" Προστατευτισμός μέσω ύφεσης
Στην περίπτωση του John Osborn, του νέου και νεαρού Βρετανού υπουργού του Προϋπολογισμού, «η ιδεολογία γίνεται ανάγκη». Η δήλωση αυτή του Α. Darling, προκατόχου του στην κυβέρνηση των Εργατικών, για τη σημαντική μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, την τελευταία χώρα που ανθίστατο στο ρεύμα περιοριστικών πολιτικών που σαρώνει την Ε.Ε., δείχνει το κλίμα μεταστροφής διεθνώς. Ολα αυτά ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζεται να καθιερώσει μηχανισμό επιβολής εξοντωτικών προστίμων στις χώρες που, όπως αναφέρουν πηγές της, «δαπανούν υπερβολικά». Ερώτηση: εάν οι δαπάνες μιας χώρας περιορίζονται δραστικά, αλλά το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ ανεβαίνει λόγω κατάρρευσης του ΑΕΠ της, τότε θα επιβάλλονται πρόστιμα λόγω της... σπάταλης κυβέρνησης;
Ας υπερβούμε όμως τη ρητορική αυτή ερώτηση, για να τονίσουμε ότι η άναρχη αυτή καταφυγή σε ένα σύστημα «ανταγωνισμού μέσω λιτότητας», και επικίνδυνη είναι και δεν οδηγεί πουθενά. Η επίτευξη, με άλλα λόγια, ανταγωνιστικότητας με τη μέθοδο του περιορισμού της εγχώριας δαπάνης ώστε να περισταλούν οι εισαγωγές των άλλων και να αυξηθούν οι εγχώριες -για κάθε χώρα- εξαγωγές, οδηγεί τις χώρες της Ευρώπης σε μια κατάσταση όπου κυβερνήσεις σαν εκείνη της Βρετανίας στην ουσία προσπαθούν να προστατευτούν από την ύφεση, επιβάλλοντας δραστικές περιοριστικές πολιτικές για να τιμωρήσουν τελικώς τους εμπορικούς τους εταίρους μέσω της εισοδηματικής περιστολής στο εσωτερικό τους. Με άλλα λόγια, η επιβολή λιτότητας σε μια χώρα στην Ε.Ε. δρα σήμερα ως ιδιότυπος προστατευτισμός, αφού περιορίζει τη ζήτηση για εισαγωγές, περιορίζοντας ταυτόχρονα την παραγωγή, τα εισοδήματα και την απασχόληση στους εμπορικούς εταίρους. Το σύγχρονο πρόσωπο του προστατευτισμού δεν είναι λοιπόν μόνον οι γνωστές από το παρελθόν ανταγωνιστικές υποτιμήσεις. Είναι η προστασία μέσω της ύφεσης. Προστασία που περιορίζει ακόμη και το εμπόριο, για το οποίο κατά τα άλλα όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να διατηρηθεί και να αυξηθεί, ακριβώς γιατί είναι η βάση της ευημερίας της Ε.Ε., και όχι μόνο.
Και αν μια δραστική περιστολή ή, καλύτερα, αναδιοργάνωση των δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα είναι απολύτως επιβεβλημένη, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το βρετανικό Δημόσιο πρέπει να απολύσει μισό εκατομμύριο υπαλλήλων. Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει φυσικά. Η Βρετανία διαθέτει, ως γνωστόν, μια από τις καλύτερες ίσως δημόσιες διοικήσεις στον κόσμο. Είναι απλώς η ιδεολογία που επικρατεί, ότι η ύφεση καταπολεμάται με την ύφεση. Η δε προσέγγιση αυτή είναι και απαισιόδοξη κατά βάσιν, διότι υποθέτει ότι ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας δεν μπορεί σε γενικές γραμμές στην Ε.Ε. να ανταγωνιστεί τις νέες οικονομικές δυνάμεις (Κίνα, Βραζιλία κ. λπ.), οι οποίες έχουν ήδη συγκεντρώσει περί τα $6,8 τρισ. αποθεματικά από τα εμπορικά ελλείμματα των ανεπτυγμένων, και τείνουν να γίνουν οι διεθνείς ρυθμιστές του παιχνιδιού. Επομένως, πρέπει μοιραίως η δαπάνη και τα εισοδήματα στην ευρωπαϊκή οικονομία να μειωθούν για να προσαρμοστούν στη νέα... πραγματικότητα.
Ομως, η καταφυγή αυτή της Βρετανίας στις δραστικές περικοπές και το τέλος της απόλυτης σχεδόν κυριαρχίας του προέδρου Ομπάμα στις ΗΠΑ πρέπει να μας προετοιμάζει για τα χειρότερα. Η αδυναμία του Aμερικανού προέδρου να επιβάλει ένα νέο δημοσιονομικό πακέτο τόνωσης της ζήτησης για επενδύσεις, οδηγεί σε πολιτική νομισματικής διευκόλυνσης, γεγονός το οποίο επιδεινώνει τις ήδη έντονες ανισορροπίες στο διεθνές οικονομικό σύστημα.
Σε κάθε περίπτωση, ενώ βρίσκεται στα σκαριά ένας νέος νομισματικός πόλεμος που θυμίζει όλο και περισσότερο την εποχή της δεκαετίας του '30, το ευρώ έχει αφεθεί στην τύχη του. Σύμφωνα με τους σχετικούς δείκτες, ενώ το γουάν σε σχέση με το δολάριο φαίνεται υποτιμημένο κατά 40%, η ίδια σχέση του κινεζικού νομίσματος με το ευρώ πλησιάζει το 70%. Καταλαβαίνει κανείς ότι σε ένα σύστημα όπου οι Kινέζοι υπερεργάζονται χωρίς κράτος πρόνοιας, φόρους και εισφορές, ενώ στην ουσία κρατούν το νόμισμά τους τρομερά υποτιμημένο, με σχεδόν $300 δισ. ετήσιο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το εμπορικό παιχνίδι είναι στημένο και γι' αυτό δεν θα αργήσει ο προστατευτισμός μέσω υφεσιακών πολιτικών, που περιγράψαμε παραπάνω, να γενικευτεί περαιτέρω. Δυστυχώς, όμως εις βάρος της Ευρώπης. Εκτός και αν η κατάσταση χειροτερέψει τόσο, που θα επιβάλει τουλάχιστον στους βασικούς ευρωπαϊκούς παίκτες να καθίσουν στο τραπέζι και να συμφωνήσουν σε κοινά μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης και ειδικότερα της επενδυτικής δαπάνης τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο".
Επί του θέματος του προστατευτισμού και το επόμενο άρθρο της "Καθημερινής":
"Plan B... ο προστατευτισμός
Του Γιαννη Kοτοφωλου
Απέναντι στην άκρατη –χωρίς κανόνες και θεσμικές βάσεις ελέγχου– παγκοσμιοποίηση, ένας νέου τύπου προστατευτισμός φαίνεται ότι κερδίζει συνεχώς έδαφος στη διεθνή σκηνή. Οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου δείχνουν τη στιγμή αυτή απρόθυμες να συνεργαστούν μεταξύ τους για τη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης, ενώ και οι υπόλοιπες βλέπουν την εφαρμογή ορισμένων προστατευτικών μέτρων ως αναγκαία –από τη στιγμή που δεν θεσπίζονται διεθνείς κανόνες– για την προάσπιση των εθνικών τους οικονομιών. Κατά τη γνώμη μας, η τάση αυτή θα ενισχυθεί στο προσεχές μέλλον, ιδίως μάλιστα εάν οι οικονομίες δυσκολευτούν να ξεπεράσουν τη σημερινή ύφεση, και αναπόφευκτα θα οδηγηθούμε σε μία νέα περίοδο, ενός ρυθμισμένου μοντέλου προστατευτισμού.
Είναι λογικά αδύνατο να πιστέψουμε ότι τη στιγμή τούτη της κρίσης, όπου ακόμη και η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ενιαία οντότητα πολιτικά, θα τα καταφέρει ο κόσμος όλος να παραμερίσει τις οικονομικές αντιθέσεις και τους εθνικούς ανταγωνισμούς, προκειμένου να διαμορφώσει μία μίνιμουμ παγκόσμια βάση διακυβέρνησης. Δεν πείθει ούτε η εμπειρία του G20 ούτε οι πολιτικές που εφαρμόζουν οι ηγεσίες των ισχυρότερων κρατών ούτε η ιστορία της ανθρωπότητας. Οι ανισότητες στον συσχετισμό των δυνάμεων είναι, αντιθέτως, αυτές που κυριαρχούν στη διαμόρφωση της πολιτικής των διαφόρων κρατών και όχι η αναζήτηση της ισορροπίας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, μέσω της συνεννόησης και μιας καινούργιας αρχιτεκτονικής του. Οι περισσότερες δυνάμεις κινούνται, λοιπόν, αυτόνομα, μέσα στη δίνη της κρίσης που επιτείνει τα προβλήματα, προτάσσοντας έναν οικονομικό εθνικισμό, κόντρα στις υπόλοιπες. Eνας άτυπος προστατευτισμός είναι απ’ ό, τι φαίνεται το plan B απέναντι στην κρίση. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η Κίνα, η οποία ακολουθεί μια πολύ εγωκεντρική πολιτική στις συναλλαγματικές σχέσεις της, η Γαλλία, που προσπαθεί να συμπιέσει τον μεταναστευτικό της όγκο, η Γερμανία, η οποία ενδιαφέρεται για την τόνωση της δικής της μόνο εξαγωγικής μηχανής, η Ρωσία, που διαμορφώνει την τακτική και τις συμμαχίες της με βάση τα ενεργειακά συμφέροντά της κ. ο. κ. Αναφέρουμε τα παραδείγματα αυτά για να δείξουμε ότι διαπερνούν όλο το φάσμα της παγκόσμιας πολιτικής και των νέων μεγάλων θεμάτων που άνοιξε η παγκοσμιοποίηση. Από τη συναλλαγματική πολιτική και την υφαρπαγή υπεραξιών έως την αγορά εργασίας, την ενέργεια και κυρίως τη χρηματοπιστωτική αγορά.
Στον χρηματοοικονομικό τομέα ειδικότερα, όπου κυριαρχεί μία αχαλίνωτη ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων, η τάση είναι να σχηματιστούν νέοι κανόνες, που θα περιορίζουν και τις πολλαπλάσιες των πραγματικών κεφαλαίων πιστώσεις (βλέπε hedge funds) και την είσοδο ή έξοδο, σε άλλες αγορές, τεραστίων κερδοσκοπικών κεφαλαίων από τη μια στιγμή στην άλλη. Το φαινόμενο αυτό ήταν, άλλωστε, που πυροδότησε τη διεθνή κρίση κι έφτασε να διαλύσει οικονομίες. Οι περισσότερες χώρες σήμερα επιδιώκουν τη δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα θέτει ορισμένους φραγμούς. Κι αυτό, παρά τις αντιδράσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, που πριμοδοτούν την (τραυματισμένη) χρηματοοικονομική μηχανή τους. Στο νέο σκηνικό, προβάλλονται πλέον τα πολιτικά όπλα της κάθε εθνικής δύναμης, ανάλογα με τη δική της ατζέντα. Η περίπτωση της Ιαπωνίας, η οποία από δεύτερη οικονομία στον κόσμο βυθίστηκε στην ύφεση για μία εικοσαετία, αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν..."