ο τομέας της εκτροφής και παραγωγής κρέατος αντιμετωπίζει προβλήματα, όσον αφορά την παραγωγική διαδικασία, αλλά και τον ανταγωνισμό από τα εισαγόμενα προϊόντα. Βασικό χαρακτηριστικό του κλάδου είναι ο κατακερματισμός της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής εν γένει και η ύπαρξη μεγάλου αριθμού κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, συνήθως μικρής παραγωγικής δυναμικότητας και χαμηλού ή μέτριου επιπέδου οργάνωσης.
Η ελλιπής οργάνωση των περισσότερων εκτροφικών μονάδων δημιουργεί το επιπλέον πρόβλημα της χαμηλής απόδοσης του ζωικού κεφαλαίου σε κρέας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την καλή οργάνωση των εκτροφικών μονάδων και το χαμηλότερο κόστος παραγωγής σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργεί έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των εγχωρίως παραγομένων και εισαγομένων προϊόντων, ο οποίος είναι εμφανής κυρίως στο επίπεδο των τιμών. Η εισαγωγική διείσδυση είναι μεγάλη στις κατηγορίες βοείου και χοιρινού κρέατος, ενώ στον τομέα της πτηνοτροφίας οι συνθήκες διαφέρουν και οι εισαγωγές παραμένουν σε περιορισμένα επίπεδα, λόγω του υψηλότερου επιπέδου οργάνωσης και του μεγάλου μεγέθους των κορυφαίων μονάδων".