" Η Γερμανία έκλεισε το κεφάλαιο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Της Ελενης Tριανταφυλλιδη
Γύρισε και η τελευταία σελίδα ενός κεφαλαίου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που έμεινε ανοιχτό για 92 χρόνια. Οι μνήμες της αγριότερης ίσως ευρωπαϊκής σύρραξης, μνήμες χαρακωμάτων και πεδίων σπαρμένων με 16 εκατομμύρια νεκρούς, λησμονήθηκαν. Οι γενιές που σφράγισε για πάντα ο Μεγάλος Πόλεμος έφυγαν. Ομως, η τελευταία δόση των αποζημιώσεων που, βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919) και που όρισε τον Ιανουάριο του 1921 η Διασυμμαχική Επιτροπή Αποζημιώσεων, όφειλε να καταβάλει στους νικητές της Entente η Γερμανία, δόθηκε την περασμένη Κυριακή, 3 Οκτωβρίου, ημέρα της 20ής επετείου της γερμανικής επανένωσης. Εβδομήντα εκατομμύρια ευρώ πήραν οι ΗΠΑ και άλλοι δικαιούχοι και έτσι έληξε μια καταπληκτική υπόθεση, μέσα από την οποία περνάει η ιστορία του Μεσοπολέμου, ανιχνεύεται η απαρχή σημερινών καταστάσεων, όπως η οικονομική πρόσδεση του δυτικού κόσμου στην Αμερική, και εξηγούνται ορισμένα από τα αίτια που οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια βαθιά πληγωμένη Ευρώπη αναδύεται μέσα από την ιστορία των γερμανικών αποζημιώσεων, που αρχίζει στην αίθουσα των κατόπτρων στα ανάκτορα των Βερσαλλιών.
98.000 τόνοι χρυσού
Σύμφωνα με το άρθρο 231 της Συνθήκης, που ορίζει τα της «πολεμικής ενοχής» της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αυτή και οι σύμμαχοί της (Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία) έπρεπε να καταβάλουν 269 δισ. χρυσά μάρκα, δηλαδή το αντίστοιχο 98.000 τόνων καθαρού χρυσού, ως αποζημίωση «για τις απώλειες και τις ζημίες» που υπέστησαν οι Σύμμαχοι στον πόλεμο. Η παραδοχή της ενοχής από τη Γερμανία, δηλαδή ότι αυτή και οι άλλοι των Κεντρικών Δυνάμεων ευθύνονται αποκλειστικά για την έκρηξη του πολέμου, θυμώνει τους πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ακόμη περισσότερο δυσανασχετούν με το ύψος των αποζημιώσεων, το οποίο ιστορικοί αποδίδουν στη Γαλλία, «που ήθελε να πάρει το αίμα της πίσω για όσα πλήρωσε στον Μπίσμαρκ, μετά την ήττα στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1871».
Δυσφορεί όμως και ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, εκπρόσωπος του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών στο συνέδριο των Παρισίων. Ο Κέινς παραιτείται από το υπουργείο, εκφράζοντας την αντίθεσή του στο βιβλίο «Οι οικονομικές επιπτώσεις της ειρήνης» (1919). Επιμένει ότι οι αποζημιώσεις θα αποδυναμώσουν τη γερμανική οικονομία, άρα και την εύθραυστη πολιτική κατάσταση. Θα τον αντικρούσουν αργότερα Αμερικανοί, Γάλλοι και Βρετανοί ιστορικοί, που μελέτησαν τα οικονομικά δεδομένα της εποχής και ισχυρίζονται ότι η Γερμανία ήταν συχνά σε θέση να πληρώσει, αλλά δεν ήταν πρόθυμη. Είναι, ωστόσο, γενική η άποψη, ότι το θέμα των αποζημιώσεων δηλητηρίασε τη γερμανική κοινή γνώμη και μπορεί να εκληφθεί ως ένα από τα ερείσματα, στα οποία στηρίχθηκε ο Χίτλερ για να αναρριχηθεί στην εξουσία.
H κατοχή της Ρουρ
Ούτως ή άλλως, η ιστορία των γερμανικών αποζημιώσεων είναι περιπετειώδης. Το 1923, η Γερμανία ανακοινώνει ότι δεν είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Παρά τους δισταγμούς του Γάλλου πρωθυπουργού Ρεμόν Πουανκαρέ, που προτιμούσε τις κυρώσεις, αλλά φαίνεται ότι δέχθηκε ισχυρές πιέσεις από συμμάχους, γαλλικά και βελγικά στρατεύματα καταλαμβάνουν στις 11 Ιανουαρίου του 1923 την περιοχή της Ρουρ, καρδιά της βιομηχανίας χάλυβα και άνθρακα της Γερμανίας, για να την αναγκάσουν να συμμορφωθεί. Οι Γερμανοί αντιμετώπισαν την κατοχή της Ρουρ με την «παθητική αντίσταση», τρέφοντας αισθήματα μίσους για τους «κατακτητές». Επακολούθησε ο «υπερπληθωρισμός», που έδωσε τη χαριστική βολή στη γερμανική οικονομία. Οπότε, για να γίνει δυνατή η καταβολή των αποζημιώσεων, η Συμμαχική Επιτροπή αναθέτει στον Αγγλο Τσαρλς Ντοζ να βρει κάποια λύση. Το «Σχέδιο Dawes» γίνεται δεκτό από τη Γερμανία και την Τριπλή Αντάντ τον Αύγουστο του 1924, αρχίζει να εφαρμόζεται τον Σεπτέμβριο, προβλέπει μικρότερες ετήσιες δόσεις για μια πενταετία και αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από τη Ρουρ.
Στην ουσία καταλύονται όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι οι αποζημιώσεις δεν προέρχονται από γερμανικά ταμεία, αλλά από αμερικανικά δάνεια. Η γερμανική οικονομία ανέκαμψε βραχυπρόθεσμα, απέκτησε όμως εξάρτηση από ξένες αγορές και από τις ΗΠΑ, πράγμα που είχε οδυνηρές επιπτώσεις μετά το Κραχ του 1929.
Εξάρτηση από τις ΗΠΑ
Οι Γερμανοί συνεχίζουν να παραπονούνται ότι τα ποσά που καταβάλλουν είναι υπέρογκα. Ετσι, το 1929, ο Οουεν Γιάνγκ εκπονεί νέο σχέδιο, μειώνοντας το ποσό των αποζημιώσεων στα 112 δισ. χρυσά μάρκα, αλλά και τις ετήσιες δόσεις. Λήξη της αποπληρωμής ορίζεται το 1988. Το «Σχέδιο Young» υιοθετείται το 1930, αλλά μεσολαβούν η κατάρρευση στην Αμερική και η Μεγάλη Υφεση και ουσιαστικά μένει ανενεργό.
Το 1931, ο Αμερικανός πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ με μνημόνιο δίνει παράταση ενός χρόνου στη Γερμανία, όπου μαίνεται η τραπεζική κρίση και έχει πτωχεύσει η τράπεζα Kreditanstalt, προκαλώντας κλονισμό στη διεθνή οικονομία. Το 1932, στη σύνοδο της Λωζάννης καταβάλλεται προσπάθεια να διαγραφούν τα πολεμικά χρέη της Γερμανίας, η πρόταση όμως καταψηφίζεται από το αμερικανικό Κογκρέσο. Στο μεταξύ, όμως, η Γερμανία έχει πάψει να πληρώνει – υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1921 - 1931, κατέβαλε 20 δισ. μάρκα, προερχόμενα από αμερικανικά δάνεια, τα οποία το 1932 κατήγγειλε. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ούτε λόγος να γίνεται για αποζημιώσεις.
Δεν γίνεται λόγος ούτε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ομως, τα χρέη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης από τα δάνεια παραμένουν. Το 1953, συνομολογείται στο Λονδίνο η Συμφωνία περί Γερμανικού Εξωτερικού Χρέους, βάσει της οποίας η Γερμανία θα καταβάλει εντός εικοσαετίας μέρος των χρεών, αλλά μετά την επανένωσή της. Εως το 1980, η Δυτική Γερμανία είχε καταβάλει το δικό της μερίδιο. Η τελευταία δόση δόθηκε την Κυριακή, από την ενωμένη Γερμανία, ατμομηχανή της επίσης Ενωμένης Ευρώπης".