"Νεοφιλελευθερισμός με το ζόρι
Μετά το κραχ της τράπεζας Lehman Brothers στις ΗΠΑ, στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, και την έκρηξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού σε όλο τον κόσμο έμοιαζαν να έχουν περάσει ολοκληρωτικά στην άμυνα.
Η «κρίση του αιώνα» φαινόταν να καταδεικνύει, εκ των πραγμάτων, την αποτυχία της απορυθμιστικής ιδεολογίας τους και την ανάγκη να απευθύνουν εκ νέου έκκληση στο κράτος προκειμένου να διασώσει την οικονομία και να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή.
Στο τέλος του 2008 οι ηγέτες των πιο ισχυρών κρατών του πλανήτη αποφάσιζαν να καταλήξουν σε συμφωνία προκειμένου να αποφύγουν τις υπερβολές και τις καταχρήσεις των κερδοσκόπων που προκάλεσαν τη χειρότερη χρηματοπιστωτική κρίση ύστερα από εκείνη του 1929. «Αυτή η κρίση προκάλεσε μια βαθιά αλλαγή», διαβεβαίωνε τότε, λόγου χάρη, ο Ζοζέ Μανουέλ Ντουράο Μπαρόζο, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Ποτέ πια οι πολιτικές αρχές δεν θα συναινέσουν ώστε οι κερδοσκόποι να πάρουν ξανά τον έλεγχο και να μας επαναφέρουν στην πρότερη κατάσταση».
Ήταν η εποχή που όλος ο κόσμος μιλούσε για την «επιστροφή στον Κέινς», για την επιστροφή του κράτους και της πολιτικής. Παντού οι κυβερνήσεις, ακόμη και εκείνες της δεξιάς (ιδίως της Γαλλίας και της Γερμανίας), έμπαιναν στην πρώτη γραμμή. Ξανάβρισκαν το ρόλο τους ως βασικοί «παίκτες» στο οικονομικό πεδίο· εθνικοποιούσαν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στρατηγικές επιχειρήσεις· έκαναν μαζικές ενέσεις διαθέσιμων ρευστών στο τραπεζικό σύστημα· πολλαπλασίαζαν τα σχέδια ανάκαμψης... Με λίγα λόγια, υποκαθιστούσαν την υπό κατάρρευση αγορά. Ολοι συνέχαιραν τους εαυτούς τους επειδή άντλησαν τα διδάγματά τους από την κρίση του 1929 και απέρριψαν μια πολιτική αποπληθωρισμού, η οποία αναπόφευκτα θα επιδείνωνε την κρίση.
Προφανώς, κανείς δεν θεωρούσε πως αυτή η μείζων κρίση σήμαινε και το τέλος του καπιταλισμού, ο οποίος έχει γνωρίσει κι άλλες παρόμοιες και πάντοτε κατάφερνε να τις ξεπεράσει. Πολλοί αναλυτές, όμως, εκτιμούσαν πως ο νεοφιλελευθερισμός είχε πέσει σε κώμα και πως είχε σημάνει η ώρα του τέλους της απορυθμισμένης οικονομίας. Επρόκειτο, επομένως, για το τέλος μιας εποχής: εκείνης του υπερφιλελευθερισμού και της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης.
Και ύστερα να που, μετά την πάροδο μερικών μηνών, ο νεοφιλελευθερισμός γνωρίζει μια πραγματική νεκρανάσταση. Να λοιπόν που επανήλθαμε στην πρότερη κατάσταση! Ξαφνικά, το χρέος που ανέλαβαν τα κράτη για να διασώσουν τις τράπεζες χρησιμεύει ως πρόσχημα για μια θεαματική αντιστροφή της κατάστασης: οι αγορές και η χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία ξαναπαίρνουν το πάνω χέρι και επιτίθενται κατά μέτωπο, μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.), στα κράτη που κατηγορούνται πως είναι «υπερβολικά χρεωμένα» και πως «ζουν πάνω από τα μέσα που διαθέτουν». Υποβοηθούμενες από τους οίκους αξιολόγησης (που εντούτοις φάνηκαν εντελώς αφερέγγυοι κατά την έναρξη της κρίσης του 2008), οι αγορές επιστρέφουν με μεγαλύτερη ένταση από ποτέ στο νεοφιλελεύθερο δόγμα τους και τώρα απαιτούν, στο όνομα της «απαραίτητης δημοσιονομικής αυστηρότητας», τη διάλυση της κοινωνικής πρόνοιας και τη δραστική ελάττωση των δημόσιων υπηρεσιών.
Προς το παρόν, ο στόχος των κερδοσκόπων είναι το ευρώ, το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Η «Wall Street Journal» αποκάλυψε πως οι πλέον σημαντικοί υπεύθυνοι των αμερικανικών hedge funds, των κερδοσκοπικών κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, θα συγκεντρώνονταν στις 8 του περασμένου Φεβρουαρίου στη Νέα Υόρκη, σε ένα ξενοδοχείο του Μανχάταν, και θα αποφάσιζαν να συνασπιστούν προκειμένου να πετύχουν την πτώση του ευρωπαϊκού νομίσματος, ώσπου η ισοτιμία του να φτάσει στο 1 ευρώ προς 1 δολάριο. Το ευρώ αντιστοιχούσε τότε σε 1,37 δολάρια· σήμερα αντιστοιχεί σε 1,21 και συνεχίζει να πέφτει...
Πρέπει να λυπούνται οι Ευρωπαίοι για την τρέχουσα πτώση του ευρώ; Οχι, καθώς μια τέτοια πτώση είναι φυσιολογική σε περιόδους που η οικονομική συγκυρία είναι κακή. Προσφέρει συμπλήρωμα στην ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών, ιδίως στην ευρωπαϊκή βιομηχανία και τον τουρισμό, και μπορεί να σώσει τις χώρες του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία), ξαναδίνοντάς τους μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα.
Σε δομικό επίπεδο, το ευρώ παραμένει εύθραυστο και αρκετοί ηγέτες επωφελούνται από την κατάσταση για να προτείνουν στα κράτη της ευρωζώνης να εγκαταλείψουν κάθε «μικροαντίσταση περί εθνικής κυριαρχίας» και να δεχθούν να προχωρήσουν προς ένα ομοσπονδιακό σύστημα κατάρτισης προϋπολογισμού, του οποίου το πρώτο βήμα θα ήταν μια «κυβέρνηση επί των οικονομικών». Ηδη, μετά την κρίση του δημοσιονομικού χρέους της Ελλάδας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να ελέγχει τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών πριν από τα εθνικά Κοινοβούλια. Το Βερολίνο αποφαίνεται πως «η πειθαρχία του ενός μετατρέπεται σε πρόβλημα όλων» και πως η Επιτροπή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να επιβλέπει τους εθνικούς λογαριασμούς των «χαλαρών κρατών».
Ανακαλύπτουμε ότι το ευρώ χτίστηκε πάνω στην ελπίδα πως ένα και μοναδικό νόμισμα θα προκαλούσε υποχρεωτικά, αργά ή γρήγορα, μια διαδικασία ενοποίησης των χωρών-μελών. Αυτός είναι ο λόγος που, με την ευκαιρία αυτής της κρίσης, κάποιοι θα ήθελαν να επιβάλουν την υιοθέτηση δύο οργάνων που δεν υπάρχουν: μια οικονομική κυβέρνηση της Ενωσης και μια κοινή δημοσιονομική πολιτική, κάτι που πυροδοτεί εύλογες αντιπαραθέσεις σε όλα τα κοινοβούλια της ευρωζώνης. «Η Επιτροπή δεν έχει καν συνείδηση του θράσους της», δήλωσε στη Γαλλία, παραδείγματος χάριν, ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, ευρωβουλευτής και πρόεδρος του Κόμματος της Αριστεράς, δεδομένου ότι οι Βρυξέλλες δεν θέλουν να παραμείνουν μόνο στους προϋπολογισμούς και επιθυμούν να διευρύνουν την επιτήρηση στο δημόσιο χρέος.
Επιπλέον, οι Βρυξέλλες θα ήθελαν να τιμωρούν πιο αυστηρά τα κράτη που δεν σέβονται το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αναφέρθηκαν δύο πιθανές πρόσθετες κυρώσεις: η πληρωμή των δόσεων της περιφερειακής βοήθειας να γίνεται με την προϋπόθεση του σεβασμού του Συμφώνου και η θέσπιση ενός συστήματος προστίμων εάν «είναι ανεπαρκείς οι δημοσιονομικές πολιτικές». Το Βερολίνο θα ήθελε να προσθέσει επιπλέον μία έντονα πολιτική κύρωση: την αναστολή του δικαιώματος ψήφου στο Συμβούλιο Υπουργών.
Η κρίση αυτή του ευρώ επιδεινώνεται από τη συσσώρευση των δημόσιων χρεών των κρατών-μελών. Χρεών που προκύπτουν αφενός εξαιτίας της μαζικής βοήθειας που πρόσφεραν τα κράτη το 2008 και το 2009 στις τράπεζες για να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και αφετέρου εξαιτίας της ίδιας της λειτουργίας της ευρωζώνης, η οποία υποχρεώνει τα κράτη να χρηματοδοτούν το σύνολο των χρεών τους μέσα από προσφυγή στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Κάτω από την επιρροή της Γερμανίας και των οικονομικών της συμμάχων της παλαιάς «ζώνης του μάρκου» (Αυστρία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Δανία) και με την υποστήριξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η λύση που επιβλήθηκε σε όλους ήταν η «αυστηρή δημοσιονομική πολιτική» ή ο «ανταγωνιστικός αποπληθωρισμός». Και αυτές οι λύσεις απαιτούνται από όλους -και ειδικότερα από τα κράτη που χαρακτηρίστηκαν περιφρονητικά με το αρκτικόλεξο PIGS (γουρούνια): Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία.
Ετσι, εδώ και μερικές εβδομάδες οι ανακοινώσεις των αποκαλούμενων σχεδίων «προσαρμογής» ή «αυστηρότητας» πολλαπλασιάστηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ρουμανία κ.ά.), καθοδηγούμενες από κυβερνήσεις (ακόμη και σοσιαλδημοκρατικές) που αιφνιδίως απόκτησαν εμμονή με τη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων και που δεν διστάζουν πλέον να θυσιάσουν τις πολιτικές κοινωνικής στήριξης και τις δημόσιες υπηρεσίες. Καμία εναλλακτική λύση δεν είναι αποδεκτή, ο νεοφιλελευθερισμός -που έγινε ξανά επίσημο δόγμα- είναι από εδώ και πέρα υποχρεωτικός.
Επαναλαμβάνονται έτσι τα λάθη που διαπράχθηκαν κατά τη «Μεγάλη Υφεση». Αυτές οι πολιτικές δημοσιονομικής αυστηρότητας συνιστούν σοβαρό λάθος, για προφανείς λόγους: Θα συμπιέσουν την εσωτερική ζήτηση στην ευρωζώνη, θα ελαττώσουν τα δημοσιονομικά έσοδα και θα κάνουν πιο δύσκολη την επιστροφή σε ισοσκελισμένες δημόσιες δαπάνες, τον επισήμως αναζητούμενο στόχο. Δεν πρέπει να αποκλείσουμε σοβαρές και βίαιες κοινωνικές διαμαρτυρίες.
Τέτοιο ήταν εξάλλου το αποτέλεσμα ανάλογων πολιτικών αποφάσεων που ελήφθησαν στο παρελθόν, ιδίως στις ΗΠΑ, από τον πρόεδρο Χέρμπερτ Χούβερ, μετά την κρίση του 1929, και οι οποίες οδήγησαν στη «Μεγάλη Υφεση», και στη Γερμανία, όπου η πολιτική αποπληθωρισμού που εφάρμοσε ο καγκελάριος Χάινριχ Μπρούνινγκ στις αρχές τις δεκαετίας του 1930 βύθισε με παρόμοιο τρόπο τη χώρα σε μια αβυσσαλέα ύφεση: εκείνη που επέτρεψε στους ναζί να ανέλθουν στην εξουσία το 1933...".