"Ηταν λάθος η συμμετοχή στην ευρωζώνη;
Οι δηλώσεις της καγκελαρίου της Γερμανίας, ότι η προηγούμενη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση δεν έπρεπε να δεχθεί την Ελλάδα στην ευρωζώνη, επαναφέρει το ζήτημα της συμμετοχής των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών στη νομισματική ένωση.
Η αλήθεια είναι ότι η συμμετοχή της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας στην ευρωζώνη μαζί με τις περισσότερο αναπτυγμένες, δεν πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Δεν είχε δηλαδή δημιουργηθεί μια κοινή δημοσιονομική πολιτική, όπως διδάσκει η οικονομική θεωρία και υποδεικνύουν τα ιστορικά παραδείγματα των ομοσπονδιακών χωρών, οι οποίες έχουν κοινό νόμισμα (ΗΠΑ, Γερμανία κ.ά.).
Η επιλογή των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών να υιοθετήσουν το ευρώ χωρίς μεταφορά δημοσιονομικών πόρων, στηρίχθηκε στην πεποίθησή τους, ότι εξασφαλίζοντας χαμηλά επιτόκια, μακροοικονομική σταθερότητα και κυρίως οικονομική ασφάλεια, θα επιτύγχαναν μεγάλη αύξηση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων και συνεπώς ταχύρρυθμη ανάπτυξη και γρήγορη πραγματική σύγκλιση με τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της ευρωζώνης. Από την άλλη πλευρά, η απόφαση των περισσότερο αναπτυγμένων χωρών (Γερμανία, Γαλλία, κ.ά.) να δεχθούν στην ευρωζώνη τις λιγότερο αναπτυγμένες , είχε πολιτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι ίδιες δεν είχαν δεχθεί να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός μεταφοράς πόρων. Η απόφασή τους στηρίχθηκε στα ονομαστικά κριτήρια του Μάαστριχτ και στην ελπίδα ότι δεν θα προέκυπτε μεγάλη κρίση προτού το επίπεδο ανάπτυξης των φτωχότερων χωρών συγκλίνει με το δικό τους.
Είναι γεγονός ότι οι φτωχότερες χώρες με την ένταξή τους στην ευρωζώνη πέτυχαν υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Ομως, μεγάλο μέρος της ανάπτυξής τους στηριζόταν στην ευχέρεια των καταναλωτών να δανείζονται για αγορά κατοικιών και καταναλωτικών αγαθών με χαμηλά επιτόκια, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση και οι εισαγωγές, χωρίς συναλλαγματικούς περιορισμούς χάρις στο ευρώ. Παράλληλα οι αμοιβές αυξάνονταν περισσότερο από την παραγωγικότητα, ως αποτέλεσμα της πίεσης για κατανάλωση παρόμοια μ' αυτήν των αναπτυγμένων χωρών, ενώ οι δομές της αγοράς τους επέτρεπαν πληθωρισμό υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η αδυναμία υποτίμησης λόγω ευρώ και η ακαμψία των αμοιβών υπέσκαψαν την ανταγωνιστικότητα και οδήγησαν σε εξωτερικά ελλείμματα, ενώ η ανικανότητα των κυβερνήσεων να συγκρατήσουν τις δημόσιες δαπάνες μπροστά στη στασιμότητα των φορολογικών εισπράξεων, οδήγησε σε δημοσιονομικά ελλείμματα πολύ πέρα από τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση επιδείνωσε την κατάσταση σ' αυτές τις χώρες με αποκορύφωμα την Ελλάδα. Προκειμένου να καλύψουν τα ελλείμματα και τα χρέη τους, που αυξήθηκαν υπερβολικά, προσέφυγαν σε δανεισμό από τις διεθνείς αγορές με πολύ υψηλά επιτόκια λόγω του υψηλού ρίσκου αποπληρωμής των δανείων τους. Αν υπήρχε μηχανισμός δημοσιονομικής αλληλεγγύης στην ευρωζώνη, όπως υπάρχει στα ομοσπονδιακά κράτη, θα λειτουργούσε αποτρέποντας την καταστροφή. Αντί του μηχανισμού μεταφοράς πόρων από τις περισσότερο προς τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της ευρωζώνης, με πολλούς δισταγμούς δημιουργήθηκε από την Ε.Ε και το ΔΝΤ μηχανισμός σωτηρίας με δανεισμό και σκληρούς όρους δημοσιονομικής λιτότητας προφανώς με χαμηλότερα επιτόκια απ' αυτά της αγοράς.
Πρόκειται για μια «μίζερη» ευρωπαϊκή αλληλεγγύη με ελάχιστο κόστος για τις πλουσιότερες χώρες και αιματηρές θυσίες για τις φτωχότερες, οι οποίες πίστεψαν ότι με την ένταξή τους στην ευρωζώνη θα επιτύγχαναν πραγματική σύγκλιση του επιπέδου ανάπτυξης μ' αυτό των ήδη αναπτυγμένων χωρών, χωρίς να καταβάλουν την απαιτούμενη προσπάθεια για να περιορίσουν τις αρνητικές συνέπειες της νομισματικής ενοποίησης, εφόσον δεν συνοδευόταν από κοινή δημοσιονομική πολιτική".