Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Περί καταναλωτικής, επιχειρηματικής και τραπεζικής πίστης (και ένα "φρεσκάρισμα" της θεωρίας του χρήματος)

Τρείς ενότητες άρθρων της "Καθημερινής" σχετικά με θέματα πίστης (καταναλωτικής, επιχειρηματικής, τραπεζικής).

Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στην καταναλωτική πίστη, και ειδικότερα στις πιστωτικές κάρτες:

" Μεγάλο θύμα της ύφεσης οι πιστωτικές κάρτες
Ηταν ένα εκατ. λιγότερες το 2009, ενώ αναμένεται περαιτέρω μείωση 10% φέτος

Της Ευγενιας Tζωρτζη

Ενα εκατομμύριο λιγότερες πιστωτικές κάρτες κυκλοφορούσαν στην ελληνική αγορά το 2009, σε σχέση με το 2008, λόγω της οικονομικής κρίσης. Την ίδια στιγμή οι προϋπολογισμοί για την έκδοση νέων καρτών περικόπτονται δραστικά και οι παλιές πολιτικές και προωθητικές ενέργειες στον τομέα των καρτών αποτελούν πλέον ιστορία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι πιστωτικές κάρτες που κυκλοφορούν στη χώρα μας περιορίστηκαν στο τέλος του 2009 στις 6.007.392 από τις 7.040.012 που ήταν στο τέλος του 2008. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει ότι το πλαστικό χρήμα, ως μέσο πίστωσης, αποτελεί το μεγάλο θύμα της κρίσης σε αντίθεση με τον τομέα των χρεωστικών καρτών, που ως μέσο συναλλαγής κερδίζουν έδαφος, καταγράφοντας αύξηση κατά 1 εκατομμύριο, στα 9.152.765.

Τα στοιχεία της Visa, που αποτελεί τον μεγαλύτερο εκδότη πιστωτικών καρτών στη χώρα μας, επιβεβαιώνουν ότι η πτώση του τζίρου των αγορών που γίνεται μέσω πιστωτικών καρτών υποχώρησε κατά 9% το πρώτο εξάμηνο του έτους, ενώ αντίστοιχη μείωση είχε καταγραφεί και το πρώτο εξάμηνο του 2009, ανεβάζοντας το ποσοστό πτώσης του τζίρου την επίμαχη διετία στο 20% περίπου.

Υποχώρηση τζίρου 12%

Η σταδιακή επιδείνωση της κατάστασης τους τελευταίους μήνες, μετά και την υπογραφή του Μνημονίου, αποτυπώνεται στην τριμηνιαία εξέλιξη του τζίρου, που το δεύτερο τρίμηνο του 2010 μειώθηκε κατά 12% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο, ενώ πτωτικά διαμορφώνεται και το ποσό της μέσης συναλλαγής ανά πιστωτική κάρτα που υποχώρησε στα 83 ευρώ από 86 ευρώ το 2009. Η αιτία δεν είναι παρά η κλιμάκωση της ύφεσης και η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος από την πλευρά των νοικοκυριών, που οδηγεί στη συρρίκνωση των καταναλωτικών δαπανών που γίνονται με πιστωτικές κάρτες. Οι τράπεζες από την πλευρά τους έχουν μειώσει δραστικά τις εκδόσεις νέων καρτών, στοιχείο που σε συνδυασμό με τη φυσική απόσυρση από την αγορά ενός μεγάλου αριθμού πιστωτικών καρτών, οδηγεί σε ετήσια συρρίκνωση της τάξης του 10%. Οι οχλήσεις από τις τράπεζες για τη διάθεση του προϊόντος είναι πλέον ανύπαρκτες, ενώ οι όποιες αιτήσεις αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη και με αυστηρά κριτήρια δανειοδότησης. Την ίδια στιγμή «στον πάγο» έχουν μπει και τα προγράμματα μεταφοράς υπολοίπων σε πιστωτικές κάρτες, που παλαιότερα αποτελούσαν τον κράχτη του πλαστικού χρήματος, με μηδενικά επιτόκια ακόμα και για περίοδο ενός έτους. Οι λιγοστές μεταφορές υπολοίπων γίνονται πλέον με αυστηρά και μόνο κριτήρια, ενώ τα επιτόκια διαμορφώνονται στο 9% κατά μέσο όρο, επίπεδο που αν και υπολείπεται του μέσου επιτοκίου που ισχύει για τις κάρτες και το οποίο διαμορφώνεται σήμερα μεταξύ 15% και 18%, σε καμιά περίπτωση δεν παραπέμπει στο «τζάμπα χρήμα», που ίσχυε πριν από την κρίση.

Yπεροχή των χρεωστικών

Οι τράπεζες υπεραμύνονται πλέον της λελογισμένης χρήσης της πιστωτικής κάρτας, κυρίως ως μέσου συναλλαγών, αξιοποιώντας παράλληλα και τις δυνατότητες των προγραμμάτων επιβράβευσης που προωθούν στην αγορά. Οπως παραδέχονται η χρήση της ως μέσου πίστωσης, που κυριάρχησε ως αντίληψη στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, υπήρξε στρέβλωση και οδήγησε ένα μέρος των νοικοκυριών στην υπερχρέωση.

Αποκαθιστώντας τα λάθη του παρελθόντος οι ίδιες πλέον δείχνουν τον δρόμο των χρεωστικών καρτών, που είναι άλλωστε το πιο διαδεδομένο μέσο συναλλαγών στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος Ευρωπαίος πραγματοποιεί 78 συναλλαγές τον χρόνο με τη χρεωστική του κάρτα σε αντίθεση με τον Ελληνα, που πραγματοποιεί μόλις 3. Αντίστοιχα η υπεροχή του πλαστικού χρήματος ως μέσου πληρωμής αποδεικνύεται και από τον αριθμό των συναλλαγών ανά κάρτα που πραγματοποιεί ο Ελληνας κάτοχος σε σχέση με τον Ευρωπαίο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Visa ο Ελληνας πραγματοποιεί 16 συναλλαγές ανά κάρτα, ενώ ο Ευρωπαίος 61 συναλλαγές, επιβεβαιώνοντας ότι η χρήση της κάρτας δεν συνεπάγεται και δανεισμό.

Οι αριθμοί

3 μόλις συναλλαγές με χρεωστική κάρτα πραγματοποιεί κατά μέσο όρο ο Ελληνας καταναλωτής έναντι 78 συναλλαγών που πραγματοποιεί ο μέσος Ευρωπαίος.

9,3 δισ. τα υπόλοιπα των πιστωτικών καρτών στο τέλος Μαΐου.

6 εκατ. μειώθηκαν οι πιστωτικές κάρτες που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά.

9,1 εκατ. αυξήθηκαν οι χρεωστικές κάρτες.

9% μειώθηκε η αξία των συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες Visa το πρώτο εξάμηνο του έτους.

17% αυξήθηκε η αξία των συναλλαγών με χρεωστικές κάρτες Visa την ίδια περίοδο.

83 ευρώ μειώθηκε η μέση συναλλαγή με πιστωτική κάρτα Visa"

" Αγοράζουν τα απολύτως αναγκαία και τοις μετρητοίς

Δημητρα Mανιφαβα

«Μέχρι εκεί που φτάνει η τσέπη μου». Αυτή είναι η αντίληψη που επικρατεί το τελευταίο διάστημα στους καταναλωτές, οι οποίοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αγοράζουν τα απολύτως αναγκαία και κυρίως μετρητοίς. Η εποχή της κυριαρχίας των αγορών μέσω πιστωτικής κάρτας και των άπειρων άτοκων δόσεων αποτελεί πλέον παρελθόν και 95% όσων επισκέπτονται τα καταστήματα είναι εν δυνάμει αγοραστές: έχουν μετρητά ή ανήκουν στη μικρή εκείνη μειοψηφία καταναλωτών που δεν έχουν υπερβεί το πιστωτικό τους όριο. Eστω και λόγω ανάγκης, οι καταναλωτές πλέον αντιλαμβάνονται ότι οι πιστωτικές κάρτες αποτελούν μέσο συναλλαγών και όχι πίστωσης.

Η αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς ως προς τον τρόπο πληρωμής αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας που πραγματοποίησε ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών για την αγοραστική κίνηση κατά την περίοδο των θερινών εκπτώσεων.

Σύμφωνα με την έρευνα, μόλις το 17,95% των καταναλωτών χρησιμοποίησε πιστωτική κάρτα για τις αγορές του, ενώ το 82% προτίμησε για τις αγορές του τη χρήση μετρητών.

Τα στοιχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) που προέρχονται βεβαίως από πληροφορίες εμπορικών συλλόγων και της περιφέρειας κατεβάζουν τη χρήση πιστωτικής κάρτας σε ακόμη χαμηλότερα ποσοστά. Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, λοιπόν, στη διάρκεια των φετινών θερινών εκπτώσεων πιστωτικές κάρτες χρησιμοποιήθηκαν μόνο για το 10% των αγορών.

Ο εμπορικός κόσμος αποδίδει την αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς τόσο στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, καθώς και στην αρνητική τους ψυχολογία, όσο και στη διαφορετική πρακτική που εφαρμόζουν πλέον τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. «Μέχρι και πριν από δύο χρόνια οι περισσότερες τράπεζες αύξαιναν το πιστωτικό όριο κατά 20% - 30% άτυπα.

Τώρα γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Μειώνουν τα πιστωτικά όρια με συνέπεια οι κάρτες να “γεμίζουν” πιο εύκολα», επισημαίνουν χαρακτηριστικά οι έμποροι. Προσθέτουν δε ότι τα επιτόκια των πιστωτικών καρτών παραμένουν στην Ελλάδα σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. (Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το ΣΕΠΠΕ για τις πιστωτικές κάρτες κυμαίνεται από 15,74% έως 21,80%).

Μια άλλη αιτία της υπερφόρτωσης των πιστωτικών καρτών είναι, σύμφωνα με τους εμπόρους, και ο πρόσφατος νόμος για τη ρύθμιση χρεών των φυσικών προσώπων. «Πολλοί πίστεψαν ότι ακόμη κι αν υπερβούν κατά πολύ τα πιστωτικά τους όρια, θα μπορέσουν να ρυθμίσουν μετά τις οφειλές τους βάσει του νέου νόμου», επισημαίνεται από τον εμπορικό κόσμο. Βεβαίως, ο εν λόγω νόμος βρίσκει εφαρμογή σε πολύ ειδικές περιπτώσεις και επιπλέον απαιτεί μια χρονοβόρα διαδικασία. Αποτέλεσμα; Οι κάρτες έχουν «γεμίσει», οι τράπεζες απαιτούν –δικαιολογημένα– τα χρήματά τους και οι καταναλωτές έχουν σταματήσει να προβαίνουν σε αγορές, διότι το ταμείο είναι μείον.

Ο περιορισμός της χρήσης των πιστωτικών καρτών, σε συνδυασμό με τη μείωση της διαφημιστικής δαπάνης από πλευράς των επιχειρήσεων, έχουν οδηγήσει τις τελευταίες να μη διαφημίζουν πλέον τις διευκολύνσεις που έκαναν με τις πολλές άτοκες δόσεις.

Πάντως, οι εκπρόσωποι των εμπόρων θεωρούν ότι η χρήση της πιστωτικής κάρτας δεν έχει φτάσει στο τέλος της στην Ελλάδα και πιστεύουν ότι η κατάσταση που παρατηρείται τώρα στην αγορά είναι παροδική. «Σίγουρα η πιστωτικά κάρτα έχει ζωή. Σε αυτό, άλλωστε, θα συμβάλει η εφαρμογή από το νέο έτος της ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία οι συναλλαγές των ιδιωτών για ποσά πάνω από 1.500 ευρώ θα πρέπει υποχρεωτικά να γίνονται με πιστωτική κάρτα ή επιταγή», εκτιμά ο κ. Αντώνης Μακρής, εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικής Πώλησης Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ)".


Περί των επισφαλειών της καταναλωτικής πίστης η επόμενη ενότητα:


" Στο 1,8 δισ. ευρώ έφθασαν τα «κόκκινα» δάνεια

Οι υψηλές επισφάλειες αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα της καταναλωτικής πίστης, που ωθεί άλλωστε τα επιτόκια ανοδικά, ειδικά στην περίοδο της κρίσης.

Τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος διαμορφώνουν το ύψος των επισφαλειών στην ευρύτερη κατηγορία της καταναλωτικής πίστης στο 14,7%, ανεβάζοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα 5,6 δισ. ευρώ, στο σύνολο των 38 δισ. ευρώ περίπου που είναι τα συνολικά υπόλοιπα από καταναλωτικά δάνεια και κάρτες στη χώρα μας.

Η εικόνα εμφανίζεται δυσχερέστερη σε ό,τι αφορά ειδικά τις πιστωτικές κάρτες, οι επισφάλειες των οποίων υπολογίζονται στο 20% περίπου και μεταφράζονται σε κόκκινα δάνεια ύψους 1,8 δισ. ευρώ περίπου στο χαρτοφυλάκιο των 9,3 δισ. ευρώ, που ήταν τα υπόλοιπα των πιστωτικών καρτών στο τέλος Μαΐου.

Τα στοιχεία της ΤτΕ πιστοποιούν ότι τα υπόλοιπα των πιστωτικών καρτών ακολουθούν πτωτική πορεία όλο το 2010 και μειώθηκαν κατά 1 δισ. ευρώ, από τα υψηλά επίπεδα των 10 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2008.

Εκτιμήσεις από τις τράπεζες κάνουν λόγο για «εσωτερική φυγή» ενός μέρους των υπολοίπων των καρτών μέσα από τις αναχρηματοδοτήσεις δανείων. Κι αυτό γιατί αρκετοί δανειολήπτες αποπληρώνουν τις οφειλές από τις κάρτες, μέσα από ένα νέο δάνειο συγκέντρωσης και άλλων οφειλών, το οποίο κατατάσσεται πλέον στην ευρύτερη κατηγορία της καταναλωτικής πίστης.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η απροθυμία ή η δυσχέρεια στην ομαλή αποπληρωμή της πιστωτικής κάρτας, αποτελεί την πρώτη αντίδραση των καταναλωτών, που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες.

Οι τράπεζες άλλωστε προχωρούν σε γενναίες αναχρηματοδοτήσεις, μέσα από προγράμματα επιμήκυνσης της διάρκειας αποπληρωμής της οφειλής, αλλά και διαγραφών τόκων ή κεφαλαίου, όταν πρόκειται για παλιά δάνεια.

Η διαγραφή επιστρατεύεται κυρίως για παλιά δάνεια, που δεν εξυπηρετούνται για ένα και πλέον χρόνο, με αποτέλεσμα να θεωρούνται οριστικά επισφαλή και φθάνουν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και το 80% του κεφαλαίου.

Στόχος είναι να εισπραχθεί έστω ένα μικρό μέρος της οφειλής πριν διαγραφεί οριστικά από τα βιβλία της τράπεζας".


Ως κατακλείδα, η επόμενη ενότητα που αφορά στην τραπεζική πίστη, όπως πλέον αυτή διαμορφώνεται (με την κάκιστη πρακτική):

"Πόρτες ερμητικά κλειστές για τους μικρομεσαίους

Ανεστης Nτοκας

Σκληρές διαπραγματεύσεις με μικρές τράπεζες για τη διάσωση πάγιων περιουσιακών στοιχείων διεξάγουν αυτή την περίοδο δεκάδες εισηγμένες με κεφαλαιοποίηση από 10 έως 50 εκατ. ευρώ που είναι εκτεθειμένες στον δανεισμό και θέλουν πάση θυσία να διατηρήσουν ανοιχτές τις γραμμές πίστωσης. Ουσιαστικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του Χρηματιστηρίου οι πόρτες των μεσαίων ελληνικών τραπεζών είναι ερμητικά κλειστές εάν δεν έχουν να προσφέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων περιουσιακά στοιχεία προς υποθήκευση. Είναι χαρακτηριστική η συνάντηση που είχε την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος εισηγμένης με τον επικεφαλής πιστώσεων μικρομεσαίας τράπεζας για δάνειο 10 εκατ. ευρώ. Του ζητήθηκε να δεσμεύσει μία γραμμή παραγωγής ως αντιστάθμισμα για την τράπεζα! Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ξεπερνάει τα όρια της ασφυξίας, αφού πολλές επιχειρήσεις δεν έχουν συγκεντρώσει τη μισθοδοσία για τον μήνα που ολοκληρώνεται.

Οπως υποστήριξε στην «Κ» χρηματιστής θυγατρικής τραπεζικού ομίλου, σχεδόν 30% των εισηγμένων βρίσκονται σε διαδικασία αναχρηματοδότησης, με μοναδικό στόχο να παραμένουν συνεπείς στην έγκαιρη καταβολή των τραπεζικών τους δόσεων για να έχουν την ευχέρεια αργότερα να ξαναζητήσουν νέες πιστώσεις. Η σκληρή στάση των μικρομεσαίων τραπεζών οφείλεται, λένε επιχειρηματίες, στη μεγάλη αύξηση των επισφαλών δανείων. Πλέον δεν εμπιστεύονται καμία επιχείρηση και την απορρίπτουν πριν ακόμη ενημερωθούν για επιχειρηματικά σχέδια. «Μην περιμένετε οι τράπεζες να οδηγήσουν σε ανάπτυξη τη χώρα. Οι τράπεζες θα υποστηρίξουν τα ισχυρά επιχειρηματικά σχήματα που θα ξαναδημιουργήσουν πλούτο στη χώρα». Αυτό δηλώνει στην «Κ» ο πρόεδρος της μεγαλύτερης χρηματιστηριακής εταιρείας «Efg Eurobank Equities» Κώστας Μητρόπουλος, τονίζοντας ότι «υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια και κεφάλαια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης να επενδύσουν σε εταιρείες-ηγέτες του ελληνικού χρηματιστηρίου». Οπως αποκάλυψε ο επικεφαλής της Eurobank Equities, «ήδη έχουμε εντοπίσει και συνεργαζόμαστε με ελληνικές εταιρείες που οι εξαγωγές τους ξεπερνούν το 70%, ενώ υπάρχει μία εταιρεία που εξάγει κυριολεκτικά το 99%. Είμαστε έτοιμοι για την επόμενη μέρα της ανάπτυξης που θα προέλθει από τις υγιείς επιχειρήσεις».

Ο επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης της Eurobank Εquities κ. Καλαντζής, «η έλλειψη παροχής ρευστότητας από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με την ύφεση και τον ήδη υψηλό δανεισμό των επιχειρήσεων σε μία περίοδο που οι πωλήσεις βρίσκονται υπό πίεση, αναμένεται να οδηγήσουν πολλές εταιρείες σε αναζήτηση συμμαχιών και συγχωνεύσεων».

Η τάση για συγχωνεύσεις θα ενισχυθεί και λόγω του «κατακερματισμένου» χαρακτήρα των περισσοτέρων κλάδων της ελληνικής οικονομίας, κυρίως σε τομείς που έχουν επηρεαστεί ιδιαιτέρως από την κρίση (π. χ. λιανεμπόριο, τουρισμός, κατασκευές).

Οι μικρές τράπεζες ασκούν πιέσεις

Σε αδιέξοδο και πρόωρο επιχειρηματικό θάνατο οδηγούνται πολλές επιχειρήσεις, καθώς μερίδα μικρομεσαίων τραπεζών ακολουθώντας μια παρελκυστική πολιτική εμποδίζει την εφαρμογή προγραμμάτων αναδιάρθρωσης υποχρεώσεων. Σε μια κρίσιμη περίοδο που η επιβίωση πολλών επιχειρήσεων εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα πάρουν τις απαραίτητες χρηματοδοτικές «ανάσες», οι μικρού μεγέθους τράπεζες ή αυτές που έχουν τη μικρότερη συμμετοχή στον συνολικό δανεισμό μιας επιχείρησης δημιουργούν εμπόδια και πλήθος δυσκολιών, απορρίπτοντας τα προτεινόμενα σχέδια αναδιάρθρωσης. Με τον τρόπο αυτόν ουσιαστικά «εκβιάζουν» τους μεγάλους δανειστές να αναλάβουν και τα μικρότερου ύψους δάνεια, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν τα σχέδια αναδιάρθρωσης υποχρεώσεων των επιχειρήσεων.

Ομως, η ευκαιριακή αυτή τακτική έχει σοβαρές επιπτώσεις, καθώς η μη έγκαιρη αντιμετώπιση των προβλημάτων εξασθενεί τις ούτως ή άλλως οικονομικά αποδυναμωμένες επιχειρήσεις και φέρνει πολλές εταιρείες αντιμέτωπες με το φάσμα του επιχειρηματικού θανάτου. Σύμφωνα με αναλυτές περίπου το 30% των εισηγμένων εταιρειών βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με τράπεζες για την αναχρηματοδότηση των υποχρεώσεών τους με κύριο στόχο να μειώσουν το κόστος δανεισμού ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν συνεπείς στην ομαλή αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους.

Στην πράξη, όπως αναφέρουν πολλοί επιχειρηματίες, οι πόρτες των τραπεζών είναι ερμητικά κλειστές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν έχουν να προσφέρουν πρόσθετες εξασφαλίσεις. Πολλές επιχειρήσεις για να απαλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης προχωρούν σε μεταφορά έδρας και δραστηριοτήτων σε γειτονικές χώρες όπου οι συνθήκες είναι φιλικότερες στις επιχειρήσεις και πιο εύκολη η χρηματοδότηση. Η κρίση πάντως, πέραν της αναποτελεσματικότητος μερίδας του τραπεζικού συστήματος, αναδεικνύει και το μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία. Η αφαίρεση του αναπτυξιακού πέπλου των προηγούμενων ετών, ανάπτυξη που τροφοδοτήθηκε από το συνεχή δανεισμό του Δημοσίου και των νοικοκυριών, αποκαλύπτει μια ρηχή και αδύναμη επιχειρηματικότητα. Μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, εσωστρεφείς, μη ανταγωνιστικές και μια επιχειρηματικότητα που δεν στηρίζεται στην καινοτομία και δεν μπορεί να σταθεί στο παγκόσμιο χωριό. Ολες αυτές με την κρίση βλέπουν το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους.

Οι λόγοι που εφαρμόζουν αυτήν τη σκληρή πολιτική

Του Γιαννη Παπαδογιαννη

Ενα σκληρό διαπραγματευτικό παιχνίδι εξελίσσεται καθημερινά μεταξύ των εμπορικών τραπεζών και των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεών τους που λόγω της κρίσης βρίσκονται σε πίεση. Θύμα της ιδιότυπης αυτής σύγκρουσης είναι δεκάδες επιχειρήσεις οι οποίες σε μια κρίσιμη περίοδο, που η επιβίωσή τους εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα πάρουν τις απαραίτητες χρηματοδοτικές «ανάσες», βλέπουν τις τράπεζες να «τρώγονται», τον χρόνο να κυλάει άσκοπα και τα προβλήματα να συσσωρεύονται φέρνοντάς τες αντιμέτωπες με το φάσμα της επιβίωσης.

Πολλές τράπεζες αντιμετωπίζουν τα σχέδια αναδιάρθρωσης ως «χρυσό αλεξίπτωτο», μια μεγάλη ευκαιρία για να πάρουν τα κεφάλαιά τους πίσω «φορτώνοντας» τα δάνεια που έχουν χορηγήσει στους μεγάλους δανειστές της επιχείρισης. Οι μικρού μεγέθους τράπεζες ή αυτές που έχουν τη μικρότερη συμμετοχή στον συνολικό δανεισμό μιας επιχείρησης δημιουργούν συστηματικά εμπόδια, απορρίπτουν σχέδια εξυγίανσης που έχουν εγκρίνει οι περισσότερες εμπλεκόμενες τράπεζες, θέτουν διαρκώς νέους όρους, προκαλούν μεγάλες καθυστερήσεις με ένα και μόνο στόχο: να εκβιάσουν τους μεγάλους δανειστές να αποπληρώσουν τους «μικρούς» ώστε να μπορέσουν να ολοκληρωθούν τα σχέδια εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων.

Ωστόσο, η τακτική αυτή έχει επικίνδυνες προεκτάσεις καθώς η μη έγκαιρη αντιμετώπιση των προβλημάτων εντείνει τις πιέσεις, εξασθενεί τις ούτως ή άλλως περιορισμένες αντοχές και φέρνει πολλές εταιρείες πιο κοντά στο φάσμα του επιχειρηματικού θανάτου. Στη σημερινή εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία για τη χώρα και τον επιχειρηματικό κόσμο μερίδα του τραπεζικού συστήματος λειτουργεί αρπακτικά και όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά με τη στάση του τα πολλαπλασιάζει οδηγώντας σε πρόωρο τέλος πολλές επιχειρήσεις. Την απαράδεκτη αυτή τακτική ακολουθούν τόσο μικρές όσο και μεγάλες τράπεζες στις περιπτώσεις που η έκθεσή τους σε κάποια επιχείρηση είναι μικρή. Την τελευταία διετία οι αναχρηματοδοτήσεις και η αναδιάρθρωση υποχρεώσεων επιχειρήσεων αποτελούν ρουτίνα για τις τράπεζες. Ομως, δεν είναι όλες οι επιχειρήσεις σε θέση να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και πολλοί με αφορμή την κρίση προσπαθούν απλά να αποσπάσουν περισσότερα κεφάλαια από τις τράπεζες. Η αφαίρεση του αναπτυξιακού πέπλου των προηγουμένων ετών, ανάπτυξη που τροφοδοτήθηκε από τον συνεχή δανεισμό του Δημοσίου και των νοικοκυριών, αποκαλύπτει μια ρηχή και αδύναμη επιχειρηματικότητα. Μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, εσωστρεφείς, μη ανταγωνιστικές και μια επιχειρηματικότητα που δεν γεννά νέες ιδέες, δεν στηρίζεται στην καινοτομία και δεν μπορεί να σταθεί στο παγκόσμιο χωριό. Ολες αυτές με την κρίση βλέπουν το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους".

Αντιλαμβανόμαστε, βεβαίως, τις συνέπειες αυτών των φαινομένων, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, που είναι αδύνατρη η άσκηση ειδικής νομισματικής πολιτικής. Περιμένω τις αναλύσεις και τα συμπεράσματά σας, όσον αφορά στις νομισματικές εξελίξεις (ποσότητα και κόστος χρήματος), αλλά και το γενικότερο μακροοικονομικό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί. Μάλιστα, προκειμένου να προβούμε σε πληρέστερη ανάλυση, καλό είναι να συνδέσουμε τα παραπάνω θέματα (της πίστης) με το ζήτημα της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων, με το οποίο ασχολείται το επόμενο άρθρο:


" Μαχαίρι στο ΠΔΕ το 2011 κατά 5,43%, στα 8,7 δισ. ευρώ

Νέα περικοπή στο πρόγραμμα λόγω της δυσκολίας επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων


Της Ευγενιας Τζωρτζη

Σε νέα περικοπή στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υποχρεώνεται η κυβέρνηση υπό το βάρος της δυσκολίας επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων τόσο στο σκέλος των εσόδων όπως και στο σκέλος των εξόδων.

Η περικοπή του ΠΔΕ κατά 1,1 δισ. ευρώ από το αρχικώς προϋπολογισθέν ποσό των 10,3 δισ. ευρώ, στα 9,2 δισ. ευρώ το 2010 ήταν μόνο η αρχή. Η προσγείωση των δαπανών του Προγράμματος στα 8,2 δισ. ευρώ έχει ήδη αποτυπωθεί στην πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και οι φόβοι επικεντρώνονται πλέον στο ΠΔΕ του 2011, που έχει ήδη υποστεί την πρώτη μείωση κατά 5,43%. Οι πόροι για τη στήριξη της ανάπτυξης είναι δυσεύρετοι, αποδυναμώνοντας τα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση για τη στήριξη της οικονομίας, όπως είναι το Εθνικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ) και ο αναπτυξιακός νόμος.

Η δημοσιονομική δυσκολία είναι άλλωστε και η αιτία που σύμφωνα με το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο δεν έχει ενεργοποιηθεί ακόμα η εκταμίευση του δανείου των 2 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Η σχετική σύμβαση υπεγράφη τον Ιούνιο και σύμφωνα με τον σχεδιασμό, το δάνειο προορίζεται να καλύψει σημαντικό μέρος της εθνικής συμμετοχής του ΕΣΠΑ, οι πόροι του οποίου «λιμνάζουν» λόγω της έλλειψης χρημάτων και αδυναμιών της κρατικής μηχανής.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις που είχαν γίνει από την αρμόδια τότε υπουργό κ. Λούκα Κατσέλη, το δάνειο θα συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της απορροφητικότητας που για το 2010 έχει τοποθετηθεί στο 15% και αποτελεί το μεγαλύτερο δάνειο που έχει συμβασιοποιήσει μέχρι σήμερα η ΕΤΕπ στη χώρα μας. Η σύμβαση προβλέπει τη σταδιακή χορήγηση του δανείου και στόχος ήταν η προκαταβολή που μπορεί να φτάσει το 30%, δηλαδή έως και τα 600 εκατ ευρώ, να εκταμιευθεί άμεσα.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η ενεργοποίηση της σύμβασης προσκρούει στους στόχους του Μνημονίου και τον φόβο αύξησης του δημοσίου χρέους, το οποίο το 2011 θα επιβαρυνθεί από το χρέος των ΔΕΚΟ, όπως ο ΟΣΕ, μέρος των εγγυήσεων του Δημοσίου και τα swaps των ομολόγων που έχουν εκδοθεί στο παρελθόν.

Η προοπτική μείωσης του ΠΔΕ και το 2011 κατά 5,43% στα 8,7 δισ. ευρώ, θίγει κατά κύριο λόγο τον προϋπολογισμό των συγχρηματοδοτούμενων έργων του υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, δυσκολεύοντας κάθε πρωτοβουλία για τη στήριξη της ανάπτυξης. Το πρόβλημα εντοπίζεται στη δυνατότητα χρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων που θα κατατεθούν στο πλαίσιο του νέου αναπτυξιακού νόμου, στον βαθμό που η ουρά των 3.000 περίπου αιτήσεων που εκκρεμούν προς χρηματοδότηση από τον προηγούμενο αναπτυξιακό νόμο, εξαντλεί τους διαθέσιμους πόρους των 6 δισ. ευρώ σε βάθος της προσεχούς τριετίας.

Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του ΠΔΕ για το 2011, οι πόροι του υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας θα υποστούν δραστική περικοπή της τάξης του 50,86% και ο προϋπολογισμός του Προγράμματος μόλις που θα υπερβεί το 1 δισ. ευρώ, στερώντας τη δυνατότητα μιας εμπροσθοβαρούς στήριξης της οικονομίας. Στον αντίποδα είναι οι δαπάνες του υπουργείου Εσωτερικών Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ο προϋπολογισμός του οποίου προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 146,45%, ξεπερνώντας τα 2 δισ. ευρώ από 831 εκατ. ευρώ το 2010. Στα επίπεδα του 2010 προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί ο προϋπολογισμός του υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, οι δαπάνες του οποίου θα διαμορφωθούν στα 2,5 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι οι δαπάνες των τριών επίμαχων υπουργείων αντιπροσωπεύουν το 65% του συνολικού προϋπολογισμού του ΠΔΕ, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί το υπουργείο Παιδείας και Διά Βίου Μάθησης, οι δαπάνες του οποίου προβλέπεται να αυξηθούν κατά 71,64% και να διαμορφωθούν στα 944 εκατ. ευρώ.

Χωρίς περικοπές προς το παρόν είναι και οι δαπάνες του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που προβλέπεται να διαμορφωθούν στα 665 εκατ. ευρώ, ενώ αυξημένες κατά 3,45% είναι και οι δαπάνες του υπουργείου Υγείας και κατά 45% του υπουργείου Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής.

Το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση παραμένει η υλοποίηση του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς που θα αποτελέσει το βασικό εργαλείο για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Στο πλαίσιο, άλλωστε, του Μνημονίου η κυβέρνηση έχει αναλάβει τη δέσμευση για την απορρόφηση κονδυλίων ύψους 13,7 δισ. ευρώ.

Οι στόχοι είναι ποσοτικοποιημένοι ανά εξάμηνο και όπως προβλέπεται στο Μνημόνιο η απορρόφηση των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής θα παρακολουθείται αυστηρά σε εξαμηνιαία και ετήσια βάση. Ο στόχος για το 2010 είναι η απορρόφηση 2,7 δισ. ευρώ, ποσό που κλιμακώνεται στα 3,3 δισ. ευρώ για το 2011, τα 3,7 δισ. ευρώ το 2012 και τα 3,9 δισ. ευρώ για το 2013."


Θεωρώ ότι η μελέτη όλων των παραπάνω είναι μια καλή ευκαιρία προκειμένου να "φρεσκάρουμε" την νομισματική θεωρία (και ειδικά την IS-LM).