Διαβάζουμε στην "Ναυτεμπορική":
"Στην ετήσια σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία για τις ισοτιμίες
Ο «συναλλαγματικός πόλεμος» καλά κρατεί με τις υποφώσκουσες απειλές του να παραμένουν οι ίδιες από τη στιγμή που η συνάντηση των κορυφαίων οικονομικών αξιωματούχων του πλανήτη στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ δεν κατάφερε να καταλήξει σε συμφωνία μεταθέτοντας το θέμα στη σύνοδο κορυφής του G20 τον επόμενο μήνα, εν μέσω περιορισμένων προοπτικών επίλυσής του.
Στο μόνο που συμφώνησαν οι υπουργοί Οικονομικών του G7 είναι ότι το ΔΝΤ, που απαρτίζεται από 187 μέλη, είναι ο πιο ενδεδειγμένος οργανισμός για να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στην επίβλεψη της παγκόσμιας οικονομίας, παρακολουθώντας στενά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τις πολιτικές του πλουσίων χωρών ώστε να αποφευχθεί νέα χρηματοοικονομική κρίση. Στο τελικό ανακοινωθέν τονίζεται η δέσμευση του ΔΝΤ να ενισχύσει το ρόλο του στον τομέα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, προσδίδοντας στον επικεφαλής του, Ντομινίκ Στρος-Καν, την εντολή να λειτουργεί ως κριτής, διαιτητής και αναλυτής ούτως ώστε να χειρίζεται διενέξεις στην αγορά ξένου συναλλάγματος από κοινού με τους κυρίαρχους παίκτες, ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Κίνα και Ιαπωνία.
Η διένεξη ΗΠΑ - Κίνας
Η συνάντηση χαρακτηρίστηκε, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, από την «κρυφή» διένεξη ΗΠΑ - Κίνας, όμως τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα φαίνεται ότι περιέλαβαν τα σημεία που ήθελαν στην τελική ανακοίνωση. Η Ουάσιγκτον ζήτησε να μιλά με το ΔΝΤ με μεγαλύτερη «ειλικρίνεια» όταν συμβουλεύει χώρες σε θέματα πολιτικής και αυτός ο όρος υπάρχει στην ανακοίνωση. Το Πεκίνο από την πλευρά του είχε υπογραμμίσει την ανάγκη για μία «δίκαιη» προσέγγιση και αυτός ο όρος περιλαμβάνεται δύο φορές. Ωστόσο, οι υπουργοί Οικονομικών δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συγκεκριμένη δράση για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών στην παγκόσμια ανάπτυξη, πρόβλημα το οποίο βρίσκεται πίσω από την αυξανόμενη ένταση στην αγορά συναλλάγματος. Καμία πρόοδος δεν υπήρξε επίσης στο θέμα της μεταρρύθμισης του πλαισίου του ΔΝΤ ούτως ώστε να αποκτήσουν οι αναδυόμενες οικονομίες ισχυρότερο λόγο στην παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση.
Ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος-Καν, παραδέχθηκε την έλλειψη ουσίας στο ανακοινωθέν του διεθνούς οργανισμού, γεγονός που μεταθέτει τις ευθύνες στη σύνοδο του G20, αν και στο θέμα της μεταρρύθμισης του οργανισμού είπε ότι υπήρξε κάποια πρόοδος. Επίσης, τα μέλη του ΔΝΤ δεν κατάφεραν να υποστηρίξουν επισήμως στο τελικό ανακοινωθέν πρόταση του οργανισμού βάσει της οποίας θα δημιουργείτο πρόγραμμα πολυμερούς επίβλεψης, ιδέα που προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις από τις χώρες-μέλη. Πιο συγκεκριμένα, κάλεσαν το Ταμείο να μελετήσει ενδελεχώς πώς μπορεί να γίνει καλύτερη διαχείριση της ροής κεφαλαίων και της συσσώρευσης αποθεμάτων, όμως ανέβαλαν τη λήψη απόφασης για το επόμενο έτος.
Δηλώσεις αξιωματούχων
Πάντως, ο Στρος-Καν αποδέχθηκε το ρόλο του θεματοφύλακα νομισμάτων και ανέφερε ότι το Ταμείο θα δημοσιεύει εκθέσεις που θα τονίζουν τις σχέσεις μεταξύ διαφόρων οικονομιών στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για «συστημική σταθερότητα».
Ο διοικητής της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, δήλωσε ότι είναι «άκρως αντίθετος» σε κάθε είδους «πόλεμο νομισμάτων», αρνούμενος ωστόσο ότι ο όρος χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση.
Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ κάλεσε το ΔΝΤ να αναλάβει πιο αυστηρό ρόλο στην εποπτεία των συναλλαγματικών ισοτιμιών και στη συσσώρευση αποθεμάτων και πρωτίστως αναφερόμενος εμμέσως πλην σαφώς στην Κίνα κάλεσε τις χώρες που βασίζονται υπερβολικά στις εξαγωγές τους να αλλάξουν πολιτικές και γίνουν περισσότερο ευέλικτες. Αποποιήθηκε δε των κατηγοριών ότι η αμερικανική κυβέρνηση θέλει να χρησιμοποιήσει τη διάσωση προβληματικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ για να αυξήσει το ρόλο του κράτους στην οικονομία.
Ωστόσο, ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, Πασκάλ Λαμί, είπε ότι δεν βλέπει σημάδια εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, παρά το γεγονός ότι ΗΠΑ και Ε.Ε. κατηγορούν το Πεκίνο ότι διατηρεί εξασθενημένο το νόμισμά του για να προωθεί τις εξαγωγές του.
Από την πλευρά του, ο Ιάπωνας υπουργός Οικονομικών Γιοσιχίκο Νόντα ανέφερε ότι το G7 συμφώνησε ότι οι υπερβολικές και απότομες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν είναι επιθυμητές.
Οι μεγαλύτερες νομισματικές συμφωνίες
* Η «Χρυσή» Εποχή του Δολαρίου
Σε μία προσπάθεια να ανοικοδομήσουν το διεθνές οικονομικό σύστημα, 730 απεσταλμένοι από τις 44 συμμαχικές χώρες συναντήθηκαν στο Mount Washington Hotel στο Μπρέτον Γουντς, όπου και υπέγραψαν την ομώνυμη συμφωνία του Bretton Woods στη διάρκεια των τριών πρώτων εβδομάδων του Ιουλίου 1944. Με βάση τη συμφωνία το αμερικανικό δολάριο συνδέθηκε με το χρυσό στα 35 δολάρια η ουγκιά και όλα τα υπόλοιπα νομίσματα συνδέθηκαν και αυτά με το δολάριο σε σταθερή ισοτιμία. Επίσης, οι σχεδιαστές της συμφωνίας συνέστησαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τη Διεθνή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη, που σήμερα αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οι Οργανισμοί αυτοί άρχισαν να λειτουργούν το 1945 όταν επαρκής αριθμός χωρών επικύρωσε τη συμφωνία.
* Νέα εποχή νομισμάτων με ελεύθερη διακύμανση
Τον Αύγουστο του 1971, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον, διέκοψε μονομερώς τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, σε μία κίνηση που έμεινε γνωστή ως «σοκ Νίξον» και η οποία αντανακλούσε την επιθυμία των ΗΠΑ να υποτιμήσουν το δολάριο επειδή είχαν συσσωρεύσει χρέη τα οποία δεν μπορούσαν πλέον να πληρώνουν σε χρυσό. Αυτό όμως οδήγησε σε έναν κύκλο πτώσης του δολαρίου από το 1971 έως το 1978, οπότε ο πληθωρισμός είχε τεθεί εκτός ελέγχου στις ΗΠΑ. Τότε ακριβώς άρχισαν να αυξάνονται τα αμερικανικά επιτόκια καθιστώντας ξανά ελκυστικό το αμερικανικό ενεργητικό σε ξένους επενδυτές.
* Συμφωνία Πλάζα
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ διογκώθηκε στο 2,5% του ΑΕΠ, εξέλιξη που σήμαινε ότι οι ΗΠΑ δεν χρειάζονταν άλλο ένα ισχυρό δολάριο. Στο πλαίσιο αυτό, Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιαπωνία, ΗΠΑ και Βρετανία υπέγραψαν στο ξενοδοχείο Plaza της Νέας Υόρκης την ομώνυμη «Συμφωνία Πλάζα» στις 22 Σεπτεμβρίου 1985 σε μία προσπάθεια να υποτιμήσουν το δολάριο έναντι του ιαπωνικού γιεν και του τότε γερμανικού μάρκου παρεμβαίνοντας στις αγορές συναλλάγματος.
* Συμφωνία Λούβρου
Δύο χρόνια αργότερα, Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιαπωνία, Καναδάς, ΗΠΑ και Βρετανία υπέγραψαν στις 22 Φεβρουαρίου 1987 στο Παρίσι τη Συμφωνία του Λούβρου προκειμένου να σταθεροποιήσουν τη διεθνή αγορά συναλλάγματος και να σταματήσουν την πτώση του δολαρίου που προκάλεσε η Συμφωνία Πλάζα. Στη συμφωνία κλήθηκε και η Ιταλία η οποία όμως αρνήθηκε να την ολοκληρώσει".
Για το ίδιο θέμα, τα επόμενα άρθρα της "Καθημερινής":
" ΔΝΤ: Μη χρησιμοποιείτε τις ισοτιμίες ως όπλο για ενίσχυση των εξαγωγών
Η προειδοποίηση στην οποία προέβη την Παρασκευή ο επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος-Καν να μη χρησιμοποιήσουν οι κυβερνήσεις τα νομίσματά τους ως οικονομικό όπλο για την ενίσχυση των εξαγωγών απηχεί την ατμόσφαιρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η εξαμηνιαία σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στη Ουάσιγκτον. Υπό το βάρος της ανησυχίας για έναν επαπειλούμενο πόλεμο συναλλαγματικών ισοτιμιών πραγματοποιήθηκε, άλλωστε, και η συνάντηση της ομάδας του G20, με τους υπουργούς Οικονομιών των μεγαλύτερων αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων οικονομιών να προσπαθούν να κατευνάσουν τις εντάσεις που επικρατούν στις αγορές συναλλάγματος.
«Συναντιόμαστε σε μια κρίσιμη στιγμή καθώς το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας είναι αβέβαιο» προειδοποίησε ο κ. Στρος-Καν. Ο ίδιος δήλωσε ότι φαίνεται να επιστρέφει η ανάπτυξη, «αλλά όλοι γνωρίζουμε πως είναι εύθραυστη και άνιση». Νωρίτερα είχε, άλλωστε, επισημάνει ότι μειώνεται η διάθεση συνεργασίας μεταξύ των χωρών, μολονότι είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της παγκόσμιας οικονομίας.
Την Παρασκευή, το ευρώ άγγιξε εκ νέου τα 1,40 δολάρια, επίπεδα που ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ χαρακτήρισε υπερβολικά υψηλά. «Οσον αφορά το γουάν, έχουμε ακριβώς το ίδιο μήνυμα να στείλουμε στο Πεκίνο με τους Αμερικανούς - ανατιμήστε το», δήλωσε ο ίδιος.
Με δεδομένη τη συνεχιζόμενη υποχώρηση του δολαρίου, την άρνηση της Κίνας στις εκκλήσεις ανατίμησης του γουάν, τις παρεμβάσεις της Τράπεζας της Βραζιλίας με σκοπό την αποδυνάμωση του ρεάλ και τις αναμενόμενες παρεμβάσεις της Τράπεζας της Ιαπωνίας κατά της ανατίμησης του γιεν, ο επικεφαλής του ΔΝΤ εξέφρασε την ανησυχία του, τονίζοντας πως θα ήταν ολέθριο λάθος των χωρών να εμπλακούν σε έναν πόλεμο νομισμάτων. Δεν παρέμεινε, πάντως, ουδέτερος καθώς υιοθέτησε το αίτημα των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων για ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος. Μάλιστα, κάλεσε την Κίνα «να ανταποκριθεί ταχύτερα στις ανησυχίες για τη χαμηλή ισοτιμία του νομίσματός της αν θέλει να αυξήσει την επιρροή της στο ΔΝΤ».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ρόμπερτ Ζέλικ, που προειδοποίησε πως «αν όλα αυτά διολισθήσουν σε μια σύγκρουση ή σε μια μορφή προστατευτισμού, διακινδυνεύουμε να επαναλάβουμε τα λάθη του 1930». Από την πλευρά του, ο Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, Ολι Ρεν, παραδέχθηκε πως το ακανθώδες θέμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι στο τραπέζι των συνομιλιών του ΔΝΤ και του G20, αλλά το τοποθέτησε «στο ευρύτερο πλαίσιο της προσπάθειας να αναδιαρθρωθεί η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και να καταστεί πιο διαρκής». Οπως ανέφερε, «εξετάζουμε ποια είδη μέτρων χρειάζονται, και το ζήτημα των νομισμάτων είναι σίγουρα ένα από αυτά». Από την πλευρά της, η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών, Κριστίν Λαγκάρντ, τόνισε πως η Γαλλία σκοπεύει να θέσει ως προτεραιότητα της προεδρίας της στο G20, την οποία αναλαμβάνει το Νοέμβριο, την αναμόρφωση του διεθνούς συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η κ. Λαγκάρντ αναφέρθηκε μάλιστα στις πρόσφατες παρεμβάσεις κεντρικών τραπεζών με στόχο τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, και ιδιαιτέρως σε εκείνες της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, που, όπως υπογράμμισε, καταδεικνύουν την ανάγκη για καλύτερο συντονισμό μεταξύ των κυβερνήσεων.
Ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι συνομιλίες και διατυπώνονταν όλες αυτές οι ανησυχίες από επίσημα χείλη, η Ιαπωνία δήλωσε αποφασισμένη να παρέμβει στις αγορές για να αποτρέψει την περαιτέρω ενίσχυση του νομίσματός της. «Διατηρούμε την επιφύλαξη να λάβουμε αποφασιστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης μιας παρέμβασης αν χρειαστεί» τόνισε ο Ιάπωνας υπουργός Οικονομικών, Γιοσιχίκο Νόντα. Λίγο πιο συναινετικές ήταν οι δηλώσεις του Ιάπωνα πρωθυπουργού, Ναότο Καν, που δήλωσε πως το Τόκιο έχει τη διάθεση να συνεργασθεί με τους εταίρους του στο G7. Μία ημέρα πριν, ο υφυπουργός Οικονομικών της Ιαπωνίας είχε διαβεβαιώσει πως η χώρα του δεν έχει την πρόθεση να εμπλακεί σε έναν αγώνα υποτίμησης για λόγους εθνικού συμφέροντος, και θα παρέμβει μόνον αν είναι υπερβολικές οι κινήσεις στις αγορές συναλλάγματος".
" Πόλεμος νομισμάτων εν μέσω κρίσης
Σε 1 δισ. ευρώ υπολογίζεται το κόστος για την Ελλάδα από τη μάχη μεταξύ ευρώ, δολαρίου και γουάν
Του Λεωνιδα Στεργιου
Με την περικοπή του 13ου και 14ου μισθού πληρώνουν οι Ελληνες τον πόλεμο νομισμάτων που έχει ξεσπάσει στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα. Διότι έχει προκληθεί ανατίμηση του ευρώ, η οποία αποδυναμώνει τα μέτρα λιτότητας που λαμβάνονται στο πλαίσιο του Μνημονίου.
Ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει μεταξύ γουάν, δολαρίου και ευρώ έχει εμπλέξει και άλλες ισοτιμίες προκαλώντας επιπτώσεις στα δημοσιονομικά μεγέθη όλων των οικονομιών.
Η πιστωτική κρίση και η ύφεση ανάγκασαν μεγάλες οικονομίες του πλανήτη να προχωρήσουν σε παρεμβάσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την υποτίμηση των νομισμάτων τους. Οι ΗΠΑ μείωσαν τα επιτόκια σε μηδενικά επίπεδα και η Fed προχώρησε σε αγορές ομολόγων. Το ίδιο έκανε η Βρετανία. Το αποτέλεσμα ήταν η υποτίμηση του δολαρίου και της στερλίνας. Η υποτίμηση αυτή βοηθά τις οικονομίες να επουλώσουν πληγές της πιστωτικής κρίσης και να ανακάμψουν.
Ομως, στην οικονομία το κέρδος του ενός σημαίνει ζημιά για κάποιον άλλο. Και η υποτίμηση ενός νομίσματος σημαίνει ανατίμηση κάποιου άλλου. Ετσι, την τακτική της υποτίμησης ακολούθησαν και άλλες οικονομίες, όπως Ελβετία, Νότια Κορέα, Ταϊβάν και πρόσφατα η Ιαπωνία, ενώ το ευρώ βρέθηκε στην πλευρά των ανατιμημένων νομισμάτων, προκαλώντας πονοκέφαλο για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Το ευρώ έχει ανατιμηθεί έναντι του δολαρίου από τον περασμένο Ιούνιο κατά περίπου 15%.
Σε αυτό το περιβάλλον αναδείχθηκε ως μεγάλο «αγκάθι» η τακτική της Κίνας να διατηρεί το γουάν υποτιμημένο. Διότι αναγκάζει τις υπόλοιπες οικονομίες να προχωρούν σε μεγαλύτερες υποτιμήσεις. Εξάλλου, «η υποτίμηση είναι μεταδοτική», όπως δήλωσε την εβδομάδα που πέρασε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ. Ο επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), Ντομινίκ Στρος Καν, προειδοποίησε ότι «η τακτική αυτή οδηγεί στην καταστροφή», ενώ οι οικονομολόγοι φοβούνται ότι μπορεί να ξεσπάσει δεύτερη πιστωτική κρίση.
Η Ελλάδα
Τα μέτρα λιτότητας που λαμβάνει η Ελλάδα έχουν ως στόχο την πρόκληση «εσωτερικής υποτίμησης» για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και να επιτευχθεί η δημοσιονομική προσαρμογή. Εξάλλου, η Ελλάδα δεν μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της (ευρώ) για να έχει αντίστοιχο αποτέλεσμα.
Ομως, όταν ενισχύεται το ευρώ, περιορίζεται η «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή αποδυναμώνεται η αποτελεσματικότητα των μέτρων λιτότητας και γίνεται η δημοσιονομική προσαρμογή πιο δύσκολη. Πόσο; Ειδικοί εκτιμούν ότι η ανατίμηση του ευρώ κατά 15% κάνει πιο δύσκολη τη δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας κατά περίπου 1 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στα έσοδα που προβλέπονται από την αύξηση του ΦΠΑ ή στην εξοικονόμηση που προήλθε από την περικοπή του 13ου και 14ου μισθού και των επιδομάτων στο Δημόσιο. Ηδη, το ευρώ έχει ενισχυθεί σχεδόν κατά 15% από τον περασμένο Ιούνιο, όταν ουσιαστικά ξεκίνησε η εφαρμογή των μέτρων λιτότητας. Αν διατηρηθεί η τάση αυτή για ένα έτος, τότε το «σκληρό» ευρώ μπορεί να οδηγήσει σε λήψη επιπλέον μέτρων.
Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζονται οι επιπτώσεις αυτές. Οι καθηγητές οικονομικών Ρ. Καμπαρέλο (ΜΙΤ) και Φ. Τζιαβάζι (Bocconi University) υπολόγισαν ότι το 56% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται προς τρίτες χώρες (εκτός Ευρωζώνης) με κύριους πελάτες τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Επιπλέον, το 70% των ελληνικών εξαγωγών αφορά τον τουρισμό. Συνεπώς, η ανατίμηση του ευρώ κατά 15% σε ένα χρόνο μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών κατά περίπου 8,4% ή 1 δισ. ευρώ. Οι ίδιοι καθηγητές είχαν υπολογίσει ότι για να μειωθεί σημαντικά το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας (αύξηση ανταγωνιστικότητας) θα έπρεπε το ευρώ να υποτιμηθεί κατά 30%. Αντί γι' αυτό, η Ελλάδα λαμβάνει μέτρα λιτότητας ύψους 7,5 δισ. ευρώ τον χρόνο (κατά μέσο όρο) για την περίοδο 2010 - 2014, βάσει του Μνημονίου. Επομένως, κάθε ανατίμηση του ευρώ «ροκανίζει» μέρος των 7,5 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, κάνει τα μέτρα λιγότερο αποτελεσματικά και «πιέζει» για λήψη νέων.
Αντεπίθεση Κίνας
Το 1971 ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζον Κονάλι είχε πει: Δικό μας νόμισμα, δικό σας πρόβλημα. Υστερα από 40 χρόνια η Κίνα απαντά με την ίδια φράση. Ο πρωθυπουργός της Κίνας, Γουέν Τζιαμπάο, στη σύνοδο κορυφής Ε.Ε.- Κίνας την εβδομάδα που πέρασε, δήλωσε ότι η ανατίμηση του γουάν θα ζημιώσει τις εξαγωγικές επιχειρήσεις της χώρας που λειτουργούν με μικρό περιθώριο κέρδους. Αυτό θα προκαλέσει κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα στην Κίνα, με αύξηση της ανεργίας και πτώση της εγχώριας ζήτησης. Αλήθεια ποιος θέλει αυτή τη στιγμή να προκληθεί οικονομικό πρόβλημα στον μεγαλύτερο εξαγωγέα του κόσμου και τον μεγαλύτερο πιστωτή των ΗΠΑ που είναι η Κίνα με πλεονάσματα 2,5 τρισ. δολαρίων; Μάλλον κανείς. Ετσι, ο Γουέν Τζιαμπάο έκανε την αντιπρόταση: Ας υποτιμήσουν οι άλλες χώρες τα νομίσματά τους, δείχνοντας περισσότερο το ευρώ και απαντώντας στη σύσταση του Γιουνκέρ «να υποτιμήσει η Κίνα το γουάν». Ομως, οι ελιγμοί της Κίνας δεν σταματούν εδώ. Η Κίνα προχωρά σε αγορές ομολόγων ευρωπαϊκών κρατών, ενισχύοντας την ανατίμηση του ευρώ... Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσουν και την προθυμία της Κίνας να αγοράσει ελληνικά ομόλογα. Τώρα το υποτιμημένο γουάν αποτελεί πρόβλημα για τις άλλες οικονομίες και μεγάλο πονοκέφαλο για την Ευρωζώνη. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο και ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ ανησυχούν ότι η ισοτιμία του ευρώ είναι αυτή τη στιγμή πολύ υψηλή και πως αυτό μπορεί να επηρεάσει την εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη επιβαρύνοντας τις εξαγωγές".
" Η ώρα των νομισμάτων
Του Μπαμπη Παπαδημητριου
Παλαιότερα, οι οικονομικές κρίσεις χαρακτηρίζονταν από εντονότατα επεισόδια νομισματικού πολέμου. Η κρίση που τρέχει ακόμη σήμερα, η οποία ξεκίνησε από τα τέλη του 2007 - αρχές 2008 και εντάθηκε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο 2008, δεν είχε εμφανίσει παρόμοια σημάδια. Ολα δείχνουν όμως πως δύσκολα τελικά, και τούτη τη φορά, θα αποφύγουμε τον πόλεμο των νομισμάτων. Προοίμιο του συγκεκριμένου πολέμου είναι η διοχέτευση πρόσθετης ρευστότητας στην οικονομία.
Αυτό μπορεί να το κάνει μόνον ένας, η κεντρική τράπεζα πίσω από κάθε ένα νόμισμα, μπορεί δε να γίνει με διαφορετικούς τρόπους. Πρώτος τρόπος είναι η μείωση των επιτοκίων. Χρησιμοποιήθηκε ήδη με πολύ εντατικό τρόπο. Οι τρεις μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη, πρακτικώς, μηδενίσει το επιτόκιο στο οποίο προσφέρουν κεφάλαια στις οικονομίες «τους». Τις τελευταίες μέρες όμως, καθώς η Τράπεζα της Ιαπωνίας έριξε το επιτόκιο μεταξύ 0% και 0,1%, όλοι καταλάβαμε ότι η πολιτική επιτοκίων έχει πρακτικώς καταργηθεί. Επομένως, ένα από τα βασικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής έχει καταργηθεί.
Το άλλο μέσο πολιτικής είναι η αγορά από τις κεντρικές τράπεζες των ομολόγων που εκδίδει το κράτος. Χρησιμοποιείται ήδη με έντονο τρόπο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Fed (ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα) το έκανε πάντοτε με τις παρεμβάσεις της στην ανοικτή αγορά τίτλων. Προβλέπεται άλλωστε από το καταστατικό της. Η συγκράτηση του πληθωρισμού είναι το πρώτο μέλημα του Μπεν Μπερνάνκι, προέδρου της Fed, αλλά πρέπει να το επιτύχει χωρίς να βλάπτεται η ανάπτυξη και, επιπλέον, να φροντίζει ώστε η οικονομία να κινείται στην κατεύθυνση της πλήρους απασχόλησης. Με δύο λόγια, η κεντρική τράπεζα συμμετέχει πλήρως στον προβληματισμό, τη χάραξη και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής.
Δεν ισχύει το ίδιο για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο Ζαν Κλοντ Τρισέ, πρόεδρος της ΕΚΤ, χαίρει πλήρους ανεξαρτησίας από τους πολιτικούς και καθήκον του είναι να κρατάει τον πληθωρισμό χαμηλά. Στον βαθμό που ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται, η ευρωτράπεζα πρέπει να συμβάλει στην ανάπτυξη της οικονομίας. Η τρέχουσα κρίση άμβλυνε την αυστηρότητα με την οποία εφαρμόζεται η καταστατική αυτή εντολή. Η ΕΚΤ διοχέτευσε τεράστιες ποσότητες ρευστότητας, μαζεύοντας όμως αντίστοιχους τίτλους στον ισολογισμό της.
Ολα τούτα λειτούργησαν, αλλά μόνον ώς ένα βαθμό. Ομως, οι οικονομίες δεν «ξύπνησαν». Μπορεί η τεράστια πρόσθετη ρευστότητα που «έσπρωξαν» στις αγορές οι κεντρικές τράπεζες να «ρούφηξε» τη φούσκα των ακινήτων, να «σκούπισε» τις ζημιές των τραπεζών από τα εξωτικά προϊόντα, να «τροφοδότησε» την αγορά κρατικών ομολόγων. Η συγκυρία γύρισε θετικά. Ο βηματισμός της όμως δεν φαίνεται σίγουρος. Καθόλου σίγουρος μάλιστα. Οι μεγάλες οικονομίες δεν βρίσκουν τον δρόμο επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς για την οικονομική δραστηριότητα. Η υψηλή ανεργία δεν απορροφάται. Το κρατικό ταμείο δεν γεμίζει εύκολα από φόρους, αφού ούτε η κατανάλωση ούτε τα κέρδη των εταιρειών έχουν επιστρέψει. Επομένως, η μείωση των κρατικών ελλειμμάτων είναι δύσκολη. Ακόμη δυσκολότερη είναι η συγκράτηση του δημόσιου χρέους.
Το άλλο όπλο των κεντρικών τραπεζών είναι η νομισματική ή ποσοτική διευκόλυνση. Το έκανε η Τράπεζα της Αγγλίας, το σταμάτησε για μερικούς μήνες και σίγουρα θα το ξαναρχίσει. Το κάνει, όπως σημειώσαμε, η Ομοσπονδιακή των ΗΠΑ. Δεν το κάνει η ΕΚΤ. Μετά όμως την επίσημη πρόθεση της ιαπωνικής κεντρικής τράπεζας να το (ξανα) κάνει, δύσκολα θα απόσχουν τα άλλα κράτη από τη χρησιμοποίηση ενός αποτελεσματικού (;) μέσου για την αναζωογόνηση των οικονομιών τους.
Η απόσταση μεταξύ χαμηλών επιτοκίων και νομισματικής τροφοδότησης είναι απίθανα μικρή. Ο συντονισμός που επιδίωξαν οι 24 μεγάλες χώρες οδεύει ταχύτατα στην αποτυχία. Η προστασία από τις εξαγωγές των άλλων ισοδυναμεί με ελιξίριο ανάκαμψης της οικονομίας. Βγάζει μάλιστα τους υπευθύνους οικονομικής πολιτικής από μεγάλους μπελάδες. Δεν χρειάζεται να πείσουν κανέναν γιατί και πώς δικαιολογείται, μισθοί, συντάξεις και άλλα «εθνικώς» διαμορφούμενα εισοδήματα, να χάσουν ένα κομμάτι από τη «διεθνή» αγοραστική αξία τους. Αλλά η αρρώστια επανέρχεται δριμύτερη.
Πολλοί πιστεύουν ότι μια ανταγωνιστική υποτίμηση είναι πάντοτε ωφέλιμη. Η ελληνική εμπειρία (1983, 1985) δείχνει το απολύτως αντίθετο. Μόνον το 1998, επειδή κλειδώσαμε το ευρώ, μπορεί να θεωρηθεί «επωφελής». Αυτό που, σε κάθε περίπτωση, θα επιβεβαιώσει ο πόλεμος των νομισμάτων, που είναι έτοιμος να ξεσπάσει, είναι πόσο καλύτερα θα είναι η Ελλάδα μέσα στο ευρώ, παρά έξω από αυτό. Με την προϋπόθεση ότι όλη μας η προσοχή θα βρίσκεται πλέον στραμμένη στην πραγματοποίηση περισσότερων, βαρύτερων, πιο σύνθετων επενδύσεων. Ανεξαρτήτως νομίσματος προέλευσης. Η σωτηρία για την ελληνική οικονομία δεν θα έρθει επειδή θα υποτιμήσουμε την εργασία μας, αλλά επειδή θα την καταστήσουμε πιο ανταγωνιστική, πιο σύνθετη και, αν ήταν ποτέ δυνατόν, ανεκτίμητη!"
Για το ίδιο θέμα, διαβάζουμε στο "Βήμα" τα επόμενα άρθρα:
"Διεθνής Τύπος: «Νικήτρια» η Κίνα στον «πόλεμο των νομισμάτων» - Κίνδυνος για έναν «πόλεμο του εμπορίου»
«Χαράχτηκε η γραμμή για τον πόλεμο των νομισμάτων» είναι ο τίτλος των βρετανικών «Financial Times», με την εφημερίδα να επισημαίνει ότι «προβλέπονται νέες μάχες στον πόλεμο των νομισμάτων μετά τις συναντήσεις υπουργών οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών μέσα στο Σαββατοκύριακο, οι οποίες έληξαν χωρίς καμία απόφαση».
«Οι θέσεις των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου παρέμειναν εκ διαμέτρου αντίθετες όσο ποτέ» όσον αφορά στο ζήτημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, σχολιάζει η εφημερίδα. «Η Κίνα κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι αποσταθεροποιεί με την χαλαρή πολιτική της αθρόας εισροής κεφαλαίων τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με τις ΗΠΑ να επιμένουν ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρέπει να εμμείνει στο θέμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τα αποθεματικά της Κίνας».
Η βρετανική εφημερίδα προβλέπει ότι «η απουσία κάποιας συμφωνίας ουσίας στις προτεινόμενες αλλαγές του ΔΝΤ ενδέχεται να επιδεινώσει την νομισματική αστάθεια τους προσεχείς μήνες μέχρι τη σύνοδο του G20 στη Σεούλ».
«Το ανακοινωθέν μετά τη σύνοδο του ΔΝΤ κάνει λόγο για χώρες οι οποίες «συνεργάζονται», αλλά δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι οι πιο ισχυρές οικονομίες μπορούν να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία για οποιοδήποτε από τα θέματα που τις χωρίζουν». Ο Ντομινίκ Στρος-Καν, επικεφαλής του ΔΝΤ, κάλεσε τις χώρες να μην μείνουν απλώς στα λόγια, αλλά να πάρουν συγκεκριμένα μέτρα». «Οι ενδείξεις ωστόσο ότι η Κίνα θα επιτρέψει στο νόμισμά της να ανατιμηθεί πιο γρήγορα, είναι ελάχιστες, προς μεγάλη απογοήτευση των ΗΠΑ», επισημαίνει η εφημερίδα, η οποία σχολιάζει ότι «αυτή η πίεση προς την Κίνα συναντά πλέον μεγαλύτερη αντίδραση, με τον κεντρικό τραπεζίτης της χώρας Σου Σιαοτσουάν να δηλώνει στη σύνοδο του ΔΝΤ ότι «η έμφαση που έχει δοθεί στο ζήτημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι μονόπλευρη».
Επικαλούμενη δηλώσεις του κ. Εσουαρ Πρασάντ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ, η εφημερίδα σχολιάζει ότι «η επιθετική στάση της Κίνας κατά της κριτικής για τη νομισματική της πολιτική, με το να επικεντρώνεται στις χαλαρές νομισματικές πολιτικές και τα αυξανόμενα δημόσια χρέη των αναπτυγμένων οικονομιών αντανακλά την ισχυρή και αυξανόμενη αντίστασή της στις διεθνείς πιέσεις».
«Το ΔΝΤ, για να ανακτήσει την πρωτοβουλία, πρότεινε έναν νέο μηχανισμό ο οποίος θα ενισχύσει τον έλεγχο που ασκεί ο οργανισμός στις πολιτικές διαφορετικών χωρών», γράφει η εφημερίδα. Για να καταλήξει: «Οι ειδικοί ωστόσο δεν θεωρούν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιλύσει τις βαθιές διαφορές πολιτικής», των χωρών.
Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινείται, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Wall Street Journal. «ΟΙ ΗΠΑ αυξάνουν την πίεση προς την Κίνα», είναι ο τίτλος του πρωτοσέλιδου άρθρου της εφημερίδας, η οποία υποστηρίζει ότι «Η Αμερική θα προσπαθήσει να αυξήσει και άλλο την πίεση προς την Κίνα όσον αφορά στη νομισματική πολιτική της μετά την αποτυχία της συνόδου του ΔΝΤ να καταλήξει σε συμφωνία για τις κινήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών».
«Αξιωματούχος της κυβέρνησης Ομπάμα εξέφρασε την ικανοποίησή του που το ζήτηματης νομισματικής πολιτικής της Κίνας μπήκε στο επίκεντρο της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και είχε την αίσθηση ότι το Πεκίνο ανταποκρίνεται στις προσπάθειες των ΗΠΑ για μεγαλύτερη ανατίμηση του γουάν. Ο αξιωματούχος τόνισε ωστόσο ότι πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη πίεση για να μην υποχωρήσει η Κίνα», γράφει η εφημερίδα.
«ΗΠΑ, ευρωπαϊκά κράτη και κάποιες αναδυόμενες οικονομίες εκφράζουν παράπονα ότι η Κίνα κρατά σκοπίμως υποτιμημένο το νόμισμά της για να ενισχύσει τις εξαγωγές της. Προκειμένου να μπορέσουν να την ανταγωνιστούν, η Ιαπωνία, ην Νότια Κορέα, η Βραζιλία και άλλες χώρες έχουν λάβει μέτρα για να μειώσουν την αξία και των δικών τους νομισμάτων, οδηγώντας στο φόβο ότι οι συγκεκριμένες προσπάθειες ενδέχεται να προαναγγέλλουν έναν πόλεμο του εμπορίου».
«Οι ΗΠΑ αναμένεται να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στο θέμα των νομισματικών ισοτιμιών στη σύνοδο του G20 το Νοέμβριο στη Σεούλ», γράφει η αμερικανική εφημερίδα, η οποία επισημαίνει- απειλητικά- ότι «η Αμερική διαθέτει και άλλα μέσα πίεσης τα οποία ωστόσο δεν επιθυμεί να τα ασκήσει.
Ένα από αυτά διατυπώνεται σε «εξαμηνιαία έκθεση την οποία το υπουργείο Οικονομικών πρέπει να δημοσιοποιήσει έως την Παρασκευή και η οποία εξετάζει κατά πόσο οι συναλλαγματικές ισοτιμίες- και αυτή του κινεζικού νομίσματος- είναι «κατευθυνόμενες». «Ο κ. Γκάιτνερ», γράφει η εφημερίδα, «έχει καταθέσει στο Κογκρέσο ότι η καταστρατήγηση του γουάν από την Κίνα ενδέχεται να είναι αντιπαραγωγική. Ενα τέτοιο εύρημα, βάσει του νόμου για το εμπόριο του 1988, απαιτεί από ΄τις ΗΠΑ να μπουν σε διάλογο με το Πεκίνο (κάτι που ήδη γίνεται) και ανοίγει το δρόμο για τις αμερικανικές εταιρίες να ασκήσουν αντίποινα στο Πεκίνο».
Η αμερικανική εφημερίδα επισημαίνει επίσης ότι ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και ο Λευκός Οίκος προσπάθησαν να ασκήσουν πίεση στην Κίνα επισημαίνοντας ότι υπάρχει ένα νομοσχέδιο το οποίο πέρασε στη Βουλή των Αντιπροσώπων τον περασμένο μήνα και διευκολύνει ουσιαστικά τις αμερικανικές εταιρείες να κερδίσουν δικαστικές αποφάσεις έναντι της Κίνας, βάσει του επιχειρήματος ότι η εκούσια υποτίμηση του γουάν ισοδυναμεί με επιδότηση των κινεζικών εξαγωγών. «Το υπουργείο Οικονομικών φοβάται ωστόσό ότι ένα τέτοιο νομοσχέδιο μπορεί να αποβεί μπούμερανγκ και να πυροδοτήσει έναν εμπορικό πόλεμο», τονίζει η αμερικανική εφημερίδα.
Στην αποτυχία των «επικεφαλής της παγκόσμιας οικονομίας να καταλήξουν σε συμφωνία για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες», επικεντρώνεται και το διεθνές οικονομικό πρακτορείο Bloomberg".
"Φαύλος κύκλος «ανταγωνιστικών υποτιμήσεων»
Οπως τη δεκαετία του 1930, όταν οι υποτιμήσεις επιδείνωσαν τη Μεγάλη Κρίση, έτσι και τώρα τα κύματα του οικονομικού προστατευτισμού απειλούν την εύθραυστη ανάπτυξη της Δύσης
Μαρίτα Ζήκου
Η πραγματική κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας παρουσιάζεται πολύ πιο ασθενής από ό,τι προσδοκούσε η πολιτική και οικονομική ελίτ στον πλούσιο κόσμο. Αποδεικνύεται πράγματι ότι είναι μία από τις αναιμικότερες οικονομικές ανακάμψεις στην ιστορία εξαιτίας της ασθενικής ζήτησης σε όλον τον κόσμο. Για τον λόγο αυτόν και οι πολιτικοί ηγέτες προσπαθώντας να «ασφαλίσουν» τις οικονομίες τους και τις ελάχιστες θέσεις εργασίας στις αγορές τους έχουν καταφύγει σε έναν φαύλο κύκλο «ανταγωνιστικών υποτιμήσεων» των νομισμάτων τους και αδιαφορούν για το ότι η συναλλαγματική πολιτική τους αποτελεί στην ουσία την εξαγωγή της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας τους στον γείτονα. Οπως τη δεκαετία του 1930, όταν οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις επιδείνωσαν τη Μεγάλη Κρίση, έτσι και τώρα τα κύματα του οικονομικού προστατευτισμού απειλούν την εύθραυστη ανάπτυξη των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Πινγκ πονγκ
Ουσιαστικά ωστόσο οι αγορές παίζουν το επικίνδυνο συναλλαγματικό πινγκ πονγκ μεταξύ των δύο ισχυρότερων χωρών του κόσμου, των ΗΠΑ και της Κίνας, το οποίο συνεχώς πυροδοτεί η ασθενής ζήτηση παγκοσμίως. Ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ προειδοποίησε ότι η αναγκαία εξισορρόπηση της οικονομίας απειλείται από τις χώρες που εμποδίζουν την άνοδο της αξίας των νομισμάτων τους. Ενα μήνυμα με στόχο κυρίως το Πεκίνο, καθώς οι υπόλοιπες χώρες στην πραγματικότητα έχουν εγκλωβιστεί στα διασταυρούμενα πυρά των δύο ηγετικών οικονομιών. Η Ιαπωνία, η Ελβετία, η Βραζιλία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν κ.ά. παρεμβαίνουν ώστε να περιορίσουν την ανατίμηση των νομισμάτων τους.
Μιλώντας την περασμένη Τετάρτη στο Βrookings Ιnstitution και χρησιμοποιώντας τον όρο «ανταγωνιστικές μη ανατιμήσεις» που διετύπωσε ο Εντουιν Μ.Τρούμαν, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών και της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, και όχι τον όρο «ανταγωνιστικές υποτιμήσεις» της δεκαετίας του 1930, ο κ. Γκάιτνερ προειδοποίησε για τον κίνδυνο τόσο «του πληθωρισμού και της φούσκας στις αγορές των αναδυόμενων οικονομιών» όσο και του «πλήγματος της καταναλωτικά οδηγούμενης ανάπτυξης χάριν των εξαγωγών». Σημειωτέον ότι το ισχυρότερο κλαμπ των τραπεζιτών στον κόσμο, το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, έκανε έκκληση για επανάληψη μιας παγκόσμια συντονισμένης πολιτικής που θα επιληφθεί της επικίνδυνα κλιμακούμενης μονομερούς τάσης αντιμετώπισης των επίμαχων διαφορών σε νομίσματα, εμπόριο και μακροοικονομικά προβλήματα. Με εξαίρεση όμως τον Απρίλιο του 2009, όταν οι ηγέτες του G20 επέδειξαν έναν άνευ προηγουμένου συντονισμό στις προσπάθειές τους αποφασίζοντας όλοι μαζί τα γενναιόδωρα πακέτα τόνωσης των οικονομιών και τα μηδενικά σχεδόν επιτόκια και ανασύροντας τον κόσμο από τη χειρότερη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση των τελευταίων 80 ετών, στη συνέχεια δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σε συγκεκριμένα μέτρα ώστε να εξισορροπηθούν οι τεράστιες ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας. Να συμφωνήσουν ένα σύνολο αρχών με στόχο τη μείωση των ανισορροπιών που υπάρχουν στο παγκόσμιο εμπόριο και στα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κεντρικών τραπεζών εξαιτίας των ισοτιμιών των νομισμάτων. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας, ο Μέρβιν Κινγκ, έχει δηλώσει ότι η καταστροφική χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια του τεράστιου εμπορικού πλεονάσματος κυρίως της Κίνας και των άλλων ασιατικών χωρών.
Αρνούνται ακόμη και να συζητήσουν το επίμαχο αυτό ζήτημα διότι υπάρχουν κολοσσιαίες διαφορές οικονομικών συμφερόντων. Οι χώρες με εμπορικά πλεονάσματα όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Γερμανία, έχοντας συσσωρεύσει τεράστιες ποσότητες συναλλαγματικών διαθεσίμων, απαιτούν δημοσιονομική πειθαρχία από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη ώστε να προστατευθεί η αξία του χαρτοφυλακίου τους. Από την άλλη, οι ΗΠΑ και οι άλλες ελλειμματικές χώρες απαιτούν την ταχύτατη ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος, του γουάν, σε συνδυασμό με μέτρα τόνωσης της ζήτησης ώστε οι οικονομικοί ρυθμοί ανάπτυξης να οδηγούνται από την κατανάλωση και όχι από τις εξαγωγές. Επισημαίνεται ότι η υποτίμηση του γουάν έναντι του δολαρίου αποτελεί τη βασικότερη αιτία ανισορροπίας όχι μόνο της αμερικανικής οικονομίας αλλά και της παγκόσμιας.
Οι αγορές με την τρέχουσα συμπεριφορά τους προεξοφλούν ότι θα συνεχιστεί ο πόλεμος των νομισμάτων. Δεν εξηγείται αλλιώς γιατί το δολάριο βυθίζεται και ο χρυσός σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Η συνεχής εξασθένηση της αξίας του δολαρίου έχει στρέψει τους επενδυτές, θεσμικούς και κερδοσκόπους, στην ασφάλεια του χρυσού, καθιστώντας και πάλι επίκαιρη τη θεωρία του 19ου αιώνα ότι ο χρυσός αποτελεί πραγματικό χρήμα".
Μέσα σε όλα αυτά, έχουμε και την εκτίμηση της Γερμανίας για την ισοτιμία των νομισμάτων:
Γερμανία: Ούτε το δολάριο, ούτε το γουάν αντιστοιχούν στην πραγματική τους αξία
Ο εκπρόσωπος της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ δήλωσε σήμερα, Παρασκευή, ότι οι πορείες του «δολαρίου και του γουάν» δεν αντιστοιχούν «στην πραγματική τους αξία».
«Το γουάν πρέπει να αντιστοιχεί στην πραγματική του αξία» δήλωσε ο εκπρόσωπος στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου στο Βερολίνο, επαναλαμβάνοντας τη θέση που έχει ήδη διατυπώσει η Γερμανίδα καγκελάριος.
«Αλλά θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει λέγοντας ότι το δολάριο, όταν τεράστια ποσότητα ρευστού διοχετεύεται στην αμερικανική αγορά, εκ των πραγμάτων υποτιμάται προοδευτικά, και ως εκ τούτου [η πορεία του δολαρίου] δεν αντιστοιχεί ακριβώς στην πραγματική του αξία», κατέληξε ο εκπρόσωπος".
Επί του ιδίου ζητήματος και το άρθρο του Paul Krugman:
"Ακαρπες οι παρεμβάσεις κεντρικών τραπεζών
Εχω ακούσει αρκετούς φίλους να διατείνονται ότι οι αμοιβαίες παρεμβάσεις μεγάλων οικονομιών στις αγορές συναλλάγματος να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμες. Η λογική τους είναι σαφής: εναπόκειται στα κράτη να τυπώνουν χρήμα. Και υπάρχει επίσης το ιστορικό επιχείρημα του Αϊχενγκριν ότι οι υποτιμήσεις που έγιναν τη δεκαετία του 1930 για λόγους ανταγωνιστικούς απέβησαν αρκετά χρήσιμες. Ωστόσο δεν πιστεύω ότι το επιχείρημα αυτό ισχύει. Σε έναν υποθετικό συναλλαγματικό πόλεμο, κατά τον οποίο η Fed θα αγόραζε ευρώ και η ΕΚΤ δολάρια, το αποτέλεσμα θα ήταν ουδέτερο. Η πρακτική αυτή δηλαδή ούτε θα έβλαπτε ούτε θα ωφελούσε.
Γιατί; Τα χρόνια του 1930 οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις είχαν νόημα επειδή πολλές χώρες ακολουθούσαν τον κανόνα χρυσού και κρατούσαν τα επιτόκιά τους σημαντικά υψηλότερα από το μηδενικό επίπεδο για να διατηρήσουν μέσα στα θησαυροφυλάκιά τους τα διαθέσιμά τους σε χρυσό. Με την υποτίμηση του νομίσματός τους καθιστούσαν ακριβότερο τον χρυσό στην εσωτερική αγορά. Σήμερα τα επιτόκια είναι οιονεί μηδενικά. Μια αμοιβαία παρέμβαση δύσκολα θα αποκτούσε νόημα. Διότι ας υποθέσουμε ότι η Fed αγοράζει ένα μάτσο ευρώ και η ΕΚΤ ένα μάτσο δολάρια. Ας υποθέσουμε επίσης ότι πράττουν αυτό που συνηθίζεται, δηλαδή κρατούν τις επενδύσεις τους σε κρατικά ομόλογα. Θα ήταν σαν η κάθε κεντρική τράπεζα να αγόραζε στην αγορά τα ομόλογα που η ίδια εκδίδει. Θα έπεφταν έτσι σε μια παγίδα παρεμβάσεων με μηδενικό αποτέλεσμα. Και αυτό επειδή είναι τα επιτόκια μηδενικά.
Είναι προφανές ότι οι παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος δεν εξυπηρετούν σε τίποτε".