"Ανάπτυξη με διαφάνεια
Αποτελεί πεποίθηση των σύγχρονων οικονομολόγων ότι η σταθερότητα και η ανάπτυξη αποτελούν αλληλένδετους και συμπληρωματικούς στόχους. Η εξυγίανση αυξάνει τους διαθέσιμους πόρους και δημιουργεί το κατάλληλο για την ανάπτυξη θεσμικό περιβάλλον. Παράλληλα η ανάπτυξη αυξάνει τους πόρους, δημιουργεί θέσεις εργασίας, κινεί την αγορά και επιταχύνει τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Η συνδυαστική αυτή πολιτική όμως απαιτεί κατάλληλους μηχανισμούς. Δυστυχώς η παθογένεια της ελληνικής οικονομίας που παρέλαβε η κυβέρνηση δεν ήταν μόνο ο γιγάντιος, συγκεντρωτικός και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας ο οποίος, δομημένος σε πελατειακή βάση, συσσώρευσε ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, κατασπατάλησε κοινοτικούς πόρους, δημιούργησε κρατικοδίαιτες εταιρείες, μηδένισε την επιχειρηματική καινοτομία, την εξωστρέφεια, την παραγωγή εθνικής προστιθέμενης αξίας και αύξησε την αναξιοπιστία μας στην ΕΕ. Η στρεβλή ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας αντανακλάται και στον τεράστιο αριθμό μικρών, απόλυτα ατομικών επιχειρήσεων που η επιβίωσή τους στηριζόταν στον ατελή ανταγωνισμό και στην ανοχή της φοροδιαφυγής, ως ενός άλλου συμπληρωματικού τρόπου ψηφοθηρίας, λόγω του τεράστιου αριθμού τους (35% του ενεργού πληθυσμού). Η πολυνομία και η έλλειψη σύγχρονων συστημάτων ελέγχου στους φορείς του Δημοσίου γεννούν τη γραφειοκρατία η οποία σε συνδυασμό με τη διασύνδεση πολιτικής και συνδικαλιστικής εκπροσώπησης αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για την ένταση της διαφθοράς. Παρά τις καθυστερήσεις, γίνονται βήματα διοικητικής αναδιοργάνωσης, σύστασης ελεγκτικών μηχανισμών και απλοποίησης διαδικασιών. Βρισκόμαστε όμως μακριά από τη σύσταση ενός «οργανισμού μιας στάσης» ο οποίος θα αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση των πολλαπλών διαδικασιών που απαιτούνται για μια επένδυση και θα προστατεύει επενδυτές και Δημόσιο από αυθαιρεσίες.
Οι πόροι είναι σίγουρα λίγοι. Γι΄ αυτό η αναπτυξιακή πολιτική πρέπει να επικεντρωθεί σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα αποτελέσουν όχημα πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων για την οικονομία. Ο αναπτυξιακός νόμος οφείλει να θέσει σαφείς προτεραιότητες για την απορρόφηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ενισχύοντας κλάδους που έχουν μέλλον, υποκαθιστούν εισαγωγές, αυξάνουν τις εξαγωγές, διευκολύνουν την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων μέσω φορολογικών κινήτρων και κινητοποιούν το υγιές ελληνικό κεφάλαιο μέσω των ΣΔΙΤ. Δεν πρέπει να επαναληφθεί η κατασπατάληση πόρων σε επενδύσεις αμφίβολης βιωσιμότητας μέσω πελατειακών σχέσεων. Επίσης οι ιδιωτικοποιήσεις οφείλουν να γίνουν με αναπτυξιακή σύνεση και απόλυτη διαφάνεια.
Κανένας δεν εξοβελίζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η στήριξη μέσω του ΤΕΜΠΜΕ των πραγματικά βιώσιμων μονάδων πρέπει να ενταθεί αλλά και να ελεγχθεί. Το μέλλον τους όμως βρίσκεται στην οικονομική και επιχειρηματική αναδιοργάνωση μέσω συνεργασιών που ευνοούν καινοτομίες και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, κατεύθυνση στην οποία πρέπει να συμβάλει το ΤΑΝΕΟ μέσω εταιρειών venture capital".
Η συνδυαστική αυτή πολιτική όμως απαιτεί κατάλληλους μηχανισμούς. Δυστυχώς η παθογένεια της ελληνικής οικονομίας που παρέλαβε η κυβέρνηση δεν ήταν μόνο ο γιγάντιος, συγκεντρωτικός και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας ο οποίος, δομημένος σε πελατειακή βάση, συσσώρευσε ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, κατασπατάλησε κοινοτικούς πόρους, δημιούργησε κρατικοδίαιτες εταιρείες, μηδένισε την επιχειρηματική καινοτομία, την εξωστρέφεια, την παραγωγή εθνικής προστιθέμενης αξίας και αύξησε την αναξιοπιστία μας στην ΕΕ. Η στρεβλή ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας αντανακλάται και στον τεράστιο αριθμό μικρών, απόλυτα ατομικών επιχειρήσεων που η επιβίωσή τους στηριζόταν στον ατελή ανταγωνισμό και στην ανοχή της φοροδιαφυγής, ως ενός άλλου συμπληρωματικού τρόπου ψηφοθηρίας, λόγω του τεράστιου αριθμού τους (35% του ενεργού πληθυσμού). Η πολυνομία και η έλλειψη σύγχρονων συστημάτων ελέγχου στους φορείς του Δημοσίου γεννούν τη γραφειοκρατία η οποία σε συνδυασμό με τη διασύνδεση πολιτικής και συνδικαλιστικής εκπροσώπησης αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για την ένταση της διαφθοράς. Παρά τις καθυστερήσεις, γίνονται βήματα διοικητικής αναδιοργάνωσης, σύστασης ελεγκτικών μηχανισμών και απλοποίησης διαδικασιών. Βρισκόμαστε όμως μακριά από τη σύσταση ενός «οργανισμού μιας στάσης» ο οποίος θα αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση των πολλαπλών διαδικασιών που απαιτούνται για μια επένδυση και θα προστατεύει επενδυτές και Δημόσιο από αυθαιρεσίες.
Οι πόροι είναι σίγουρα λίγοι. Γι΄ αυτό η αναπτυξιακή πολιτική πρέπει να επικεντρωθεί σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα αποτελέσουν όχημα πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων για την οικονομία. Ο αναπτυξιακός νόμος οφείλει να θέσει σαφείς προτεραιότητες για την απορρόφηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ενισχύοντας κλάδους που έχουν μέλλον, υποκαθιστούν εισαγωγές, αυξάνουν τις εξαγωγές, διευκολύνουν την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων μέσω φορολογικών κινήτρων και κινητοποιούν το υγιές ελληνικό κεφάλαιο μέσω των ΣΔΙΤ. Δεν πρέπει να επαναληφθεί η κατασπατάληση πόρων σε επενδύσεις αμφίβολης βιωσιμότητας μέσω πελατειακών σχέσεων. Επίσης οι ιδιωτικοποιήσεις οφείλουν να γίνουν με αναπτυξιακή σύνεση και απόλυτη διαφάνεια.
Κανένας δεν εξοβελίζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η στήριξη μέσω του ΤΕΜΠΜΕ των πραγματικά βιώσιμων μονάδων πρέπει να ενταθεί αλλά και να ελεγχθεί. Το μέλλον τους όμως βρίσκεται στην οικονομική και επιχειρηματική αναδιοργάνωση μέσω συνεργασιών που ευνοούν καινοτομίες και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, κατεύθυνση στην οποία πρέπει να συμβάλει το ΤΑΝΕΟ μέσω εταιρειών venture capital".