Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Περί ανταγωνιστικότητας

Οπως διαβάζουμε στην "Καθημερινή":

" Ε.Ε: Σοβαρό το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανταγωνιστικότητα διαπιστώνει ότι το υψηλό εμπορικό έλλειμμα της χώρας, προέρχεται από το σοβαρό πρόβλημα ανταγωνισμού και κυρίως λόγω της εξάρτησης από την εισαγομένη τεχνολογία και γνώση.

Η αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων αναμένεται να μετριάσει, μεσοπρόθεσμα, τα προβλήματα ρευστότητας στην ελληνική οικονομία και να αποκαταστήσει τις προσδοκίες, που είναι αναγκαίες για την ανάκαμψη.

Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε έκθεσή της, για την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών των «27», που δόθηκε στη δημοσιότητα στις Βρυξέλλες χθες ( 28/10/2010) .

Σε ότι αφορά την ελληνική οικονομία, επισημαίνεται ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το υψηλό εμπορικό έλλειμμα.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την Επιτροπή, η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μέσα από δράσεις όπως αυτές που προβλέπονται στο Μνημόνιο, θα επιτευχθεί με τη μείωση του επιχειρηματικού κόστους στην Ελλάδα . Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, εξακολουθούν να παρατηρούνται διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η χαμηλή εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού και η περιορισμένη τεχνολογία και ανάπτυξη.

Στην έκθεσή της, η Επιτροπή αναφέρει ότι η κατά κεφαλήν παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα κυμαίνεται σε επίπεδα λίγο υψηλότερα από το μέσο κοινοτικό όρο. Εκτιμά, επίσης, ότι παρά το πλεόνασμα που παρατηρείται στις υπηρεσίες, κυρίως χάρη στον τουρισμό και τη ναυτιλία, το έλλειμμα που διαπιστώνεται στο εμπορικό ισοζύγιο οδήγησε το 2009 σε έλλειμμα της τάξης του 11% του ΑΕΠ του τρέχοντος ισοζυγίου.

Η Επιτροπή σημειώνει, παράλληλα, ότι οι επενδύσεις στην έρευνα και την τεχνολογία ως προς το ΑΕΠ, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, παρά τη σημαντική συμβολή των προγραμμάτων της ΕΕ, και η καινοτομία στην ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εισαγόμενη τεχνολογία και τη γνώση.

Ο τομέας της μεταποίησης εκπροσωπούσε το 11% της απασχόλησης και του ΑΕΠ το 2008, με τα τρόφιμα, τα ποτά, τον καπνό, το διυλισμένο πετρέλαιο, τα βασικά μέταλλα και τα προϊόντα μετάλλου να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος.

Στην έκθεσή της, η Επιτροπή σημειώνει, τέλος, ότι οι επιδόσεις της ελληνικής βιομηχανίας σε θέματα περιβάλλοντος είναι περιορισμένες, γεγονός που οφείλεται στις αδυναμίες του ρυθμιστικού και διοικητικού πλαισίου".


Την ανάλυση ανταγωνιστικότητας ανά χώρα θα βρούμε πατώντας εδώ (πρόκειται για αρχείο .pdf, "ανοίγει" με Acrobat Reader). Τα περί της Ελλάδας αναφέρονται στις σελίδες 78 - 84, απ' όπου και ο κάτωθι πίνακας:



Την συνολική μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανταγωνιστικότητα και τις στρατηγικές ανάπτυξης μπορούμε να δούμε πατώντας εδώ (αρχείο .pdf).

Επίσης, καλό είναι να μελετήσουμε και τις μελέτες του Ευρωβαρόμετρου εδώ και εδώ (αρχεία .pdf).





Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση του International Institute for Management Development για την διεθνή ανταγωνιστικότητα (WORLD COMPETITIVENESS YEARBOOK), η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες χώρες:



(Για μεγέθυνση, μπορούμε να δούμε την κατάταξη στο link: http://www.imd.org/research/publications/wcy/upload/scoreboard.pdf).

Προκειμένου να μελετήσουμε την αναλυτική κατάσταση των εξεταζομένων χωρών, μπορούμε να επισκεφθούμε το link: https://www.worldcompetitiveness.com/OnLine/App/Index.htm, όπου υπάρχει διαδραστικός χάρτης.


Σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης, διαβάζουμε ότι:

"Με την έννοια «ανταγωνιστικότητα για μια χώρα» αναφερόμαστε στην ικανότητά της να αυξάνει τον παραγόμενο πλούτο, να αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό της και να εκμεταλλεύεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, όπως επίσης να ενισχύει τις υποδομές και τους θεσμούς της, κάνοντας τη γνώση προσβάσιμη και διαθέσιμη σε όλους, και να αναβαθμίζει το επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον. Η ανταγωνιστικότητα ορίζεται ως ο βαθμός ικανότητας μιας χώρας να παράγει, υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, αγαθά και υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των διεθνών αγορών, ενώ συγχρόνως διατηρούν και επεκτείνουν το πραγματικό εισόδημα των κατοίκων σε μια μακροχρόνια βάση. Μέσα σε ένα οικονομικό περιβάλλον, που συνεχώς εξελίσσεται και διεθνοποιείται, κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη για τόνωση της ανταγωνιστικότητας κάθε χώρας, η οποία αποτελεί μια διαρκή και σύνθετη διαδικασία, εξαρτώμενη από πολλούς παράγοντες. Η ανταγωνιστικότητα είναι από τη φύση της μια συγκριτική έννοια και προκύπτει από τις επιδόσεις της κάθε χώρας σε σύγκριση με άλλες τόσο σε μακροοικονομικό, όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο. Το ΕΣΑΑ υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του μια ευρεία και πολυδιάστατη προσέγγιση στο ζήτημα της ανταγωνιστικότητας, ανάλογη αυτής που διαπνέει την ευρωπαϊκή Στρατηγική της Λισαβόνας, έχοντας ορίσει την ανταγωνιστικότητα ως την «ικανότητα διατήρησης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας – αναβάθμισης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ενίσχυσης της απασχόλησης και της πραγματικής συνοχής, της περιβαλλοντικής προστασίας και αναβάθμισης, της διαρκούς βελτίωσης της παραγωγικότητας – υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης»



Μια σειρά εναλλακτικών ορισμών που έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια για την ανταγωνιστικότητα από διάφορους συγγραφείς και οργανισμούς:

Η εθνική ανταγωνιστικότητα είναι το πλέγμα εκείνο των παραγόντων, πολιτικών και θεσμών που προσδιορίζουν το επίπεδο της παραγωγικότητας μιας χώρας. Το επίπεδο της παραγωγικότητας, με τη σειρά του, προσδιορίζει το διατηρήσιμο επίπεδο ευημερίας που μπορεί να απολαμβάνει μία οικονομία. Με άλλα λόγια, οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες μπορούν τείνουν να είναι σε θέση να προσφέρουν υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος στους πολίτες τους. Το επίπεδο της παραγωγικότητας προσδιορίζει επίσης την απόδοση των επενδύσεων σε μια οικονομία. Καθώς οι αποδόσεις είναι οι καθοριστικοί προσδιοριστικοί παράγοντες στη μεγέθυνση των οικονομιών, μια πιο ανταγωνιστική οικονομία είναι μια οικονομία που πιθανότατα θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο μεσο- και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
(World Economic Forum 2007: 3)

Η ανταγωνιστικότητα των χωρών είναι το πεδίο εκείνο της οικονομικής θεωρίας που αναλύει τα στοιχεία και τις πολιτικές εκείνες που διαμορφώνουν την ικανότητα μιας χώρας να δημιουργεί και να διατηρεί ένα περιβάλλον που υποστηρίζει μεγαλύτερη παραγωγή αξίας για τις επιχειρήσεις και μεγαλύτερη ευημερία για τους πολίτες.
(Institute for Management Development 2006)

Ανταγωνιστικότητα είναι ο βαθμός στον οποίο ένα κράτος μπορεί, υπό συνθήκες ελεύθερης και δίκαιης αγοράς, να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια των διεθνών αγορών, διατηρώντας και αυξάνοντας ταυτόχρονα τα πραγματικά εισοδήματα των ανθρώπων μακροχρόνια.
(OECD 1992: 237)

Η ανταγωνιστικότητα ενέχει στοιχεία παραγωγικότητας, αποτελεσματικότητας και κερδοφορίας. Αλλά δεν είναι αυτοσκοπός ή απλός στόχος. Είναι ένα ισχυρό μέσο αύξησης του βιοτικού επιπέδου και της κοινωνικής ευημερίας – ένα εργαλείο για την
επίτευξη στόχων. Αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα στα πλαίσια της διεθνούς εξειδίκευσης, η ανταγωνιστικότητα προσφέρει παγκοσμίως τη βάση για την αύξηση των εισοδημάτων κατά μη πληθωριστικό τρόπο.
Competitiveness Advisory (Ciampi) Group, “Enhancing European Competitiveness”.
First report to the President of the Commission, the Prime Ministers and the Heads of State, June 1995.

Πρέπει να δούμε την ανταγωνιστικότητα ως το κύριο μέσο αύξησης του βιοτικού επιπέδου, απασχόλησης των ανέργων και εξάλειψης της φτώχειας.
Competitiveness Advisory (Ciampi) Group. “Enhancing European Competitiveness”.
Second report to the President of the Commission, the Prime Ministers and the Heads of State, December 1995

Η ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας να πετύχει διατηρήσιμα υψηλούς ρυθμούς αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
(World Economic Forum 1996: 19)

Η έννοια της ανταγωνιστικότητας περικλείει τόσο την αποδοτικότητα (επίτευξη στόχων με το μικρότερο δυνατό κόστος) όσο και την αποτελεσματικότητα (επιλογή των κατάλληλων στόχων). Αυτή η επιλογή βιομηχανικών στόχων είναι κρίσιμη. Η
ανταγωνιστικότητα περιλαμβάνει τόσο τους στόχους όσο και τα μέσα για την επίτευξή τους.
(Buckley, et al. 1988)

Ανταγωνιστικότητα σημαίνει υποστήριξη της ικανότητας των επιχειρήσεων, κλάδων, περιφερειών, χωρών ή διακρατικών περιοχών να δημιουργούν σχετικά υψηλά επίπεδα εισοδήματος και απασχόλησης των συντελεστών τους, ενώ παραμένουν
εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό.
(OECD 1996)

Η ανταγωνιστικότητα αναφέρεται στην ικανότητα μιας χώρας να πετύχει τους βασικούς στόχους της οικονομικής της πολιτικής, ιδιαίτερα την αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης, χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών της.
(Fagerberg 1996: 355)

Η ικανότητά μας να προσφέρουμε αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια του διεθνούς ανταγωνισμού ενώ οι πολίτες
μας απολαμβάνουν ένα βιοτικό επίπεδο που αυξάνεται και είναι διατηρήσιμο.
(Tyson 1992)

Μια χώρα θεωρείται ανταγωνιστική αν πουλάει αρκετά προϊόντα και υπηρεσίες, με εισοδήματα για τους συντελεστές συμβατά με τις προσδοκίες και βλέψεις (τρέχουσες και συνεχώς μεταβαλλόμενες) της χώρας, υπό συνθήκες (μακρο-οικονομικές και
κοινωνικές) που κρίνονται ως ικανοποιητικές από τους πολίτες.
(Aiginger 1996: 141)

Ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας ή περιοχής να δημιουργεί ευημερία.
(Aiginger 2006: 162)



Ως προς την μέτρηση της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας & Ανάπτυξης, διαβάζουμε τα εξής:

"Η βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας, σύμφωνα πάντα με αυτή την προσέγγιση, είναι μια σύνθετη, διαρκής διαδικασία, η οποία αναφέρεται σε όλους σχεδόν τους προσδιοριστικούς παράγοντες της οικονομικής δραστηριότητας, στην κοινωνική πρόοδο και την περιβαλλοντική προστασία και αναβάθμιση. Αρκετοί από αυτούς έχουν κατά καιρούς προβληθεί ως οι βασικότεροι για την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας, όμως, καθένας από αυτούς, χωριστά, εξηγεί μόνο μέρος της διαδικασίας. Κατά συνέπεια η αξιολόγηση της, συγκριτικά με άλλες χώρες ή/και της διαδικασίας βελτίωσης της, έγκειται στη δυνατότητα δημιουργίας ενός συστήματος δεικτών που να καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα όλης αυτής της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της χωρίς ιδιαίτερη έμφαση σε ένα δείκτη ή την αποσπασματική ερμηνεία τους. Το Εθνικό Σύστημα Μέτρησης Ανταγωνιστικότητας (ΕΣΜΑ) συμβάλλει στην άντληση πληροφοριών για τη βελτίωση ενός προσδιοριστικού παράγοντα, γεγονός που υποδηλώνει και την αποτελεσματικότητα της εφαρμοζόμενης τομεακής πολιτικής, ενώ παράλληλα, έχει ως στόχο να υποδείξει την υστέρηση σε κάποιον άλλο προσδιορίζοντας το «κενό» επίδοσης, αλλά κυρίως τη βέλτιστη πρακτική του «ανταγωνιστή» για τη βελτίωση του σχεδιασμού της πολιτικής για την ανταγωνιστικότητα. Αντικειμενικός στόχος είναι η διαρκής παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής της πολιτικής βασισμένης στην επίτευξη αποτελεσμάτων (result-based management) δια της βελτίωσης των δεικτών.Το ΕΣΜΑ χρησιμοποιεί ως αφετηρία του τον ορισμό της ανταγωνιστικότητας του ΕΣΑΑ και είναι δομημένο γύρω από την Πυραμίδα της Ανταγωνιστικότητας. Στην καρδιά του ΕΣΜΑ βρίσκεται μια εκτεταμένη βάση δεδομένων, που παρακολουθεί σε διαχρονική και συγκριτική βάση μια σειρά επιμέρους ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών ελληνικών και διεθνών οργανισμών. Μετά τη σημαντική επέκταση και αναμόρφωση της βάσης δεδομένων και του τρόπου παρουσίασης του ΕΣΜΑ που πραγματοποιήθηκε το 2006, το σύστημα συγκεντρώνει πλέον στοιχεία για 220 διαφορετικούς δείκτες, επιτρέποντας τη σύγκριση της Ελλάδας με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκή Ένωσης, καθώς και τις δύο υποψήφιες προς ένταξη χώρες, Τουρκία και Κροατία.Η Πυραμίδα Ανταγωνιστικότητας παρουσιάζει την ανταγωνιστικότητα ως δυναμική, ανατροφοδοτούμενη διαδικασία, όπου μια σειρά από «προϋποθέσεις» διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο παρεμβαίνουν οι «οριζόντιες πολιτικές και εισροές», προσδιορίζοντας έτσι τα «ενδιάμεσα αποτελέσματα της ανταγωνιστικότητας», που με της σειρά τους διαμορφώνουν τα τελικά αποτελέσματα σε όρους βιοτικού επιπέδου, απασχόλησης, ποιότητας ζωής κλπ.Προσαρμόζοντας τη σχετική διεθνή εμπειρία στις ιδιαιτερότητες των ελληνικών δεδομένων, έχει διαμορφωθεί η Πυραμίδα Ανταγωνιστικότητας, βάσει της οποίας οι διαστάσεις της ανταγωνιστικότητας επιμερίζονται σε τέσσερα επίπεδα: με αφετηρία την ύπαρξη των «βασικών προϋποθέσεων», οι «οριζόντιες πολιτικές και εισροές» συμβάλλουν στην επίτευξη των «ενδιαμέσων αποτελεσμάτων» της ανταγωνιστικότητας, τα οποία με τη σειρά τους συντελούν στην ικανοποίηση των «τελικών στόχων» της αναπτυξιακής διαδικασίας, που δεν είναι άλλοι από αυτούς που καταγράφει ο ορισμός της ανταγωνιστικότητας που δόθηκε παραπάνω: βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, απασχόληση, ποιότητα ζωής. Τα χαμηλότερα επίπεδα της πυραμίδας με τη σειρά τους επιμερίζονται σε επιπλέον συστατικά στοιχεία, κάποια εκ των οποίων θεωρούνται (βραχυχρόνια) εξωγενή (π.χ. το φυσικό περιβάλλον) και κάποια εκ των οποίων προσδιορίζονται ενδογενώς ή αποτελούν ακόμα και προϊόν συνειδητής κρατικής πολιτικής (π.χ. εκπαίδευση). Αν και η Πυραμίδα της Ανταγωνιστικότητας δεν αποτελεί το μοναδικό τρόπο σύλληψης του τρόπου συναρμογής και των στοιχείων της ανταγωνιστικότητας, εντούτοις καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα παραγόντων και συμπυκνώνει τις κυριότερες διαστάσεις της «διεθνούς συναίνεσης» για την ανταγωνιστικότητα. Διαφορετικοί μελετητές βέβαια, μπορεί να εντάξουν έναν ή περισσότερους παράγοντες σε άλλες θεωρητικές κατηγορίες, ανάλογα με το υπόδειγμα που ακολουθούν. Οι αποκλίσεις αυτές είναι αναμενόμενες, αφού η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των επιμέρους στοιχείων είναι τέτοια ώστε να υπονομεύει την υιοθέτηση απλών συνταγών και απλών σχέσεων αιτιότητας. Έτσι για παράδειγμα η ποιότητα του ανθρωπίνου κεφαλαίου μπορεί ταυτόχρονα να είναι και μοχλός και αποτέλεσμα μιας ανταγωνιστικής διαδικασίας, ενώ η σχέση μεταξύ κοινωνικής συνοχής και οικονομικής ανάπτυξης κάθε άλλο παρά μονόδρομη μπορεί να θεωρηθεί. Αναγνωρίζοντας τις αμφίδρομες εξαρτήσεις και την ύπαρξη πολλών μηχανισμών ανατροφοδότησης, το ΕΣΑΑ δε θεωρεί την πυραμίδα αυστηρά ιεραρχική, ούτε πιστεύει στην ύπαρξη αυστηρών στεγανών μεταξύ επιπέδων και επιμέρους διαστάσεων".

Η Πυραμίδα της Ανταγωνιστικότητας διαγραμματικά σχηματίζεται σύμφωνα με το ακόλουθο γράφημα:





Εξ' αφορμής όλων των παραπάνω, θέλω να σημειώσω ότι η ευθύνη του ιδιωτικού τομέα είναι μέγιστη (και συνήθως παραγνωρίζεται). Βεβαίως, επί του θέματος, θα ασχοληθούμε και σε επόμενες αναρτήσεις. Να τονίζω ότι πρόκειται για εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα και καλό θα είναι να το μελετήσετε με ιδιαίτερη προσοχή (έχουμε αναφέρει συχνά ότι δεν "υπάρχουν sos και αντι-sos θέματα, όμως ....").