Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Ανομολόγητες (προς το παρόν) προτεραιότητες

Οπως διαβάζουμε στο "Βήμα":

"Οι αντίθετες πολιτικές Μπερνάνκι - Βέμπερ πλήττουν το δολάριο και ενισχύουν το ευρώ
Ο αμερικανός τραπεζίτης ετοιμάζει νέα παροχή ρευστότητας, ενώ ο Γερμανός ζητεί λήξη προγράμματος

Μαρίτα Ζήκου

Η πρόθεση του προέδρου της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Μπεν Μπερνάνκι και των άλλων αμερικανών κεντρικών τραπεζιτών να πλημμυρίσουν με νέο χρήμα την οικονομία τον Νοέμβριο και η επιλογή αντιθέτως του Αξελ Βέμπερ, προέδρου της Μπούντεσμπανκ και μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), να ζητήσει την άμεση λήξη του προγράμματος παροχής ρευστότητας, βύθισαν το δολάριο και αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον για το ευρώ. Το ενιαίο νόμισμα άρχισε να κάνει ράλι και από τα 1,3775 δολάρια έφθασε ως τα 1,3935 δολάρια.

Ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης δήλωσε χθες ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να σταματήσει το πρόγραμμα αγοράς των προβληματικών κρατικών ομολόγων. Μιλώντας από τη Νέα Υόρκη έκανε τις αυστηρότερες ως σήμερα δηλώσεις για το επίμαχο αυτό πρόγραμμα, σηματοδοτώντας έτσι ότι ήρθε η ώρα για την απόσυρση όλων των μέτρων- επείγοντος χαρακτήραπου έχει λάβει η ευρωτράπεζα. Συγχρόνως, μόλις μία εβδομάδα πριν, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ αρνήθηκε να αναφερθεί στο χρονοδιάγραμμα για τη στρατηγική εξόδου της κεντρικής τράπεζας. «Αναφορικά με τις δύο διαστάσεις της εξόδου, που απαρτίζονται από τη λήξη των αναρθόδοξων μέτρων παροχής ρευστότητας και από την ομαλοποίηση της πολύ επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο από μια πρόωρη έξοδοόσο και από μια καθυστερημένη» δήλωσε ο κ. Βέμπερ και υπογράμμισε ότι «πιστεύω ότι ο τελευταίος κίνδυνος είναι μεγαλύτερος του πρώτου».

Η ΕΚΤ προκειμένου να αποτρέψει το κίνδυνο ενός καταστρεπτικού παγώματος στις αγορές ομολόγων των ασθενών οικονομιών της ευρωζώνης και κυρίως της χώρας μας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, με σοβαρότατες οικονομικές συνέπειες, αποφάσισε να προβεί σε αγορές του χρέους. Ομως η απόφαση δεν πάρθηκε με μεγάλη πλειοψηφία. Αρκετοί ευρωτραπεζίτες αρνήθηκαν φοβούμενοι ότι η αγορά των προβληματικών κρατικών ομολόγων θα αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό και ότι θα επιβραβεύσει την ανεύθυνη δημοσιονομική συμπεριφορά. Σφοδρός πολέμιος της απόφασης ήταν ο κ. Βέμπερ, αλλά και οι πολιτικοί της Γερμανίας.

Παρ΄ ότι η ΕΚΤ δεν τύπωσε χρήμα για να αγοράσει τα κρατικά ομόλογα, αλλά απλώς υποχρεώθηκε να «αποστειρώνει» τις αγορές αυτές με ισάξιες καταθέσεις από τις τράπεζες για να μη δημιουργήσει πληθωρισμό, υπάρχει συνεχής πίεση από τους τραπεζίτες της Μπούντεσμπανκ, αλλά και από τους γερμανούς πολιτικούς, ώστε να σταματήσει το πρόγραμμα αυτό. Ο κ. Τρισέ έχει εξηγήσει το πώς θα αποκρούσει τις πληθωριστικές παρενέργειες της αγοράς των κρατικών τίτλων, δηλώνοντας ότι το ρευστό δεν θα πέφτει στο τραπεζικό σύστημα, αλλά θα απορροφάται μέσω των καταθέσεων διάρκειας μιας εβδομάδας. Ο μηχανισμός αυτός, όπως έχει ισχυριστεί ο κ. Τρισέ, διαφοροποιεί την πολιτική της ευρωτράπεζας από την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing) της αμερικανής κεντρικής τράπεζας και της βρετανικής.

Αντίθετα, η δημοσιοποίηση χθες των πρακτικών της κρίσιμης τελευταίας συνεδρίασης της Fed στις 21 Σεπτεμβρίου, έδειξε ότι ο κ. Μπερνάνκι και οι συνάδελφοί του αποφάσισαν ότι πρέπει σύντομα και μάλλον τον Νοέμβριο, να ρίξουν ξανά νέο ρευστό στην οικονομία προκειμένου να βοηθήσουν την αναιμική οικονομική δραστηριότητα, να μειώσουν τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας και να δημιουργήσουν πληθωρισμό.

Από την τελευταία ωστόσο συνεδρίαση της FED η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας και ειδικότερα της αγοράς εργασίας έχει εξασθενήσει. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του αμερικανικού υπουργείου Εργασίας το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε αμετάβλητο τον Σεπτέμβριο στα ύψη του 9,6%. Σημειωτέον ότι για 14 κατά σειρά μήνες η ανεργία δεν έχει πέσει κάτω από τα επίπεδα του 9,5%, κάτι που είχε να συμβεί από το 1948 στις ΗΠΑ. Επίσης, οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν τον περασμένο μήνα από όλους, εκτός του αγροτικού, τους τομείς της οικονομίας ήταν 95.000 και όχι 5.000 που αναμενόταν, ενώ τον Αύγουστο χάθηκαν 57.000 θέσεις εργασίας. Σημειωτέον ότι τώρα οι αναλυτές της Goldman Sachs εκτιμούν ότι η υγεία της οικονομίας των ΗΠΑ θα «είναι σε αρκετά κακή κατάσταση» ή «σε πολύ κακή κατάσταση» τους επόμενους έξι με εννέα μήνες".