" Καλώς ήλθατε στο 1938
Tου Paul Krugman / The New York Times
Ιδού πώς έχει η κατάσταση: Μια χρηματοπιστωτική κρίση έχει γονατίσει την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι πολιτικές του αμερικανού προέδρου περιόρισαν τη ζημιά, αλλά ήταν υπερβολικά διστακτικές και η ανεργία παραμένει καταστροφικά υψηλή. Είναι ξεκάθαρο ότι απαιτείται περισσότερη δράση. Και όμως, οι πολίτες αγανακτούν με τα κυβερνητικά μέτρα και μοιάζουν διατεθειμένοι να «χαρίσουν» στους Δημοκρατικούς μια βαριά ήττα τον Νοέμβριο στις εκλογές για το Κογκρέσο.
Ο εν λόγω πρόεδρος είναι ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ. Η χρονιά είναι το 1938. Λίγα χρόνια αργότερα η Μεγάλη Υφεση τέλειωσε. Και είναι την ίδια στιγμή τόσο εποικοδομητικό όσο και αποθαρρυντικό να εξετάζει κανείς την κατάσταση των ΗΠΑ γύρω στο 1938: εποικοδομητικό διότι η φύση της ανάκαμψης που ακολούθησε διαψεύδει τα επιχειρήματα που επικρατούν στη σημερινή πολιτική σκηνή, αποθαρρυντικό διότι οι πιθανότητες επανάληψης του θαύματος της δεκαετίας του 1940 φαίνονται ελάχιστες.
Δεν θα έπρεπε να ξαναζούμε τέτοιες συγκυρίες. Οι οικονομολόγοι του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα υποσχέθηκαν να μην επαναλάβουν τα λάθη του 1937, όταν ο Ρούζβελτ απέσυρε πολύ νωρίς το πακέτο στήριξης. Ακριβώς αυτό όμως έκανε ο πρόεδρος Ομπάμα. Οσο διήρκεσε, το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας αύξησε την ανάπτυξη, αλλά έκαμψε ελάχιστα την ανεργία και τώρα τα ευεργετήματά του εξασθενούν.
Παράλληλα, η ανεπάρκεια του αρχικού οικονομικού σχεδίου έριξε την οικονομία και το κράτος σε μια πολιτική παγίδα. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για επιπλέον πακέτο στήριξης, αλλά στα μάτια των Αμερικανών η αποτυχία να οδηγηθούμε σε μια πειστική έξοδο από την κρίση έπληξε την αξιοπιστία της κυβερνητικής πολιτικής για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Με λίγα λόγια, καλωσορίσατε στο 1938.
Η καταστροφική απόφαση του Ρούζβελτ να λάβει υπόψη του, το 1937, όσους έλεγαν ότι ήταν καιρός να μειωθεί δραστικά το έλλειμμα είναι γνωστή. Λιγότερο γνωστό όμως είναι ότι μεγάλο μέρος των πολιτών έβγαλε λάθος συμπεράσματα από την ύφεση που ακολούθησε. Αντί να απαιτήσουν την επανάληψη προγραμμάτων τύπου «Νew Deal», οι ψηφοφόροι έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης.
Σε δημοσκόπηση του Μαρτίου 1938, όταν οι Αμερικανοί ρωτήθηκαν αν θα έπρεπε να αυξηθούν οι κυβερνητικές δαπάνες για να καταπολεμηθεί η ύφεση, το 63% απάντησε «όχι». Στο δίλημμα ανάμεσα στην αύξηση των δαπανών και στη μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις, μόνο το 15% τέθηκε υπέρ των περαιτέρω δαπανών. Και στις εκλογές του 1938 οι Δημοκρατικοί κατατροπώθηκαν.
Ακολούθησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος από οικονομικής άποψης σηματοδότησε πάνω απ΄ όλα μια έκρηξη κυβερνητικής χρηματοδότησης μέσω πιστώσεων τέτοιας κλίμακας που ποτέ δεν θα είχε εγκριθεί υπό άλλες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η αμερικανική κυβέρνηση δανείστηκε ένα ιλιγγιώδες ποσό, το οποίο στις μέρες μας θα ισοδυναμούσε κατά προσέγγιση με 30 τρισ. δολάρια (το διπλάσιο του αμερικανικού ΑΕΠ του 1940).
Αν ο οποιοσδήποτε πρότεινε να δαπανηθεί έστω και ένα κλάσμα αυτού του ποσού πριν από τον πόλεμο, οι πολίτες θα έλεγαν ό,τι λένε και σήμερα. Θα προειδοποιούσαν για το συντριπτικό χρέος και τον πληθωρισμό-ρεκόρ. Επίσης, θα έλεγαν δικαίως ότι η Υφεση δημιουργήθηκε από υπερβολικά χρέη και έπειτα θα διεκήρυτταν ότι είναι αδύνατον να διορθωθεί αυτό το πρόβλημα δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερο χρέος.
Και όμως, η χρηματοδότηση μέσω πιστώσεων δημιούργησε οικονομική άνθηση, και αυτή με τη σειρά της έθεσε τις βάσεις για μακροχρόνια ευημερία. Το ποσοστό συνολικά του δημόσιου και του οικονομικού χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε χάρη στην οικονομική ανάπτυξη και η άνοδος του πληθωρισμού μείωσε ελαφρά την πραγματική αξία των υπέρμετρων χρεών. Μετά τον πόλεμο, χάρη στη βελτιωμένη χρηματοπιστωτική θέση του ιδιωτικού τομέα, η οικονομία μπόρεσε να ευημερήσει χωρίς συνεχιζόμενα ελλείμματα.
Το ηθικό δίδαγμα είναι ξεκάθαρο. Οταν η οικονομία βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, δεν ισχύουν οι συνήθεις κανόνες. Η λιτότητα αυτοαναιρείται: όταν όλοι προσπαθούν ταυτόχρονα να αποπληρώσουν τοις μετρητοίς δάνεια, το αποτέλεσμα είναι ύφεση και αποπληθωρισμός και τα προβλήματα που αφορούν χρέη επιδεινώνονται. Αντιστρόφως, είναι πιθανό- και μάλιστα απαραίτητο- να εξέλθει το κράτος από την ύφεση ξοδεύοντας. Μια απότομη αύξηση της χρηματοδότησης μέσω πιστώσεων μπορεί να θεραπεύσει προβλήματα που δημιουργήθηκαν από παλιές υπερβολές.
Ηλπιζα ότι θα τα καταφέρναμε καλύτερα αυτή τη φορά. Αποδεικνύεται όμως ότι τόσο οι πολιτικοί όσο και οι οικονομολόγοι πέρασαν δεκαετίες «ξεχνώντας» τα μαθήματα της δεκαετίας του 1930 και είναι αποφασισμένοι να επαναλάβουν όλα τα παλιά λάθη. Η συνειδητοποίηση ότι οι μεγάλοι νικητές των εκλογών του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο θα είναι πιθανότατα οι ίδιοι άνθρωποι που μας οδήγησαν αρχικά σε αυτή τη δύσκολη θέση και έπειτα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να μας βγάλει από αυτήν, προκαλεί κάποια αποστροφή.
Να θυμάστε όμως πάντα ότι μπορεί να ανατραπεί αυτή η καθοδική πορεία. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη διαύγεια πνεύματος και πολλή πολιτική θέληση. Ας ελπίσουμε να εξευρεθούν στο άμεσο μέλλον αυτές οι δύο αρετές".
Ο εν λόγω πρόεδρος είναι ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ. Η χρονιά είναι το 1938. Λίγα χρόνια αργότερα η Μεγάλη Υφεση τέλειωσε. Και είναι την ίδια στιγμή τόσο εποικοδομητικό όσο και αποθαρρυντικό να εξετάζει κανείς την κατάσταση των ΗΠΑ γύρω στο 1938: εποικοδομητικό διότι η φύση της ανάκαμψης που ακολούθησε διαψεύδει τα επιχειρήματα που επικρατούν στη σημερινή πολιτική σκηνή, αποθαρρυντικό διότι οι πιθανότητες επανάληψης του θαύματος της δεκαετίας του 1940 φαίνονται ελάχιστες.
Δεν θα έπρεπε να ξαναζούμε τέτοιες συγκυρίες. Οι οικονομολόγοι του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα υποσχέθηκαν να μην επαναλάβουν τα λάθη του 1937, όταν ο Ρούζβελτ απέσυρε πολύ νωρίς το πακέτο στήριξης. Ακριβώς αυτό όμως έκανε ο πρόεδρος Ομπάμα. Οσο διήρκεσε, το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας αύξησε την ανάπτυξη, αλλά έκαμψε ελάχιστα την ανεργία και τώρα τα ευεργετήματά του εξασθενούν.
Παράλληλα, η ανεπάρκεια του αρχικού οικονομικού σχεδίου έριξε την οικονομία και το κράτος σε μια πολιτική παγίδα. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για επιπλέον πακέτο στήριξης, αλλά στα μάτια των Αμερικανών η αποτυχία να οδηγηθούμε σε μια πειστική έξοδο από την κρίση έπληξε την αξιοπιστία της κυβερνητικής πολιτικής για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Με λίγα λόγια, καλωσορίσατε στο 1938.
Η καταστροφική απόφαση του Ρούζβελτ να λάβει υπόψη του, το 1937, όσους έλεγαν ότι ήταν καιρός να μειωθεί δραστικά το έλλειμμα είναι γνωστή. Λιγότερο γνωστό όμως είναι ότι μεγάλο μέρος των πολιτών έβγαλε λάθος συμπεράσματα από την ύφεση που ακολούθησε. Αντί να απαιτήσουν την επανάληψη προγραμμάτων τύπου «Νew Deal», οι ψηφοφόροι έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης.
Σε δημοσκόπηση του Μαρτίου 1938, όταν οι Αμερικανοί ρωτήθηκαν αν θα έπρεπε να αυξηθούν οι κυβερνητικές δαπάνες για να καταπολεμηθεί η ύφεση, το 63% απάντησε «όχι». Στο δίλημμα ανάμεσα στην αύξηση των δαπανών και στη μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις, μόνο το 15% τέθηκε υπέρ των περαιτέρω δαπανών. Και στις εκλογές του 1938 οι Δημοκρατικοί κατατροπώθηκαν.
Ακολούθησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος από οικονομικής άποψης σηματοδότησε πάνω απ΄ όλα μια έκρηξη κυβερνητικής χρηματοδότησης μέσω πιστώσεων τέτοιας κλίμακας που ποτέ δεν θα είχε εγκριθεί υπό άλλες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η αμερικανική κυβέρνηση δανείστηκε ένα ιλιγγιώδες ποσό, το οποίο στις μέρες μας θα ισοδυναμούσε κατά προσέγγιση με 30 τρισ. δολάρια (το διπλάσιο του αμερικανικού ΑΕΠ του 1940).
Αν ο οποιοσδήποτε πρότεινε να δαπανηθεί έστω και ένα κλάσμα αυτού του ποσού πριν από τον πόλεμο, οι πολίτες θα έλεγαν ό,τι λένε και σήμερα. Θα προειδοποιούσαν για το συντριπτικό χρέος και τον πληθωρισμό-ρεκόρ. Επίσης, θα έλεγαν δικαίως ότι η Υφεση δημιουργήθηκε από υπερβολικά χρέη και έπειτα θα διεκήρυτταν ότι είναι αδύνατον να διορθωθεί αυτό το πρόβλημα δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερο χρέος.
Και όμως, η χρηματοδότηση μέσω πιστώσεων δημιούργησε οικονομική άνθηση, και αυτή με τη σειρά της έθεσε τις βάσεις για μακροχρόνια ευημερία. Το ποσοστό συνολικά του δημόσιου και του οικονομικού χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε χάρη στην οικονομική ανάπτυξη και η άνοδος του πληθωρισμού μείωσε ελαφρά την πραγματική αξία των υπέρμετρων χρεών. Μετά τον πόλεμο, χάρη στη βελτιωμένη χρηματοπιστωτική θέση του ιδιωτικού τομέα, η οικονομία μπόρεσε να ευημερήσει χωρίς συνεχιζόμενα ελλείμματα.
Το ηθικό δίδαγμα είναι ξεκάθαρο. Οταν η οικονομία βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, δεν ισχύουν οι συνήθεις κανόνες. Η λιτότητα αυτοαναιρείται: όταν όλοι προσπαθούν ταυτόχρονα να αποπληρώσουν τοις μετρητοίς δάνεια, το αποτέλεσμα είναι ύφεση και αποπληθωρισμός και τα προβλήματα που αφορούν χρέη επιδεινώνονται. Αντιστρόφως, είναι πιθανό- και μάλιστα απαραίτητο- να εξέλθει το κράτος από την ύφεση ξοδεύοντας. Μια απότομη αύξηση της χρηματοδότησης μέσω πιστώσεων μπορεί να θεραπεύσει προβλήματα που δημιουργήθηκαν από παλιές υπερβολές.
Ηλπιζα ότι θα τα καταφέρναμε καλύτερα αυτή τη φορά. Αποδεικνύεται όμως ότι τόσο οι πολιτικοί όσο και οι οικονομολόγοι πέρασαν δεκαετίες «ξεχνώντας» τα μαθήματα της δεκαετίας του 1930 και είναι αποφασισμένοι να επαναλάβουν όλα τα παλιά λάθη. Η συνειδητοποίηση ότι οι μεγάλοι νικητές των εκλογών του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο θα είναι πιθανότατα οι ίδιοι άνθρωποι που μας οδήγησαν αρχικά σε αυτή τη δύσκολη θέση και έπειτα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να μας βγάλει από αυτήν, προκαλεί κάποια αποστροφή.
Να θυμάστε όμως πάντα ότι μπορεί να ανατραπεί αυτή η καθοδική πορεία. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη διαύγεια πνεύματος και πολλή πολιτική θέληση. Ας ελπίσουμε να εξευρεθούν στο άμεσο μέλλον αυτές οι δύο αρετές".