"Ξεχρεώνουν οι Γερμανοί για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Η Γερμανία κατέβαλε, την 3η Οκτωβρίου, την τελευταία δόση για την αποπληρωμή δανείων που εξέδωσε μετά τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο για αποκατάσταση ζημιών και ενδυνάμωση της οικονομίας, σύμφωνα με το Associated Press.
Η αποπληρωμή των τόκων των ομολόγων, που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου είχε συμφωνηθεί στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας το 1953.
Οι αποζημιώσεις χρεοκόπησαν την Γερμανία το 1920 και οι Ναζί εκμεταλλεύτηκαν τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία.
Το συνολικό ποσό εκτιμήθηκε αρχικά στα 269 δισ. χρυσά μάρκα, δηλαδή περίπου 96.000 τόνους χρυσού και μέχρι το 1929 μειώθηκε στα 112 δισ. χρυσά μάρκα, με αρχικό χρονικό περιθώριο αποπληρωμής τα 59 έτη".
Για το ίδιο θέμα και το άρθρο της "Καθημερινής":
" Γιατί η Γερμανία άργησε να ξεπληρώσει το χρέος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμο
Σχεδόν έναν αιώνα χρειάστηκε η Γερμανία για να αποπληρώσει τις αποζημιώσεις που υποχρεώθηκε να καταβάλει μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακριβώς είκοσι χρόνια μετά την ενοποίηση το Βερολίνο κατέβαλε 70 εκατομμύρια ευρώ για να κλείσει και το τελευταίο δάνειο.
Οι όροι που επέβαλαν οι Σύμμαχοι το 1919 στην ηττημένη Γερμανία ήταν σκληρή και οι αποζημιώσεις που αναγκάστηκε να καταβάλει το Βερολίνο τεράστιες. Η οικονομία της κατεστραμμένης χώρας δεν άντεξε το δυσβάσταχτο κόστος των δανείων. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. και της Ευρώπης, χρειάστηκε 90 χρόνια για να ξεπληρώσει α δάνεια και τους τόκους τους, που πήραν για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αποζημιώσεων.
Οι σκληροί όροι των Βερσαλλιών
Σήμερα η Γερμανία έχει αποβάλλει την εικόνα της ηττημένης στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χώρας και της στραπατσαρισμένης οικονομίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και γι' αυτό το λόγο ξαφνιάζει η είδηση του καθυστερημένου δανείου.
Ορισμένοι αναλυτές σχολίασαν: «Ήταν καιρός». Γιατί χρειάστηκαν όμως τόσο πολύ καιρό για να ξεπληρώσει η Γερμανία τα δάνειά της; Η ευρωπαϊκή αυτή χώρα δεν περιμένει ότι θα έχανε τον πόλεμο και ακόμη λιγότερο ότι θα ήταν εγκλωβισμένη σε δάνεια που θα έφταναν μέχρι τον επόμενο αιώνα.
Το 1919 οι νικητές του πολέμου υποχρέωσαν τη Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών να πληρώσει αποζημιώσεις ύψους 269 δισεκ. χρυσών μάρκων, που αναλογούσαν σε 100.000 τόνους χρυσού.
Η συνθήκη ήταν πολύπλοκη και αμφιλεγόμενη. Μάλιστα, ο οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς ήταν από τους πρώτους επικριτές της, υποστηρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική στην επίτευξη των στόχων που έθεσε.
Οι Σύμμαχοι και κυρίως οι Γάλλοι ήθελαν να διασφαλίσουν ότι η Γερμανία δεν θα ήταν ικανή να διεξάγει πόλεμο για πολλά χρόνια. Ωστόσο, το σχέδιο απέτυχε και γύρισε μπούμερανγκ καθώς ήταν ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Γερμανοί αισθάνθηκαν αδικημένοι και πικραμένοι για το ποσό που τους υποχρέωσαν να πληρώσουν και κυρίως για το άρθρο 231, που το λεγόμενο «άρθρο της ενοχής», που κυβερνούσε τη Γερμανία και ήταν υπεύθυνο για τον πόλεμο.
Η Γερμανία προσπάθησε να καθυστερήσει τις δόσεις και πλήρωσε μόνο ένα μικρό μέρος του χρέους κατά τη διάρκεια του 1920, όχι μόνο επειδή η χώρα βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, αλλά κυρίως επειδή οι Γερμανοί δεν αποδέχονταν το χρέος αυτό. Γι' αυτό το λόγο όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία αρνήθηκε να πληρώσει τις αποζημιώσεις.
Αντιμέτωποι με τον υπερπληθωρισμό και την ανεργία, ο κόσμος βρήκε καταφύγιο σε ένα κίνημα που προωθούσε την εθνική περηφάνια. Γράφονταν μαζικά στο κόμμα των Ναζί, που χρησιμοποιούσε τις αποζημιώσεις ως εργαλείο προπαγάνδας. Παράλληλα, κανένα από τα γερμανικά κρατίδια δεν πίστευε ότι είχε υποχρεώσεις για την πληρωμή των αποζημιώσεων.
Σχέδια βελτίωσης των όρων
Παρόλα αυτά, μετά τις Βερσαλλίες οι συμμαχικές χώρες αναγνώρισαν ότι οι αποζημιώσεις στραγγάλιζαν οικονομικά την Γερμανία και προσπάθησαν να μειώσουν τι επιπτώσεις.
Το Σχέδιο Ντόους του 1924 και το Σχέδιο Γιανγκ του 1929 μείωσαν το χρέος στα 112 δισεκ. Χρυσά μάρκα και εξασφάλισε δάνεια στη Γερμανία. Τότε όμως ήρθε η καταστροφή με την κατάρρευση της οικονομία και της Wall Street το 1929, βυθίζοντας ολόκληρο τον κόσμο στην ύφεση. Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση σήμαινε ότι όχι μόνο η Γερμανία, αλλά και άλλες πολλές χώρες δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα πολεμικά δάνειά τους. Το 1931 ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Χέρμπερτ Χούβερ επέβαλε ένα μορατόριουμ ενός έτους, ενώ στη σύνοδο της Λωζάννης το 1932 προτάθηκε η διαγραφή σχεδόν όλου του πολεμικού χρέους της Γερμανίας. Ωστόσο, η πρόταση δεν πέρασε στο αμερικανικό κογκρέσο.
Όταν ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία των σύστημα πληρωμών είχε καταρρεύσει και ο χρόνος είχε τελειώσει. Η Γερμανία είχε πληρώσει μόλις το ένα όγδοο των υποχρεώσεών της, ωστόσο Χίτλερ αρνήθηκε να πληρώσει περισσότερα. Η χώρα ένιωθε ότι ταπεινώθηκε με το τέλος του πολέμου. Ο Χίτλερ υποσχόταν ότι όχι μόνο δεν θα πλήρωνε, αλλά θα ανέτρεπε ότι τη συνθήκη.
Όταν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία χωρίστηκε σε δύο κράτη - τη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία - δημιουργήθηκαν νέα προβλήματα, όπως ποια από τις δύο νέες χώρες θα κληρονομήσει το χρέος. Όταν ένα κράτος διαδέχεται ένα άλλος, υπάρχει πάντα το ερώτημα αν κληρονομήσει τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του προκατόχου τους. Με τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953 συμφωνήθηκε η αναστολή του μεγαλύτερου μέρους των χρεών της Γερμανίας μέχρι την ενοποίηση της χώρας.
Άλλες εποχές, άλλες πολιτικές
Όταν όμως η χώρα ενώθηκε το 1990 ο κόσμος είχε αλλάξει δραματικά από τις ημέρες των Βερσαλλιών και έτσι οι τράπεζες και τα σύμμαχες χώρες αποφάσισαν τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους.
Εν τέλει, η ιστορία απέδειξε ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών, απέτυχε στους στόχους της, ενώ έκανε σαφές ότι βυθίζοντας ένα κράτος στα χρέη δεν είναι λύση. Η προσέγγιση ήταν διαφορετική με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Γερμανία πλήρωσε και πάλι αποζημιώσεις σε άλλες χώρες, αλλά αυτή τη φορά δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην ανοικοδόμηση".