Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Και πάλι περί του ελλείμματος και χρέους

Οπως διαβάζουμε:

" Μεγαλύτερο το Ελληνικό έλλειμμα και το χρέος 2009
Eurostat: 15,1% αντί 13,8%

Σε νέες περιπέτειες απειλεί να θέσει την προσπάθεια της δημοσιονομικής προσαρμογής η αναθεώρηση του ελλείμματος και του χρέους του 2009 από την Eurostat. Σύμφωνα με πληροφορίες, το έλλειμμα του προηγούμενου χρόνου διαμορφώθηκε τελικά στο 15,1% του ΑΕΠ, αντί του 13,8%, ενώ το δημόσιο χρέος ανήλθε στο 127% του ΑΕΠ από 115,4%.

Η νέα αναθεώρηση, που πλήττει για μία ακόμη φορά την αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων, οφείλεται στην ενσωμάτωση ελλειμμάτων και χρεών ζημιογόνων ΔΕΚΟ, καθώς και στην αποκάλυψη πρακτικών απόκρυψης ελλειμμάτων και χρεών μέσω swaps.

Τα βάρη από τις αμαρτίες του παρελθόντος είναι μόνο μία από τις γκρίζες ζώνες του σχεδίου. Υπάρχουν ακόμη αβεβαιότητες για τα έσοδα του 2010 και του 2011, για την οικονομική κατάσταση των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα κ.λπ., που είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε νέες προσαρμογές τον Νοέμβριο υπό την εποπτεία της τρόικας".


Παρατήτηση (και πρόβλεψη): η συζήτηση, εάν δεν στραφούμε άμεσα σε αναπτυξιακή κατεύθυνση, δεν θα είναι το "εάν" θα προχωρήσουμε σε αναδιάρθρωση, αλλά το "πότε" (σε ποιό διάστημα μετά την τριετία), καθώς και στο πόσο αυξημένο θα είναι το επιτόκιο και οι πρόσθετες παροχές εξασφάλισης που θα απαιτήσουν οι δανειστές μας για την συμφωνία αναδιάρθρωσης. Βεβαίως, το ενδεχόμενο της αναδιάρθρωσης θα εξαρτηθεί, εν πολλοίς, από την αναμενόμενη αναβάθμιση της Ελληνικής οικονομίας (από την Moody's κυρίως), την προσεχή διαμόρφωση του επιτοκίου του τριετούς ομολόγου (περί τα 9% από 11,5% και πάνω που είναι σήμερα) και του δεκαετούς ομολόγου, καθώς και την δημοσιονομική κατάσταση της Γερμανίας.


Γράφοντας για "αναπτυξιακή κατεύθυνση", θυμήθηκα μια συνέντευξη που είχε δώσει ο καθηγητής κ. Τάσος Γιαννίτσης, ένα μέρος της οποίας αξίζει να διαβάσουμε:

"Aν και πολλοί θεωρούν ότι σήμερα προέχει η αντιμετώπιση της κρίσης και δεν έχει νόημα τούτη την ώρα η συζήτηση σχετικά με το τι μας έφερε στη σημερινή δυσχερή θέση, εξακολουθεί στη δημόσια συζήτηση να επικρατεί μια σύγχυση για τα αίτια της «ελληνικής κρίσης». Κατά τη γνώμη σας, τι πραγματικά μας συνέβη;

Γενικά, θα έλεγα, ότι συνέπεσαν μια μεταπολεμικά πρωτοφανής διεθνής κρίση με ένα μοναδικό συνδυασμό «αναπτυξιακών ελλειμμάτων» στη χώρα μας: τη θεαματική δημοσιονομική ελλειμματικότητα, την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας του παραγωγικού μας συστήματος, την εξασθένιση της έγνοιας για το δημόσιο συμφέρον και τα διαλυτικά φαινόμενα στη δημόσια διοίκηση, την κατάπτωση των αξιών και των θεσμών, τη διαφθορά, τη δημιουργία συνθηκών για εύκολο και μεγάλο κέρδος έξω από παραγωγικές δραστηριότητες. Παγιδευτήκαμε τόσο μακροοικονομικά, όσο και αναπτυξιακά. Και επιπλέον, φυσικά, παγιδευτήκαμε από θεσμική και αξιακή σκοπιά, καθώς τα οικονομικά είναι μια μικρή μόνο πλευρά της κρίσης που ζούμε. Ακολουθήσαμε -και ως κοινωνία στηρίξαμε- πολιτικές που εξασφάλιζαν επίπλαστη ευημερία, πολλές φορές γνωρίζοντας ότι αυτό έχει ένα τέλος και ότι τότε, ο λογαριασμός θα είναι επώδυνος. Δεν θελήσαμε ποτέ να δούμε πόσο αρνητικές επιπτώσεις μπορούσαν να έχουν για το μέλλον μας αποφάσεις που μάγευαν το παρόν μας. Η κρίση επιτάχυνε και αποκάλυψε όλες αυτές τις συστημικές αδυναμίες της κοινωνίας μας.


• Η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί ήδη ένα εξαιρετικά σκληρό πρόγραμμα περικοπών, προκειμένου να περιστείλει το έλλειμμα. Καταρχάς, η αριθμητική του προγράμματος είναι εφικτή; Με άλλα λόγια, τα νούμερα του προγράμματος διάσωσης βγαίνουν;

Αντί για την ερώτηση «αν τα νούμερα βγαίνουν», η βασική ερώτηση είναι «αν εμείς θέλουμε να εγκαταλείψουμε τις ξεπερασμένες ιδέες μας». Όχι βέβαια για να βγουν απλώς τα νούμερα, αλλά για να βγούμε εμείς από το καναβάτσο. Την απάντηση σε αυτό, δεν ξέρω να τη δώσω σήμερα. Ένα τριετές ή όσο πρόγραμμα «βγαίνει» ή όχι, ανάλογα με το αν όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά και οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας, ακόμα και το κάθε άτομο ατομικά, θα δώσουν τη μάχη για να ξεπεραστεί η ακραία κατάληξη. Επιπλέον, ένα πρόγραμμα δεν είναι απλώς νούμερα. Είναι πολιτικές, είναι οικονομικές και πολιτικο-κοινωνικές συμπεριφορές, είναι εγκατάλειψη αντιλήψεων που οδήγησαν στην παρ’ ολίγον πτώχευση και στην τεράστια αποτυχία που παγίδεψε τη χώρα στη σημερινή κατάσταση, είναι δημιουργικότητα και επινοητικότητα σ’ ένα δύσκολο ταξίδι, όπως του Οδυσσέα. Προσωπικά, πιστεύω απόλυτα ότι αν θελήσουμε, μετά από λίγα χρόνια μπορούμε να φτάσουμε σε μια νέα ισορροπία και να ανοίξουμε νέους ορίζοντες.

• Πολλοί επιμένουν ότι ακόμη και αν επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος, ο κίνδυνος παραμένει: μια παρατεταμένη ύφεση. Τι πρέπει, κατά τη γνώμη σας, να γίνει ώστε να επαναδρομολογηθεί μια διεργασία οικονομικής μεγέθυνσης; Πρακτικά, τι θα μπορούσε να γίνει;

Κατά τη γνώμη μου, κατασκευάσαμε ξανά μια στείρα διχοτόμηση που αρνείται να δει οτι καμιά επιλογή δεν γίνεται εν κενώ αέρος και ότι η επιτυχία κάθε επιλογής, εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης. Θεωρητικές διαμάχες και προτάσεις πολιτικής, μεταφέρονται σε ένα οικονομικό τοπίο, κάνοντας αφαίρεση απο τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την αποτελεσματικότητά τους. Η άποψη στην οποία αναφέρεστε, γνωρίζει ότι με έλλειμμα 13,6% οδηγηθήκαμε σε ρυθμό μεγέθυνσης -2%, δηλαδή σε ύφεση συνδυασμένη με παρ’ ολίγον πτώχευση. Παρά ταύτα, θεωρεί ότι ακόμα μεγαλύτερη δαπάνη και έλλειμμα θα δημιουργήσουν μεγέθυνση. Πού στηρίζεται αυτό; Και ακόμα και αν στηριζόταν, με πόσο έλλειμμα; Με 15% ή 20% και αντίστοιχη αύξηση του χρέους; Εχουμε συνειδητοποιήσει ότι σήμερα με 130% και αύριο με 140% χρέος προς ΑΕΠ, ακόμα και αν επιτύχουμε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης, το πρόσθετο ΑΕΠ δεν θα εξυπηρετεί παρά την πληρωμή των αυξημένων τόκων που προκαλούν τα αυξημένα ελλείμματα; Ότι διογκωμένα ελλείμματα και χρέος θα ακυρώνουν κάθε σκιά ανάπτυξης; Ότι στην ουσία δεν μπαίνει καν τέτοιο θέμα, γιατί έτσι κι αλλιώς κανείς δεν μας δανείζει πλέον ούτε ένα ευρώ για να αυξήσουμε τα ελλείμματά μας; Οι θέσεις για μια τέτοια πολιτική είναι αδιέξοδες, αν δεν απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά.

Από την άλλη, και βέβαια, το μεγάλο στοίχημα των επόμενων ετών είναι η δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης. Διαφορετικά είμαστε χαμένοι. Έτσι, φτάνουμε στο στρατηγικό ερώτημα: πώς δημιουργείται μεγέθυνση και ανάπτυξη σε συνθήκες δημοσιονομικής εξυγίανσης και σε συνθήκες ασφυκτικής χρηματοδότησης; Η απάντηση δεν είναι με μεγαλύτερα ελλείμματα που αποκλείονται εξ ορισμού. Είναι με πολλές, μεγάλες και μικρότερες, εκτεταμένες σε όλες τις οικονομικές διαδικασίες, διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με θεσμικές αλλαγές, με επενδύσεις στη γνώση, που θα αυξάνουν την παραγωγικότητα των δαπανών που θα γίνονται, θα δημιουργούν ευνοϊκότερους όρους για μετατόπιση των δαπανών από την κατανάλωση στις επενδύσεις ή για διεθνείς επενδύσεις στην Ελλάδα, θα ανακατανέμουν κρατικές δαπάνες από πεδία χαμηλής σε πεδία υψηλής παραγωγικότητας, για να αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες κατευθύνσεις. Είναι επίσης, με μια πραγματική επένδυση στην ποιότητα και στη μεταρρύθμιση στην παιδεία, όπως και στην καινοτομία. Η απάντηση επιπλέον είναι: επένδυση στην εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη δική μας για εμάς, εμπιστοσύνη των τρίτων για εμάς και τη χώρα. Είναι χρήσιμο να κατανοήσουμε πώς πέτυχαν (αλλά και πώς απέτυχαν) άλλες χώρες σε αντίστοιχες συνθήκες. Όμως, όλα αυτά, σημαίνουν πολύ διαφορετικές επιλογές από αυτές που μας έφεραν εδώ. Επιλογές δύσκολες και αβέβαιες. Την ανάπτυξη την θέλουν όλοι, τις πολιτικές για την ανάπτυξη ελάχιστοι. Θέλουν όμως αντ’ αυτού τον αυξανόμενο δανεισμό. Πώς θα συμβιβαστούν αυτά; Ακριβώς επειδή δεν συμβιβάζονται, έρχονται κάποια στιγμή οι δανειστές στο σπίτι μας.

• Πέρα από τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα μια μεταρρύθμιση υπάρχει και το μακροχρόνιο κόστος της «μη έγκαιρης μεταρρύθμισης». Στην Ελλάδα, αυτό το έχουμε δει τόσο με τη μη έγκαιρη αναδιάρθρωση ορισμένων βιομηχανικών κλάδων στη δεκαετία του ’80, που τελικώς οδήγησε στην εξαφάνιση παραγωγικών μονάδων και την απώλεια πολλαπλάσιων θέσεων εργασίας, όσο και με τη μη έγκαιρη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, το 2001. Συμφωνείτε με αυτή τη διαπίστωση και θεωρείτε ότι αντανακλά μια βαθύτερη τάση της ελληνικής κοινωνίας και μια μονιμότερη παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος;

Το πρόβλημα είναι ότι δημιουργήσαμε ένα πολύ τρωτό παραγωγικό σύστημα, και αντί συστηματικά να βελτιώσουμε τις αδυναμίες του (μέσα από αναδιαρθρώσεις ή μεταρρυθμίσεις) κάθε φορά, την ώρα της δυσκολίας, αρνούμασταν ή αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε με ποιο τρόπο μπορεί να περάσει κανείς από το παλαιό στο νέο. Στην Ευρώπη και αλλού, η χαλυβουργία, η κλωστοϋφαντουργία, τα ναυπηγεία και πολλές άλλες σημαντικότατες παραγωγικές δραστηριότητες εγκαταλείφθηκαν, με επώδυνο τρόπο, μέσα σε 15-20 χρόνια. Όμως στη θέση τους αναδείχθηκαν νέες και πολύ πιο δυναμικές μορφές παραγωγής, που στήριξαν τον παραγωγικό μετασχηματισμό, την απασχόληση και την ανάπτυξη. Η διαφορά με την Ελλάδα ήταν ότι το «νέο» δεν το αναζητήσαμε. Για να αποτρέψουμε αρνητικές επιπτώσεις, προσπαθούσαμε να συντηρήσουμε το παλιό, παραβλέποντας πιο δημιουργικές αλλαγές και αποθεώνοντας διαβρωτικά στερεότυπα.