" Δύο Ελλάδες
Ο συνομιλητής μας είναι υπεργολάβος δημοσίων έργων· έχει αναλάβει πολλές χωματουργικές εργασίες σε μεγάλες κατασκευές, από οδικά έργα έως δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης. Στα πενήντα-κάτι, ο Α. θεωρείται επιτυχημένος επιχειρηματίας, οικονομικά ευκατάστατος και κυρίως, άνθρωπος της πιάτσας: γνωρίζει πώς παίρνονται οι δουλειές, πώς «λιπαίνεται» το σύστημα, πώς υπερτιμολογείς, πώς απασχολείς ανασφάλιστους λαθρομετανάστες, πώς κινείς μαύρο χρήμα.
Ο Α. δεν ανησυχεί για την κρίση. Θ’ αντέξει ο Ελληνας –υποστηρίζει–, έχει χρήμα κρυμμένο, δεν βλέπεις τις ταβέρνες, τα γιωτα-χι... Ποια ανεργία; Δεν φοβάται ανεργία, ο Ελληνας θα την βρει την άκρη... Ο Α. πιστεύει ότι δεν υπάρχει κρίση, ότι η ανεργία δεν απειλεί παρά μόνον τους τεμπέληδες και τους βλάκες. Είναι επίσης βέβαιος ότι δεν θα τιμωρηθεί πολιτικά κανείς ανάξιος κυβερνήτης. Οι εκτιμήσεις του είναι μείγμα ανεδαφικότητας, πραγματισμού και κυνισμού. Κρίνει τον κόσμο της εργασίας και των επιχειρήσεων εξ ιδίων· η δική του εμπειρία, εμπειρία μαύρου χρήματος, λαδώματος, εκμετάλλευσης και σκληρής εργασίας, είναι η τυπική εμπειρία του αυτοδημιούργητου της μεταπολίτευσης. Είναι φτιαγμένος με τα υλικά της παραοικονομίας, θηρευτής και καιροσκόπος στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Εξ ου και δεν αντιλαμβάνεται το αναδυόμενο περιβάλλον στενότητος και ύφεσης ή τις απαιτήσεις για εξορθολογισμό βασικών λειτουργιών. Δεν μπορεί και δεν θέλει να καταλάβει.
Ο Β. είναι επιστήμονας και επιχειρηματίας. Εστησε επιτυχημένα οινοποιεία για λογαριασμό τρίτων, έκανε μεγάλες επιτυχίες με τα κρασιά του, έστησε δικές του επιχειρήσεις. Καινοτόμος, συγκροτημένος, τολμηρός και πάντα στο φως: ο Β. δεν διακινεί ούτε φιάλη, ούτε ρώγα, χωρίς παραστατικό, τα βιβλία των εταιρειών του τριπλοελέγχονται, οι εξαγωγές του τριπλοτσεκάρονται, από απαιτητικούς πελάτες και τράπεζες. Εχει βασανισμένη γνώμη για το τι προϊόντα πρέπει να παράγει η χώρα, εφ’ όσον βέβαια αποφασίσει να παράγει: προϊόντα με χαρακτήρα, ποιοτικά, ανταγωνιστικά. Εχει ολοκληρωμένη άποψη για τις δομικές ασθένειες της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης, της γεωργίας και της οινοποιίας εν προκειμένω.
Αυτός ο επιχειρηματίας ανησυχεί για την κρίση που πλήττει τη χώρα. Αναλύει πώς ο συρρικνούμενος αγροτικός πληθυσμός απώλεσε το εισόδημά του: αποκοιμήθηκε με τις επιδοτήσεις, ξόδεψε υπέρογκα ποσά για νεοπλουτίστικο εκμηχανισμό, έριξε τα χρήματά του σε οικοδομές και κατανάλωση, στηρίχθηκε στην εργασία μεταναστών, δεν προστάτεψε την ποιότητα και τον χαρακτήρα των προϊόντων του... Τώρα, ο μεν μικρός κλήρος του απειλείται από το real estate, το δε υποβαθμισμένο προϊόν του δεν έχει ζήτηση ή δεν πιάνει τιμή.
Ο Α. και ο Β., επιχειρηματίες στην ίδια περίπου ηλικία, εργάσθηκαν σκληρά στο ίδιο περίπου περιβάλλον. Με διαφορετικές μεθόδους, επέτυχαν. Ο ένας δεν βλέπει να υπάρχει πρόβλημα, δεν βλέπει ότι πρέπει κατεπειγόντως να αλλάξει κάτι. Ο άλλος βλέπει την κρίση, ανησυχεί για την ύφεση, εργάζεται σκληρά για να την υπερνικήσει. Είναι δύο όψεις της Ελλάδας, σήμερα· και δεν είναι οι μόνες".