Στο άρθρο του "Economist" αναλύεται η ενέργεια της Ιρλανδίας να αντλήσει περισσότερα δανειακά κεφάλαια, προκειμένου να ανταπεξέλθει ευκολότερα στις μελλοντικές αποπληρωμές:
" Τα όρια του δημοσίου χρέους
Γιατί η Ιρλανδία κατάφερε να δανειστεί από τις αγορές, ενώ η Ελλάδα κατέφυγε στο ΔΝΤ
Oταν η χρηματοπιστωτική κρίση απείλησε εκ νέου την ιρλανδική οικονομία, τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση έλαβε πρωτόγνωρα μέτρα. Ακύρωσε κατ' αρχάς όλες τις δημοπρασίες ομολόγων που είχαν δρομολογηθεί μέχρι τα τέλη του έτους. Η υλοποίηση αυτής της απόφασης, όμως, ήταν εφικτή επειδή η χώρα διαθέτει επαρκή κεφάλαια μέχρι τον επόμενο Μάιο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών, η υπηρεσία διαχείρισης του κρατικού χρέους (ΝΤΜΑ), η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Οικονομικών, έχει συντηρήσει ένα εφεδρικό «ταμείο» κεφαλαίων, της τάξεως των 20 δισ. ευρώ, αντίστοιχο του 12% του ΑΕΠ. Ωστόσο, δεν περιόρισε το εύρος της έκθεσης σε τίτλους μακροπρόθεσμης λήξης, με αποτέλεσμα να μη δέχεται άμεσες και συχνές πιέσεις αναχρηματοδότησης.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά ότι μέσα στον επόμενο χρόνο, η Ιρλανδία θα είναι η μοναδική χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου που θα πρέπει να αντεπεξέλθει στην πρόκληση της χρηματοδότησης του υψηλότερου δημοσιονομικού ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ. Αλλά οι ανάγκες δανεισμού αφορούν μόνο ένα μετριοπαθές κομμάτι του χρέους, που προσεγγίζει τις ημερομηνίες ωρίμασης. Αντίθετα, οι μεγάλες ανάγκες δανεισμού της Ελλάδας ανάγκασαν τη χώρα να στραφεί στο ΔΝΤ.
Η επιδεξιότητα της Ιρλανδίας στην άντληση κεφαλαίων δεν είναι μια αρετή με χαμηλό κόστος. Κοστίζει περισσότερο να εκδίδει μια χώρα μακροπρόθεσμα αντί για βραχυπρόθεσμα ομόλογα. Ο Aντονι Λένιχαμ της ΝΤΜΑ υπογραμμίζει ότι η συντήρηση ενός εφεδρικού ταμείου κεφαλαίων εξυπηρετείται με την καταβολή υψηλών τόκων και οδηγεί σε υψηλότερο χρέος ως προς το ΑΕΠ, σύμφωνα με τα λογιστικά κριτήρια της Eurostat. Αλλά οι αγορές, τουλάχιστον, γνωρίζουν ότι η Ιρλανδία έχει εξασφαλίσει τις άμεσες ανάγκες χρηματοδότησης της οικονομίας.
Ο τρόπος που δανείζονται οι χώρες δεν προσελκύει την προσοχή των επενδυτών όσο το ύψος του χρέους. Ακόμη και οι διαχειριστές χρέους στις πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου επικεντρώνονταν στο κόστος του δανεισμού, δηλαδή στο ύψος των τοκομεριδίων. Oχι πια. Πολλοί δίνουν πλέον βάρος στην εξασφάλιση μιας συνεχούς ροής χρηματοδότησης. Ορισμένοι, για παράδειγμα, περιορίζουν τον όγκο των βραχυπρόθεσμων ομολόγων ούτως ώστε να μην καταφεύγουν συστηματικά στις αγορές για την αναχρηματοδότηση χρέους. Οι ΗΠΑ ήταν το 2008 εξαρτώμενες σε βραχυπρόθεσμους τίτλους του Δημοσίου για να χρηματοδοτήσουν ένα αυξανόμενο χρέος. Eκτοτε έχουν μεταφέρει τις περισσότερες υποχρεώσεις του κράτους σε μακροπρόθεσμα ομόλογα. Το ποσοστό του χρέους των ΗΠΑ, που ωριμάζει εντός δωδεκαμήνου, μειώθηκε από το 45% που ίσχυε το 2008 στο, μόλις, 30%, δηλαδή σε ένα ιστορικά χαμηλό επίπεδο.
Ο μεγαλύτερος φόβος για την κυβέρνηση μιας χώρας είναι να μην καταφέρει να αντλήσει χρήματα από την αγορά, διότι συμβολίζει την απώλεια της ψήφου εμπιστοσύνης των επενδυτών. Η έλλειψη ρευστού που μπορεί να προκύψει δεν είναι τόσο ανησυχητική. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, συνέβη ακριβώς αυτό τον Μάρτιο του 2009. Αν και αποτέλεσε μια μικρή ανωμαλία, προκλήθηκε αναστάτωση στις αγορές και διόλου κολακευτικά σχόλια από τον Τύπο".