" Το αμερικανικό δίλημμα
The New York Times
Αναμφίβολα οι δύο μεγαλύτερες απειλές για την οικονομία των ΗΠΑ είναι η ανεργία και η οικτρή οικονομική κατάσταση των πολιτειών. Ωστόσο, οι χαράσσοντες την πολιτική δεν έχουν κατορθώσει να δράσουν αποτελεσματικά για καμία από αυτές. Τα ομοσπονδιακά επιδόματα ανεργίας άρχισαν να εκπνέουν τον Μάιο. Εκτοτε, 1,2 εκατομμύριο άνεργοι έχασαν το επίδομά τους. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε εξάμηνη παράταση στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδίου νόμου για τις δαπάνες. Ομως η Γερουσία, παρά τις τρεις απόπειρες που έκανε, στάθηκε αδύνατον να δώσει το «πράσινο φως». Ο ηγέτης της πλειοψηφίας, Χάρι Ριντ, δήλωσε έτοιμος να παραιτηθεί μετά την τρίτη προσπάθεια, την περασμένη εβδομάδα, όταν όλοι οι Ρεπουμπλικανοί της Γερουσίας και ένας Δημοκρατικός, ο Μπεν Νέλσον της Νεμπράσκα, την καταψήφισαν.
Στο μεταξύ, οι πολιτείες παρουσιάζουν συλλογική δημοσιονομική «τρύπα» 112 δισ. δολαρίων, όμως ούτε η Βουλή ούτε η Γερουσία διαθέτουν σχέδιο βοήθειας προς αυτές. Η Βουλή αφαίρεσε από προηγούμενο σχέδιο νόμου την πρόβλεψη οικονομικής βοήθειας 24 δισ. δολαρίων. Η Γερουσία συμπεριέλαβε τη βοήθεια στο απορριφθέν σχέδιο νόμου για την επέκταση των επιδομάτων ανεργίας. Μετά την καταψήφισή του, η υπόσχεση για βοήθεια εξαφανίστηκε και εκεί.
Αποτέλεσμα: τριάντα πολιτείες, που βασίζονταν στα χρήματα αυτά για να χρηματοδοτήσουν μέρος των ελλειμμάτων τους, θα υποχρεωθούν να αυξήσουν πάλι τους φόρους και να μειώσουν πάλι τις δαπάνες κατά το οικονομικό έτος που αρχίζει σήμερα, 1η Ιουλίου. Το μόνο που θα κατορθώσουν έτσι είναι να επιδεινώσουν την ανεργία, τόσο στους δημοσίους υπαλλήλους όσο και στους ιδιώτες εργολάβους των πολιτειών. Επιδείνωση της ανεργίας σημαίνει βραδύτερη ανάπτυξη ή, χειρότερα, νέα ύφεση.
Επομένως, αν οι χαράσσοντες την πολιτική διερωτώνται γιατί βυθίζεται η καταναλωτική εμπιστοσύνη αλλά και το χρηματιστήριο (ο Standard & Poor’s 500 υποχώρησε σε νέα χαμηλά έτους προχθές), δεν χρειάζεται να κοιτάξουν πιο πέρα από τον καθρέφτη τους.
Η κατάσταση χρήζει επειγόντως πολιτικών στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης – ιδίως επιδομάτων ανεργίας και οικονομικής βοήθειας προς τις πολιτείες. Ομως, αντί να τις προσφέρουν, οι Ρεπουμπλικανοί και πολλοί Δημοκρατικοί του Κογκρέσου επιμένουν ότι το κράτος πρέπει να δράσει για να μειώσει το έλλειμμα. Το ζήτημα έχει λιγότερο να κάνει με την οικονομική πραγματικότητα και περισσότερο με την πολιτική στάση. Πολλοί χαράσσοντες την πολιτική έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για να κρατήσουν τη θέση τους, πρέπει να επενδύσουν στη νέα, λαϊκίστικη διάθεση και να παίξουν με τους φόβους των ίδιων Αμερικανών των οποίων την οικονομική ευημερία απειλεί το Κογκρέσο.
Τα ελλείμματα είναι σημαντικά, όχι όμως περισσότερο από την οικονομική ανάπτυξη και την οικονομική επιβίωση εκατομμυρίων Αμερικανών. Υγιής προσέγγιση θα ήταν να συνδυαστούν οι βραχυπρόθεσμες ομοσπονδιακές δαπάνες με ένα αξιόπιστο σχέδιο μείωσης του ελλείμματος -ένα μείγμα φορολογικών αυξήσεων και περικοπών δαπανών- όσο παγιώνεται η ανάκαμψη.
Ομως, τα σημερινά «γεράκια» των ελλειμμάτων δεν ενδιαφέρονται για την υγιή προσέγγιση. Στη Γερουσία, την ώρα που καταψήφιζαν την επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, κατόρθωναν να διατηρήσουν ένα φορολογικό «παραθυράκι» που ωφελεί τους εύπορους διαχειριστές χρήματος σε ιδιωτικές επενδυτικές εταιρείες. Κατόρθωσαν επίσης να εκτροχιάσουν την προσπάθεια να δοθεί τέλος στην ευρεία φοροδιαφυγή των μικροεπιχειρηματιών.
Αν πράγματι ανησυχούν τόσο για το έλλειμμα, γιατί αντιδρούν στους σοβαρούς αυτούς τρόπους κλεισίματος των «παραθύρων» και πάταξης της φοροδιαφυγής;
Παραμένει αβέβαιο αν η επέκταση θα λάβει το «πράσινο φως» της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας πριν από την εβδομαδιαία διακοπή εργασιών του Κογκρέσου. Αυτό που χρειάζεται, και αυτό που λείπει, είναι η ηγεσία, τόσο στο Κογκρέσο όσο και στον Λευκό Οίκο, που θα καθορίσει τους όρους της συζήτησης και θα αγωνιστεί για αυτούς, χωρίς περιθώρια αποτυχίας".