"Ο νέος, επικίνδυνος ρόλος των κεντρικών τραπεζών
Πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι κεντρικοί τραπεζίτες ήταν θριαμβευτές. Είχαν νικήσει τον πληθωρισμό και είχαν δαμάσει τον οικονομικό κύκλο. Επίσης, είχαν αναπτύξει μία συναίνεση για το πώς να ενεργούν: «Eνα εργαλείο, ένας στόχος». Εργαλείο ήταν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια και στόχος η σταθερότητα των τιμών. Ο μινιμαλιστικός αυτός τύπος δέσποζε στο πνεύμα της εποχής. Οι αγορές εκτιμούσαν εύστοχα τον επενδυτικό κίνδυνο και οι τράπεζες προσέφεραν δάνεια με γενναιοδωρία. Ολα ωραία και καλά...
Οι κεντρικοί τραπεζίτες χρησιμοποιούσαν μόνον το εργαλείο του καθορισμού των επιτοκίων, στα οποία προσαρμόζονταν αυτομάτως και όλες οι αγορές. Νοιάζονταν βέβαια και για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και για την πλήρη απασχόληση, μπορούσαν όμως να προβάλουν το επιχείρημα ότι για να πετύχουν στα δύο αυτά σημεία ο καλύτερος τρόπος ήταν η σταθεροποίηση των τιμών, χωρίς την παρέμβαση των πολιτικών.
Ομως, η χρηματοπιστωτική κρίση αντέστρεψε ολοσχερώς αυτήν την πραγματικότητα. Ο οικονομικός κύκλος υποτίθεται ότι έχει νικηθεί, αλλά ο αποπληθωρισμός έχει καταστεί μεγαλύτερος εχθρός από ό, τι η ανεργία. Τα επιτόκια στις περισσότερες χώρες βρίσκονται σε μηδενικό επίπεδο, ωστόσο οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν ακόμη τα γνωστά εργαλεία.
Πριν από την κρίση, σχεδόν κάθε μεγάλη τράπεζα λειτουργούσε βάσει των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων (συνήθως overnight). To επιτόκιο αυτό, όποιο κι αν ήταν, είχε μικρότερη σημασία για την οικονομική δραστηριότητα από, για παράδειγμα, εκείνο των 12μηνων εταιρικών ή των 30χρονων στεγαστικών δανείων. Αλλά η σχέση μεταξύ αυτών ήταν αρκετά σταθερή ώστε να επιτρέπεται στις κεντρικές τράπεζες να επηρεάζουν τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και άρα ολόκληρη την οικονομία. Ομως, οι σχέσεις αυτές είχαν περιέλθει σε ένταση ήδη πριν από την κρίση, καθώς η μείωση της αποταμίευσης διεθνώς προκάλεσε την «αποσύζευξη» των μακροχρόνιων και των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων και κατά τη διάρκεια της κρίσης αποδεσμεύθηκαν τελείως.
Οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν με τη λήψη έκτακτων μέτρων και των γνωστών ριζοσπαστικών μεθόδων της «ποσοτικής χαλάρωσης», όπως αποκαλείται η περιβόητη πολιτική της quantitative easing. Δικαίως ή αδίκως, η έξοδος από την κρίση θα βρει τις κεντρικές τράπεζες με έναν μεγαλύτερο ρόλο στις αγορές και την εποπτεία τους. Αυτό θα αμφισβητήσει ένα ακόμη στοιχείο της προ του 2007 συναίνεσης: ότι θα πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο απομακρυσμένες από την πολιτική. Μέρος της ελκυστικότητας του δόγματος «ένα εργαλείο, ένας στόχος» ήταν ότι έκανε τη νομισματική πολιτική τεχνικό, και όχι πολιτικό, θέμα.
Πλέον οι διαχωριστικές γραμμές είναι περισσότερο ασαφείς. Οι μη συμβατικές οικονομικές πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί πολύ συχνά απαιτούν από τις κεντρικές τράπεζες να χορηγούν δάνεια, τα οποία ενδεχομένως να μην αποπληρωθούν στο σύνολό τους. Αλλά ακριβώς επειδή οι φορολογούμενοι είναι αυτοί οι οποίοι επωμίζονται στο τέλος τις όποιες ζημίες, οι σχέσεις κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων εμπλέκονται επικίνδυνα.
Η αναδιανομή πιστωτικών ροών και οι αυστηρότερες ρυθμίσεις σημαίνουν ότι μερικές εταιρείες θα είναι κερδισμένες και μερικές χαμένες. Χρειάζεται λοιπόν μεγαλύτερος πολιτικός έλεγχος. Επίσης, με τα επιτόκια να βρίσκονται σε μηδενικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Βρετανίας ετοιμάζονται να επαναλάβουν την «ποσοτική χαλάρωση» για να τονώσουν τις πιστωτικές ροές. Αυτό έχει συνέπειες και σε τρίτες χώρες, οι οποίες καλούνται να προσαρμόσουν και τις δικές τους πολιτικές με αποτέλεσμα να δημιουργείται σειρά πιθανών αντιτιθέμενων συμφερόντων. Η μόνη διευθέτηση που μπορεί να υπάρξει είναι πολιτικής φύσεως. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το χάσμα μεταξύ κεντρικών τραπεζών και πολιτικής να είναι λιγότερο ξεκάθαρο σήμερα. Το έργο των κεντρικών τραπεζιτών έχει μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με πριν από το 2007. Αλλά την ίδια στιγμή, οι κεντρικές τράπεζες αναμιγνύονται σε πολιτικό ρόλο.
Υπάρχει βέβαια μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική. Οι κυβερνήσεις ενδεχομένως να «μεταφέρουν» το βάρος στις εμπορικές τράπεζες στις οποίες κατέχουν υψηλό μερίδιο, όπως κάνει η ελληνική κυβέρνηση. Με το να τις αναγκάσουν να αγοράσουν κρατικά ομόλογα, αμβλύνεται το βάρος που επωμίζονται οι κεντρικές τράπεζες. Αλλά εδώ ξεκινάει ένας νέος φαύλος κύκλος..."