Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Εικόνες, εντυπώσεις, εξηγήσεις

Οπως διαβάζουμε στην "Καθημερινή":

" «Κατηγορούν τους πάντες, εκτός από τους εαυτούς τους»...

«Ιδού η ελληνική εκδοχή των αμερικανικών πάρτι τσαγιού: εφοριακοί που τα παίρνουν, καθηγητές δημόσιων σχολείων που δεν διδάσκουν, καλοπληρωμένοι υπάλληλοι ενός καταχρεωμένου οργανισμού σιδηροδρόμων, με τρένα που ποτέ δεν αναχωρούν στην ώρα τους, γιατροί δημόσιων νοσοκομείων που παίρνουν μίζες για να δίνουν υπερκοστολογημένα σκευάσματα... Ενα έθνος ανθρώπων που κατηγορούν τους πάντες, εκτός από τους εαυτούς τους». Με αυτά τα σκληρά λόγια περιγράφει μια πορεία δημοσίων υπαλλήλων στην Αθήνα ο δημοσιογράφος του αμερικανικού περιοδικού Vanity Fair, Μάικλ Λιούις.

Οι παθογένειες

Η Ελλάδα είναι μια «κατακερματισμένη κοινωνία σε πλήρη ηθική κατάπτωση», επισημαίνει σε μία από τις 26 σελίδες του οδοιπορικού του στη χώρα μας, το οποίο φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Φοβού τους Δαναούς και ομόλογα φέροντας». Οπως θα έχει γίνει ήδη αντιληπτό, πρόκειται για ένα άρθρο-καταπέλτη, όπου περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια οι παθογένειες της κοινωνίας μας, της εθνικής οικονομίας, αλλά και του κρατικού μηχανισμού. Από τη γενικευμένη φοροδιαφυγή και την ανεπάρκεια του μηχανισμού είσπραξης οφειλών, μέχρι τα 600 «βαρέα και ανθυγιεινά» επαγγέλματα και από τη «δημιουργική λογιστική» και τις μίζες μέχρι το Βατοπέδι. Στην εκτενή του έρευνα, ο δημοσιογράφος μιλάει με πολιτικούς και επιχειρηματίες, τραπεζίτες και εφοριακούς, ακόμη και με τους μοναχούς Αρσένιο και Εφραίμ. Προσπαθεί να διαλευκάνει τι πραγματικά συνέβη στην υπόθεση του Βατοπεδίου, η οποία «έγινε σύμβολο της διαφθοράς, σε μια χώρα όπου κυριαρχεί η διαφθορά».

Τα συμπεράσματά του αποτελούν ένα ακόμη πλήγμα για την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό, με δεδομένο ότι το Vanity Fair είναι παγκοσμίως γνωστό περιοδικό και έχει πάνω από 1.100.000 συνδρομητές.

Ο Λιούις δηλώνει όχι μόνον έκπληκτος, αλλά και συγκλονισμένος από την εικόνα που βρίσκει και δεν κρύβει ότι νιώθει πως έχει προσγειωθεί σε άλλον πλανήτη: «Οσο έμεινα στην Αθήνα, ένιωσα κάτι πρωτοφανές στη δημοσιογραφική μου καριέρα: την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για πράγματα, τα οποία κανονικά θα έπρεπε να προκαλούν σοκ», γράφει αναφερόμενος στην καταιγιστική απαρίθμηση σκανδάλων από συνομιλητές του. Δηλώνει αδυναμία να πιστέψει ότι τα περισσότερα μέλη του ελληνικού Κοινοβουλίου ψεύδονται για την περιουσιακή τους κατάσταση, δηλώνοντας ως αξία των ακινήτων που έχουν στην κατοχή τους την αντικειμενική τους αξία και, ενώ άπαντες γνωρίζουν ότι αντικειμενικές και εμπορικές αξίες δεν συμπίπτουν, κανείς δεν επαναστατεί.

Εμφανίζεται εμβρόντητος μπροστά στην πληροφορία ότι τα 2/3 των Ελλήνων ιδιωτών ιατρών δηλώνουν εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο όριο και την υπόθεση της ΑΓΡΟΓΗ. «Απαντες είναι σίγουροι ότι οι συμπολίτες τους κλέβουν την εφορία και εξαπατούν. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης αυτοαναπαράγεται και καθιστά τον δημόσιο βίο, αβίωτο. Ο κοινωνικός ιστός διαλύεται, γεγονός που ενθαρρύνει με τη σειρά του και άλλα ψέματα και άλλες απάτες. Χωρίς πίστη ο ένας στον άλλον, οι Ελληνες αποτραβιούνται στους εαυτούς τους και στις οικογένειές τους... Είναι μια χώρα χωρίς αίσθηση του συλλογικού, όπου ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του».

Μολονότι ο Λιούις δεν κρύβει το θαυμασμό του για τη «ζεστασιά» και τη φιλοξενία των Ελλήνων, το απαράμιλλο κάλλος του Αγίου Ορους και των αρχαίων μνημείων, γράφει ότι εγκαταλείπει τη χώρα μας με αμφιβολίες – αμφιβολίες για το κατά πόσον οι Ελληνες έχουν «την ικανότητα να σκεφτούν έξω από τους μικρόκοσμούς τους και να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους...».

«Βέβαια, η επιλογή της χρεοκοπίας θα ήταν μία τρέλα, αφού θα σήμαινε άμεση κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και αδυναμία της χώρας να εισάγει βασικά προϊόντα, όπως πετρέλαιο, και να δανειστεί με λογικά επιτόκια. Αλλά η Ελλάδα δεν φέρεται ως συλλογικό υποκείμενο. Η κυβέρνηση φαίνεται βέβαια αποφασισμένη να προσπαθήσει τουλάχιστον να αποκαταστήσει αυτήν την αίσθηση του “δημοσίου”. Το ερώτημα όμως είναι, όταν έχει χαθεί κάτι τέτοιο, μπορεί άραγε να ξαναβρεθεί;». Η απάντηση εκκρεμεί..."


(Μπορούμε να δούμε ολόκληρο το άρθρο του κ. Michael Lewis πατώντας εδώ).


Οι εικόνες και οι εντυπώσεις που αποκόμισε ο κ. Lewis δεν με εκπλήσσουν. Αυτό που με εκπλήσσει (όχι και τόσο, εδώ που τα λέμε...) είναι η ρηχότητα της ανάλυσης. Λες και οι Ελληνες έχουμε μια γονιδιακή ιδιομορφία, που μας ωθεί στην απάτη, την ατομικότητα και σε όλα τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα. Βεβαίως, είναι ένας ασφαλής τρόπος να γράφεις ευπώλητα άρθρα: περιγραφή γλαφυρών περιπτώσεων, υποτυπώδης ανάλυση (ο Θεός να την κάνει...), στοχασμοί πρώτου επιπέδου, έκθεση δημοτικού σχολείου, υπεροψία. Βεβαίως, όλα αυτά τελούν υπό το zeitgeist ("το πνεύμα των καιρών"): δεδομένης της αντιμετώπισης του οικονομικού προβλήματος, όπου επανέρχονται οι πολιτικές του 1292-1931 του "Treasury View" και οι απόψεις του Hawtrey περί της μη-ανάμειξης των κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της ύφεσης και της δραματικά υψηλής ανεργίας, δεδομένων των "ημερών του 1938" που έγραφε ο Krugman στο προηγούμενο post και δεδομένων των απόψεων περί "προσαρμογής και επιβίωσης των ικανοτέρων", είναι φυσικό να βρίσκουν απήχηση παρόμοια άρθρα, ευγονικής λογικής.


Περί του ζητήματος της ατομικής συμπεριφοράς και της σχέσης ανάμεσα στην ιδιοτέλεια και την ανιδιοτέλεια των Ελλήνων αναφέρεται και το επόμενο άρθρο της "Καθημερινής", από τον εξαίρετο αρθρογράφο κ. Νίκο Γ. Ξυδάκη, ο οποίος, με αφορμή ένα βιβλίο (το "Διχασμός και εξιλέωση. Περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων" του καθηγητή Βασίλη Καραποστόλη) γράφει:


" Μεταξύ κοινωνίας και πατρίδος

Tου Nικου Γ. Ξυδακη

Ποιος τολμά σήμερα να μιλήσει για την Ελλάδα και τους Ελληνες, με την Ελλάδα στα γόνατα και τους Ελληνες αλαφιασμένους και ασύντακτους; Λίγοι, πολύ λίγοι – όσοι τολμούσαν και πριν, όσοι προσφέρονται να διακινδυνεύσουν με τη σκέψη τους, αναστοχαζόμενοι το παρελθόν μες στο παρόν, χωρίς στερεότυπα και δεκανίκια. Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι ένας απ’ αυτούς τους ολίγους ριψοκίνδυνους. Στο τελευταίο του βιβλίο, ο γνωστός δοκιμιογράφος πραγματεύεται ένα ακανθώδες θέμα, την πολιτική ηθική των Ελλήνων, υπό τον δραματικό τίτλο «Διχασμός και εξιλέωση».

Η αφήγησή του ξεκινά αδρά από το ξέσπασμα της Επανάστασης του ’21 και φθάνει ώς το τέλος του εμφυλίου· στη διαδρομή εξετάζει πρόσωπα, πράξεις, αισθήματα και λόγια, κομβικά, που σφραγίζουν δύο αιώνες νεότερου ελληνισμού. (...). Και εξετάζει τους Ελληνες ως πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά όντα σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές.

Ο διχασμός νοείται διττός: εμφύλιος κοινωνικός και σχίσμα ατομικό. Ο Ελληνας αιωρείται: από τη συνήθη θέση του, της ιδιοτέλειας, του εγωισμού, της κοινωνικής αδιαφορίας, προς την υπέρβαση του εαυτού, τον ηρωισμό, τη δοτικότητα, τη θυσία. Ο Β.Κ. αναρωτιέται: Πώς και γιατί ο εγωιστής, απείθαρχος, άπληστος Ελληνας μεταμορφώνεται σε γενναίο, σε ήρωα, σε ανιδιοτελή δότη; Πώς ο δαίμονας των «καπακιών» Καραϊσκάκης μεταμορφώνεται σε άγγελο που εγείρεται υπεράνω όλων και θυσιάζεται; Πώς επινοούν την πατρίδα τους οι οπλαρχηγοί και γιατί αμέσως μετά περιφρονούν το κράτος; Ποιο όραμα πατρίδος εμπνέει τους ευεργέτες ώστε να σχεδιάζουν καταλεπτώς τις διαθήκες τους υπέρ παιδείας και συνανθρώπων, πάντα καχύποπτοι προς το κράτος; (...)

Οι απαντήσεις που ρισκάρει ο συγγραφέας είναι συναρπαστικές, γραμμένες σε υψηλής θερμοκρασίας πρόζα, με πάθος ρομαντικό – άλλωστε οι αραιές αναφορές του είναι σε στοχαστές οριακούς, συναρπαστικούς: Σέλερ, Ντοστογιέφσκι, Σοπενχάουερ, Νίτσε... Αναλόγως συναρπαστική είναι η εμβάθυνση, η ένταση που προσδίδει στις ερωτήσεις του, καθώς τις παίρνει από παλαιότερα χείλη (Μακρυγιάννης, Κολοκοτρώνης, Ζαμπέλιος, Παλαμάς, Σικελιανός, Περ. Γιαννόπουλος, Καραβίδας, Σβορώνος) και τις φέρνει δραματικά στο παρόν. Πόσω μάλλον που το παρόν εκρήγνυται τώρα στα χέρια μας σαν προαναγγελθείσα καταστροφή, ομοιάζουσα με άλλες καμπές, με παλιότερα πάθη και καταστροφές.

Το θέμα του Καραποστόλη, μα και η θερμή πραγμάτευσή του, είναι ντεμοντέ, εκτός ακαδημαϊκού λειμώνα, και εκτός του τρέχοντος κανόνος πολιτικής ορθοφροσύνης. Διότι τολμά να γράφει περί πατρίδας, περί συλλογικού θυμικού και αισθημάτων, περί διλημματικών προσώπων, χωρίς ωστόσο ποτέ να λησμονεί το υλικό πλαίσιο, το γεωπολιτικό περιβάλλον, τις εξωτερικές συνθήκες.

Βασικό μοτίβο της σκέψης του, για να ερμηνεύσει τον ατομιστή που γίνεται ήρωας, είναι η αντιπαραβολή της κοινωνίας προς την πατρίδα. Η κοινωνία δεν συνεγείρει τον εγωιστή Ελληνα, τη βλέπει σαν εργαλείο, σαν μέσον, δεν της οφείλει τίποτε. Μόνο η πατρίδα, και μάλιστα η εν κινδύνω, η πάσχουσα, η διακονιάρα πατρίδα, μπορεί να συνεγείρει τον Ελληνα, να τον οδηγήσει πέρα από τον εαυτό του, πέρα από τα αποκτήματά του, να τον βάλει στην περιοχή του δότη, του γενναίου, ακόμη και του ήρωα. Το είδαμε το ’21, όταν οι κλέφτες, τροφοδότες μιας συνείδησης αντίστασης και ρεμπελιού, επινοούν την πατρίδα, γεννούν τη μητέρα· το είδαμε και το ’40, όταν οι διχασμένοι και απογοητευμένοι με την κραυγή «αέρα!» ξαναβρίσκουν τη ζωτική τους φαντασίωση, ότι οι Ελληνες υπερέχουν έναντι του ίδιου τους του εαυτού, και αντικρίζουν τον θάνατο χωρίς τρόμο.

Η πρόζα του Καραποστόλη πάλλεται, κυματίζει, βυθίζεται σε αισθήματα και ντοκουμέντα, και αναδύεται απρόοπτη, σκληρή, θερμή· ποτέ αδιάφορη. Είναι ένα έργο λοξό, έκκεντρο, ρηξικέλευθο, πρωτότυπο. Και μιλάει για εμάς, τώρα, τους εγωιστές και άπληστους, τους μισούντες το Εμείς, τους βουλιαγμένους στο Εγώ, τους αντιφατικούς και αντινομικούς, τους κλονισμένους και έμφοβους τώρα. Και μιλάει οδυνηρά".


Αντιλαμβανόμαστε την διαφορά της ποιότητας και του κράματος που έχει η κάθε πένα: ενώ ο κ. Lewis αντιμετωπίζει μια υπαρκτή κατάσταση με όρους Βρετανού λόρδου του 1900 που επισκέπτεται τις υπερπόντιες κτήσεις της Αυτοκρατορίας και η "ανάλυσή" του εστιάζει στην διαφθορά, των ωχαδερφισμό και την διαπλοκή ως αίτια της κρίσης, ο λόγος του κ. Ξυδάκη (βάσει του καλού βιβλίου το οποίο σχολιάζει) τοποθετεί αυτά τα φαινόμενα στην πραγματική τους διάσταση: δεν τα αναγάγει ως αίτια αλλά ως αιτιατά και προσπαθεί να διαφωτίσει τους λόγους και τις ιστορικές ρίζες της εμφάνισης και παρουσίας τους.